Το φαινόμενο μελετήθηκε και ξαναμελετήθηκε, με τα εργαλεία που κάθε φορά διέθετε ο άνθρωπος στην πορεία του χρόνου, μέχρις ότου ο Γάλλος φαρμακολόγος Ραφαέλ Ντυμπουά, στα τέλη του 19ου αιώνα, απέδειξε πως μία πρωτεΐνη που παράγεται στα κύτταρα των εν λόγω οργανισμών, επιδρώντας πάνω σε ένα υπόστρωμα, μια χημική ένωση δηλαδή, που επίσης παράγεται σε αυτά τα κύτταρα, έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή του «ψυχρού» αυτού φωτός. Μια πρωτεΐνη και ένα υπόστρωμα λοιπόν είναι η απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να μπορείς να παράγεις φως με το φαινόμενο της βιοφωταύγειας.
Ο Ντυμπουά, είτε από έλλειψη χιούμορ, είτε εξαιτίας αυτού, είτε γιατί γνώριζε λατινικά και ελληνικά ονόμασε την πρωτεΐνη, λουσιφεράση (Luciferase) και το υπόστρωμα λουσιφερίνη (Luciferin). Αυτό γιατί γνώριζε (βίτσιο και αυτό των επιστημόνων παλαιότερων αιώνων) πως τo λατινικό όνομα του φωτός είναι lux, και συνεπώς ο Lucius είναι ο Φωτεινός, η Lucia-Λουκία, η Φωτεινή, και πως Lucas-Λουκάς, ο Φωτεινός, ήταν και το όνομα ενός εκ των τεσσάρων Ευαγγελιστών. Lux από τα λατινικά και φέρω από τα ελληνικά, μας φτιάχνουν τον Lucifer, ελληνιστί τον Εωσφόρο, που από μία διαολιά της Ιστορίας έγινε το προσωνύμιο του «άρχοντα του Σκότους». Δεν είναι παράξενο λοιπόν που οι δαιδαλώδεις συστροφές των εγκεφαλικών μας κυττάρων, ιδιαιτέρως στους πιο προικισμένους από εμάς, συνδύασαν τη λουσιφεράση με τα νέα εμβόλια, σε μία περίοδο που οι διαολιές της Ιστορίας έχουν πράγματι οικουμενική διάσταση. Έτσι φτάσαμε να συζητάμε αν τα νέα εμβόλια περιέχουν λουσιφεράση, με σκοπό τον εντοπισμό αυτών που εμβολιάστηκαν, διαμέσου της φωταύγειας που αυτοί θα εκπέμπουν!!!
Ο ισχυρισμός αυτός, πέρα για πέρα τερατώδης και ανυπόστατος, βρίσκει παρ’ όλα αυτά ευήκοα ώτα σε ένα υπόβαθρο άγνοιας βασικών βιολογικών γνώσεων και διεργασιών. Και δεν αρκεί η παράθεση απλώς του περιεχομένου και της σύστασης των νέων εμβολίων έναντι του COVID, όπου δεν υπάρχει βέβαια ούτε λουσιφεράση, ούτε λουσιφερίνη, καθώς διάφοροι «δόκτορες», είτε από άγνοια (ναι, ναι, από άγνοια), είτε εξυπηρετώντας ποιος ξέρει τι ακριβώς, βεβαιώνουν τους αδαείς πως κάτι τέτοιο ισχύει.
Λουσιφεράση και εμβόλια
Eμπλέκεται λοιπόν η λουσιφεράση στον σχεδιασμό ή στην παραγωγή των νέων εμβολίων; Ε, ναι, λοιπόν, η λουσιφεράση εμπλέκεται, στις δοκιμές που έγιναν για να αποδειχτεί πως τα εμβόλια mRNA είναι ικανά να εισέλθουν στα κύτταρά μας και να προκαλέσουν την παραγωγή της εξωγενούς πρωτεΐνης στα κύτταρα αυτά. Ένα mRNA εμβόλιο αποτελείται από το mRNA το υπεύθυνο για την παραγωγή μιας πρωτεΐνης, πακεταρισμένο μέσα σε μία στοιβάδα λιπιδίων. Η επιστημονική θεωρία έλεγε πως με αυτόν τον τρόπο, το mRNA θα μπορούσε να εισέλθει άθικτο μέσα στα κύτταρα-στόχους. Αλλά τίποτε στην επιστήμη δεν θεωρείται δεδομένο πριν αποδειχτεί. Και επιπλέον, ποιος συνδυασμός, ποιων λιπιδίων είναι ο καλύτερος για να επιτευχθεί αυτή η πρόσληψη του mRNA από τα κύτταρα-στόχους; Η απάντηση στα επιστημονικά αυτά ερωτήματα δόθηκε με τη «δοκιμή λουσιφεράσης» (Luciferase assay). Η «δοκιμή λουσιφεράσης» είναι μία πειραματική προσέγγιση που ακολουθείται εδώ και αρκετές δεκαετίες σε μια πληθώρα ερευνητικών εργαστηρίων, σε όλον τον κόσμο. Με τη δοκιμή αυτή δώσαμε και εξακολουθούμε να δίνουμε απαντήσεις σε ένα πλήθος επιστημονικών ερωτημάτων.
Στο θέμα μας τώρα, για να αποδείξουν πως τα λιπίδια που τυλίγουν το mRNA είναι ικανά να το προστατεύσουν και να το μεταφέρουν άθικτο στα κύτταρά μας, οι επιστήμονες τύλιξαν με τα λιπίδια αυτά το mRNA όχι κάποιου ιού, αλλά το mRNA της λουσιφεράσης. Ανακάτεψαν κατόπιν ανθρώπινα κύτταρα σε καλλιέργεια, με τα σωματίδια λιπιδίων που περιείχαν το mRNA της λουσιφεράσης. Τα άφησαν λίγες ώρες μαζί και κατόπιν πρόσθεσαν λουσιφερίνη. Και, ω του θαύματος, τα κύτταρα άρχισαν να φεγγοβολούν!!! Όπερ έστι μεθερμηνευόμενον, το mRNA της λουσιφεράσης πέρασε μέσα σε αυτά, έφτιαξε λουσιφεράση και έτσι, όταν έβαλαν το υπόστρωμά της, αυτή, επιδρώντας πάνω του, παρήγαγε φως. Συμπέρασμα, τα λιπίδια που χρησιμοποίησαν ήταν ιδανικά για τη μεταφορά mRNA μέσα στα ανθρώπινα κύτταρα. Πήραν κατόπιν αυτά τα λιπίδια και μέσα σε ένα στρώμα από αυτά έβαλαν τώρα το mRNA το υπεύθυνο για την παραγωγή της ακίδας του ιού SARS – CoV-2. Και έτσι έγινε το εμβόλιο mRNA για το οποίο συζητάμε σήμερα. Ούτε λουσιφεράση λοιπόν, ούτε λουσιφερίνη υπάρχει στο εμβόλιο.
Ο υποτιθέμενος «βιοεντοπισμός» του εμβολίου και οι πράκτορες της… «ΠΥΠ»
Γι’ αυτούς, που από άγνοια και μόνο, ισχυρίζονται πως λουσιφεράση θα μπορούσε να υπάρχει στα εμβόλια mRNA έναντι του SARS-CoV-2, η ιστορία τελειώνει εδώ. Για αυτούς όμως που εξακολουθούν να είναι καχύποπτοι, θα πρέπει να απαντήσουμε και στο επόμενο ερώτημα: Θα ήταν η λουσιφεράση ένας καλός βιολογικός δείκτης παρακολούθησης, ένας καλός δείκτης βιοεντοπισμού, ή ένα καλό biochip, σύμφωνα με την ορολογία τους; H απάντηση είναι, κατηγορηματικά ΟΧΙ!! Και είναι εύκολο, γνωρίζοντας όλα τα παραπάνω, να το καταλάβουμε. Η παραγωγή βιοφωταύγειας εμπλέκει το ένζυμο λουσιφεράση, αλλά και το υπόστρωμα, τη λουσιφερίνη. Θα πρέπει λοιπόν, μαζί με το mRNA του ενζύμου λουσιφεράση να μας χώσουν και τη λουσιφερίνη. Η λουσιφερίνη όμως είναι ένα χημικό μόριο που η παραγωγή του εμπλέκει διάφορα ένζυμα-πρωτεΐνες. Πρέπει λοιπόν να μας βάλουν το mRNA της λουσιφεράσης και τα mRNA των ενζύμων εκείνων που συμμετέχουν στην παραγωγή-βιοσύνθεση λουσιφερίνης, ώστε να καταστήσουν ικανά τα κύτταρά μας να παράγουν και λουσιφερίνη. Πώς όμως να γίνει αυτό αφού τα ένζυμα που συμμετέχουν στη σύνθεση της λουσιφερίνης δεν είναι μέχρι στιγμής γνωστά; Εκτός ίσως από το τελευταίο στη σειρά της βιοσύνθεσής της. Ακόμη όμως και αν ήταν όλα γνωστά, το αποτέλεσμα θα ήταν άνευ πρακτικής σημασίας, καθώς τα mRNA είναι ικανά να παράγουν πρωτεΐνες μέσα στα κύτταρά μας για λίγες μόνο ώρες. Αυτό γιατί το mRNA, το οποιοδήποτε mRNA, αποικοδομείται (καταστρέφεται) ταχύτατα μέσα στα κύτταρά μας. Δηλαδή, ακόμη και έτσι, τα κύτταρά μας θα φεγγοβολούν για λίγες ώρες. Καθόλου καλό αυτό για έναν υποτιθέμενο μηχανισμό «βιολογικού χαράγματος» ή biochip. Και με δεδομένο πως ο εμβολιασμός γίνεται ενδομυϊκά, με αποτέλεσμα να εισέρχεται το mRNA εμβόλιο μόνο σε κύτταρα που βρίσκονται σε βαθύτερες στοιβάδες και σε απόσταση από την επιδερμίδα μας, ούτε αυτό το φως, που θα εκπέμπεται αυτές τις λίγες ώρες, δεν θα μπορούσε να ανιχνεύσει ο επίδοξος πράκτορας της Παγκόσμιας Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΠΥΠ).
Αν λοιπόν φοβόμαστε τον πράκτορα της ΠΥΠ, καλό είναι να μην τον υποεκτιμούμε, ούτε όμως και να τον υπερεκτιμούμε. Ας μελετήσουμε επιστήμη για να τον καταλάβουμε. Αυτός πάντως, αν υπάρχει, έχει πάρει χαμπάρι τι καπνό φουμάρουμε και αφειδώς μας παρέχει φούμαρα αντί για επιστήμη. Και φούμα-φούμα, ο «άρχοντας του Σκότους» και της αμάθειας, στα μάτια μας περνιέται, για μια ακόμη φορά, ως Εωσφόρος. Θα τσιμπήσουμε;
*Δρ. Μοριακής Βιολογίας, ΕΔΙΠ στο Παν/μιο Ιωαννίνων.
https://ardin-rixi.gr/archives/230366