Τά Χριστούγεννα καί ὁ Παπαδιαμάντης
[...]«Ὁ Χαραμάδος» ἔχει σάν ἥρωα τόν καπετάν Ἡρακλῆ πού μετά ἀπό χρόνο πολύ φθάνει Χριστούγεννα στή γενέθλια νῆσο. Ὅπως ἔχω γράψει στό βιβλίο μου «Ἀλεξανδρούπολη. Μιά νέα πόλη μέ παλιά ἱστορία» γιά πρώτη φορά σέ ἑλληνικό λογοτεχνικό κείμενο ἀπαντᾶ ἡ ὀνομασία Δεδεαγάτς πού ἦταν ὁ παλαιός οἰκιστικός πυρήνας τῆς Ἀλεξανδρουπόλεως. Ἀπό τά μέρη αὐτά ὁ καπετάν Ἡρακλῆς μετέφερε στό νησί του ἄφθονα ἀγαθά, ὅπως τά διασημότατα «κασκαβάλια» (εἶδος τυριοῦ) τῆς Αἴνου καί τά ὡραῖα «κοκκινωπά» τῆς Λήμνου. Ἔπρεπε ὅμως νά «πιάσει» καί στήν Θεσσαλονίκη καί ἀπό ἐκεῖ νά πλεύσει πρός τήν Σκιάθο. Ἀλλ’ ἐπειδή κατά τό προηγούμενο ἔτος εἶχε ὑποχρεώσει διά τῆς βίας ἕναν Ἑβραῖο λιμενεργάτη νά ξεφορτώσει Σάββατο τό καράβι του, ἡ ἑβραϊκή κοινότητα «τόν εἶχε κάμει χαραμάδον, ἤτοι ἀποσυνάγωγον, μεταξύ τῶν Ἑλλήνων ἐμποροπλοιάρχων» καί ὡς ἐκ τούτου «ἀπηγόρευσεν εἰς ὅλους τούς ἐργάτας της, ἐκφορτωτάς, ἀχθοφόρους, ἁμαξαγωγούς, Ἑβραίους ἤ ὄχι, νά συντελέσωσι εἰς τήν ἐκφόρτωσιν». Ὁ καπετάν Ἡρακλῆς «δέν ἠθέλησεν οὔτε νά ἐνεργήση τι, οὔτε εἰς τό προξενεῖον νά προφύγη». Ἐπειγόταν νά φύγει γιά νά μεταβεῖ στήν πατρίδα του καί νά διαθέσει τό τερπνό ἐμπόρευμά του στούς κατοίκους της. Ἦταν μιά δύσκολη χρονιά γιά τήν Σκιάθο. «Τί Χριστούγεννα ἔμελλαν νά κάμουν, τό ἔτος ἐκεῖνο, εἰς τό παλαιόν βραχοκτισμένον Κάστρον, κατέναντι τοῦ ἀγρίως μαινομένου πελάγους, εἰς τά κράτη τοῦ Βορρᾶ; Δυστυχισμένη χρονιά ἐκείνη. Δύο χιλιάδες γίδια καί πρόβατα εἶχαν ψοφήσει ἀπό τά ὀλίγα κοπάδια τῆς μικρᾶς νήσου, μέσα εἰς τά χειμαδιά τῶν ποιμένων καί βοσκῶν ἀπό τό τρομερόν ψῦχος, ἀπό τά χιόνια τά πρώιμα». Τρεῖς γραφικοί τύποι τοῦ Κάστρου, ὁ Νικολός τό Πίτς καί ὁ φίλος του ὁ Ἀντώνης τῆς Γαλοντζίτσας καί ὁ Γιαννιός τῆς Στέργαινας ἔμελλε νά κάνουν Χριστούγεννα «μέ τόν οὐρανίσκον στεγνόν». Ἀλλά τό πλοῖο τοῦ καπετάν Ἡρακλῆ ἔφθασε στό νησί σάν ἀπό μηχανῆς θεός. Κατά τόν πλοῦν συνάντησε καί δύο πλοῖα «βαρυφορτωμένα ἀπό ἀρνιά καί ἐρίφια» καί ὁ καπετάνιος ἀγόρασε εἴκοσι ἀπό αὐτά. Μέ ὅλα τοῦτα τά ἀγαθά ἔφθασε στήν πατρίδα του, διέθεσε τό ἐμπόρευμά του σέ καλή τιμή καί ἀπόλαυσε τή θαλπωρή τῆς οἰκίας του. Τό διήγημα τελειώνει μέ ἕναν εὐφρόσυνο τρόπο:
«Κι ἔτσι ἔκαμαν καλά Χριστούγεννα, καί ὁ πλοίαρχος εἰς τήν ἑστίαν, κι ὁ Νικόλας τό Πίτς, κι ὁ Ἀντώνιος τῆς Γαλοντζίτσας, κι ὁ Γιαννιός τῆς Στέργαινας, καί ὅλοι οἱ κάτοικοι τῶν βορεινῶν θαλασσοδαρμένων χωριῶν».
Ἔτσι, ἀγαπητοί ἀναγνῶστες, νά περάσετε εὐλογημένα Χριστούγεννα κι ἐσεῖς καί ὁ Χριστός νά δώσει ἡ νέα χρονιά νά εἶναι... μή χειρότερη ἀπό τήν παρερχόμενη. Ἔς νέωτα!
Εστία, 22/12/17
ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΚΑΡΓΑΚΟΣ