Το σοβαρότερο εξ όλων των προβλημάτων -διότι περί αυτό συνυφαίνονται όλα τ’ άλλα- είναι το οικονομικό. Η σοβαρότητά του έγκειται στο γεγονός ότι το κράτος, ως οικονομική λειτουργία, υστερεί σαφώς έναντι της ατομικής. Υπολειτουργεί οικονομικά, ενώ διογκώνεται ως μέγεθος με τις κάθε λογής ψευδεπίγραφες κρατικοποιήσεις, κοινωνικοποιήσεις, δημοσιοποιήσεις και τις αλλοπρόσαλλες λεκτικές και οικονομικές παραποιήσεις. Είναι σε όλους γνωστό ότι το κράτος -και ιδιαίτερα το νεοελληνικό- είναι κακός επιχειρηματίας, όπως ακριβώς και ο Έλληνας εργαζόμενος, ως υπάλληλος κρατικής υπηρεσίας, είναι κάκιστος υπάλληλος, άρα παθητικό παραγωγικό στέλεχος. Συχνά μέσα στην απρόσωπη κρατική λειτουργία αποβάλλει και την ανθρώπινη ευαισθησία του, γραναζοποιείται, χάνει τον ευγενισμό, τον πρωτοβουλιακό του δυναμισμό, την πρωτοτυπία και την αυτενέργειά του. Η επαγγελματική του νοοτροπία καθορίζεται βάσει της κλασικής τουρκικής τακτικής τού «γιαβάς, γιαβάς». Κι όποιος υπάλληλος ή κρατικός εργάτης θέλει να δείξει προθυμία ή ευσυνειδησία χλευάζεται ή απομονώνεται ως παρείσακτος ή επικίνδυνος. Είναι σ᾿ όλους γνωστό το λεγόμενο «χαλάει την πιάτσα».Η εξήγηση του φαινομένου είναι απλή: το νεοελληνικό κράτος είναι παρέκταση του οθωμανικού, από το οποίο κληρονόμησε την παθητικότητα, την πλαδαρότητα, τη ροπή προς το δεκασμό και τον αυταρχικό ξιπασμό, την υπεροπτική σαλακωνεία**, σαν τύχει κι ανεβούμε στα σκαλιά της ιεραρχίας. Όλα αυτά έκαναν τον ελληνικό λαό ν᾿ αντιμετωπίζει το κράτος με δυσπιστία ή ως ευκαιρία για κάποιο ατομικό βόλεμα («ρουσφέτι») ή ως συνεργό σε πράξεις απάτης («ρεμούλα», «σπέκουλα», «λοβιτούρα»). Μπορεί συχνά να το βλέπει με φόβο αλλά πάντως όχι με σεβασμό. Το κράτος μας δεν είναι αξιοσέβαστο, αφού πρώτα το ίδιο δε σέβεται τον εαυτό του και σ᾽ όλες τις συμπεριφορές του είναι αφερέγγυο.
«Ἐγγύα παρά δ᾽ ἄττα» ( = εγγυήθηκες, χάθηκες) έλεγε μια σοφή αρχαία παροιμία, που μεταφερόμενη στα καθ’ ημάς μπορεί να λειτουργήσει υπό την εξής έννοια: εγγυάται το κράτος; χαθήκαμε. Και ασφαλώς χανόμαστε, όταν εμπιστευόμαστε την υγεία μας, την παιδεία μας, την ηθική υπόστασή μας στις κρατικές λειτουργίες. Χανόμαστε βέβαια κι όταν εμπιστευόμαστε το οικονομικό μας μέλλον στην οικονομολογική σοφία του κράτους, που πέρα από μια αλχημεία αριθμών, σχετικά με τις τιμαριθμικές αυξήσεις των οσπρίων, ουδέν έτερον έχει να επιδείξει. Οι «τουλαμπατζήδες»*** της κρατικής οικονομίας κατόρθωσαν να στερέψουν και τα πηγάδια, που έβγαζαν μέχρι πρόσφατα άφθονο νερό και υπερχρέωσαν οργανισμούς, που υπό άλλες συνθήκες δεν θα ήταν απλώς παραγωγικοί αλλά θα πρωτοπορούσαν και σε τομείς στους οποίους θα χρειαστεί να στηριχτεί μελλοντικά η χώρα, όπως η πληροφορική και η τηλεματική. Είναι χαρακτηριστικό πως στον ΟΣΕ τα εκδοτήρια εισιτηρίων είναι ίδια μ᾿ αυτά που χρησιμοποιούνταν στην πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους περίοδο. Είναι σωστό πως ο ιστορισμός κάνει καλό στην εθνική συνείδηση αλλ᾽ όχι και στη σύγχρονη διακίνηση.
Κι εφόσον το κράτος χρεοκόπησε παντού ως επιχειρηματίας (Ολυμπιακή, ΟΣΕ, ΔΕΗ, ΟΤΕ κλπ.), με αποτέλεσμα να υπερεπιβαρύνει τον ελληνικό λαό, που έχει την ατυχία να είναι χρήστης των μέσων αυτών, πληρώνοντας συχνά λογαριασμούς τηλεφώνου, ηλεκτρικού και ύδατος, που συχνά εγγίζουν τα όρια του κακουργήματος (υπερτιμολόγηση 1000%, εμφανίζεται πρόσφατα ως τιμωρός των δήθεν λεγομένων φοροφυγάδων (ωσάν αυτοί να μην πληρώνουν νερό, φως, τηλέφωνο), ως νέος Ρομπέν των Δασών, που με το τόξο του θα κτυπήσει το «κύκλωμα της παραοικονομίας», που λυμαίνεται την αγορά και όλοι δεχόμαστε την αντίληψη αυτή παθητικά, παραβλέποντας πως ο πρώτος που κάνει παραοικονομία ή υποοικονομία είναι το κράτος, που αποζεί από τις οικονομίες των ιδιωτών ή υποθηκεύοντας σε ξένους οικονομικούς οργανισμούς το οικονομικό μας μέλλον.
________________________
* Ρεσπέρης: (από το τουρκ.rençper) = γεωργός.
** Σαλακωνεία: μεγαλαυχία, ξιπασιά/Σαλάκων = ξιπασμένος.
*** Τουλαμπατζής: (λέξη τουρκική): χειριστής αντλίας