Σήμερα, ἀνεξαρτήτως κορωνοϊοῦ, ἀπό ὄρθρου βαθέος καί πάλιν, σέ ὅλες τίς ἑλληνορθόδοξες ἐκκλησίες, ἀπό τήν κλειστή λόγω νεοϊσλαμικοῦ φανατισμοῦ Ἁγιά Σοφιά τῆς Πόλης, μέχρι τό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς νήσου Ρῶ, τό αἰώνια ὑπάρχον καί αἰώνια λειτουργοῦν, καί ὅπου τῆς Ἑλληνικῆς γῆς, ἁπανταχοῦ λοιπόν τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ καί ἑλληνορθόδοξου κόσμου, θά ἀκουσθεῖ ὁ κατανυκτικός στίχος τοῦ Ῥωμανοῦ, ὡς ἀπολυτίκιον:
Ἡ Γέννησίς σου, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ, τό φῶς τό τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γάρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες, ὑπό ἀστέρος ἐδιδάσκοντο. Σέ προσκυνεῖν, τόν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, καί σέ γινώσκειν ἐξ ὕψους ἀνατολήν, Κύριε δόξα σοι.
Καί τό κοντάκιον:
Ἡ Παρθένος σήμερον, τόν ὑπερούσιον τίκτει, καί ἡ γῆ τό Σπήλαιον, τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι μετά Ποιμένων δοξολογοῦσι· Μάγοι δέ, μετά ἀστέρος ὁδοιποροῦσι· δι᾽ ἡμᾶς γάρ ἐγεννήθη, Παιδίον νέον, ὁ πρό αἰώνων Θεός.
Καί στό μέσον τῆς Θείας Λειτουργίας τῶν Χριστουγέννων, ὁ ἱστορικότερος τῶν Εὐαγγελιστῶν Λουκᾶς, ἀπό τήν ἱερατική-ἑλληνιστική γῆ τῆς Συρίας καί αὐτός, γιατρός τό «ἐπάγγελμα», μᾶς περιγράφει μέ ρεπορταζιακή ἀκρίβεια τό ὑπερκόσμιο γεγονός τῆς γέννησης τοῦ Σωτῆρος. Οἱ πιστοί μυοῦνται ἀπό τήν ξενάγηση τοῦ Λουκᾶ. Ἡ ἀπογραφή στούς δημόσιους φορολογικούς καταλόγους ὅλων τῶν κατοίκων τοῦ Ρωμαιοκυριαρχούμενου κόσμου, ὅπως ὅριζε τό διάταγμα τοῦ Καίσαρα-Αὐγούστου. Στήν πόλη τῆς καταγωγῆς ἑνός ἑκάστου. Ὁ Ἰωσήφ μέ τήν Μαρία, πού ἦταν ἔγκυος (στίς μέρες της), μεταβαίνει ἀπό τή Ναζαρέτ τῆς Γαλιλαίας στήν Ἰουδαία, στήν πόλη τοῦ Δαυίδ, Βηθλεέμ. Δέν ἔβρισκαν κατάλυμα στήν πόλη λόγω τῆς κοσμοσυρροῆς γιά τήν ἀπογραφή. Κάποιος τούς ὑπέδειξε ἐκεῖ κοντά ἕναν στάβλο γιά νά περάσουν τή νύκτα. Ἐκεῖ, στόν στάβλο γέννησε ἡ Μαρία τόν πρῶτον καί μονογενῆ υἱόν της. Τόν τύλιξε μέ σπάργανα καί τόν ἔβαλε στή φάτνη τῶν ἀλόγων.
Κάποιοι ποιμένες πού φύλαγαν τά ποίμνιά τους βρίσκονταν ἐκεῖ στούς γύρω λόφους. Καί τότε Ἄγγελος Κυρίου παρουσιάσθηκε ξαφνικά μπροστά τους καί φῶς λαμπρόν καί ἐξαστράπτον, θεῖον καί ὑπερφυσικόν τούς τύλιξε. Καί φοβήθηκαν πολύ γιατί ἐκεῖνος πού τούς παρουσιάσθηκε δέν ἦταν ἄνθρωπος ἀλλά οὐράνια ὕπαρξη, ὑπερφυσική. Καί τούς εἶπε: Μή φοβεῖσθε. Χαρεῖτε, σᾶς φέρνω χαρμόσυνη εἴδηση. Ὅτι γεννήθηκε ἀπόψε ὁ Σωτήρ σας, πού θά εἶναι ἄνθρωπος ὅμοιος μέ σᾶς, ἀλλά εἶναι Θεός καί Κύριός σας. Γεννήθηκε στήν πόλη τοῦ Δαυίδ, διότι οἱ ἐξαγγελίες λέγουν ὅτι ἀπό τό γένος Δαυίδ θά προέλθει ὁ Χριστός. Πηγαίνετε στόν στάβλο τῶν ἀλόγων καί θά ἀναγνωρίσετε τόν γεννηθέντα Σωτῆρα. Θά βρεῖτε ἐκεῖ ἕνα βρέφος σέ ἁπλά σπάργανα τυλιγμένο καί τοποθετημένο ὄχι σέ κούνια βασιλική ἤ πολυτελῆ, ἀλλά μέσα σέ μιά φάτνη. Ἄλλο τέτοιο βρέφος δέν γεννήθηκε ἀπόψε ἔτσι, οὔτε στή Βηθλεέμ οὔτε στά περίχωρά της. Οὔτε στόν κόσμον ὅλο.
Ξαφνικά γύρω ἀπό τόν Ἄγγελο συνενώθηκε πλῆθος οὐράνιας στρατιᾶς Ἀγγέλων πού δόξαζαν τόν Θεό, λέγοντας:
«Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία.».
Πῆγαν οἱ ποιμένες. Εἶδαν καί θαύμασαν τόν ἐν σπαργάνοις Χριστό. Εἶδαν τό φῶς καί προσκύνησαν τό θεῖο βρέφος. Ὕστερα ἦρθαν οἱ «μάγοι» ὡς ἐκφραστές τῆς παμπάλαιας σοφίας τῆς Ἀνατολῆς, ἀκολουθώντας τό Ἄστρο τοῦ οὐρανοῦ. Οἱ κομίζοντες τά δῶρα: χρυσόν, σμύρνα καί λιβάνι. Τά σύμβολα τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, δόξας καί λατρείας. Καί προσκύνησαν καί αὐτοί. Ἀκολούθησε ἡ σφαγή τοῦ πανικόβλητου Ἡρώδη. Νά φοβεῖσθε καί νά μήν ἀνέχεσθε, δηλαδή, καί νά ἔχετε τό νοῦ σας πρό μιᾶς πανικόβλητης καί «πανίσχυρης» ἐξουσίας ὅλων τῶν ἐποχῶν. Πού σφάζει τά μωρά καί τούς ἀθώους, ξαφνικά καί αὐθαίρετα. Ἀπό τόν δόλιο φόβο μή χάσει ὁ ἐξουσιομανής ἡγεμών τά προνόμιά του.
Αὐτό εἶναι τό ἱστορικό τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπως μᾶς τό ἱστοροῦν οἱ ἅγιοι εὐαγγελιστές.
Τό μέγα σῆμα τῆς ἡμέρας εἶναι ἡ Φάτνη τῶν ἀλόγων. Ὁ ἄστεγος «βασιλιάς» τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς γεννᾶται. Ὄχι σέ κούνια πολυτελῆ, βασιλική. Τόν προσκυνοῦν οἱ ποιμένες. Τόν δοξάζουν οἱ ἄγγελοι. Εἶναι ἡ γιορτή τῶν φτωχῶν καί τῶν ποιμένων. Ἔτσι ἐννοούσαμε καί γιορτάζαμε τήν ἡμέρα ἐμεῖς οἱ πρωτοχριστιανοί. Γιά χίλια χρόνια. Συνειδητοποιημένοι καί ταυτισμένοι μέ τό γεγονός. Δέν εἴχαμε «ρεβεγιόν». Ἄλλωστε, ἅμα τό καλοεξετάσει κανείς θά δεῖ ὅτι καί ἡ γαλλική λέξη ἔχει γλωσσική καί νοηματική ἀντιστοιχία ἀρχικά, καί πρίν γίνει συνώνυμο τῆς κραιπάλης πού λατρεύουν καί ἔχουν ὡς sina qua non οἱ παρηκμασμένοι καί νεόπλουτοι τοῦ σήμερα, μέ τίς δύο ὑπέροχες καί κατανυκτικές πανορθόδοξες ἔννοιες: ἀγρυπνία καί ὁλονυχτία. Ἤμασταν ἁπλά πιστοί. Καί καθαροί.
Τή νύχτα τοῦ θαύματος τῆς γέννησης φθάναμε στήν κορύφωση τῆς αὐτοκάθαρσης, μολονότι καθαροί καί ἀμόλυντοι στόν βίο μας, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τοῦ βουνοῦ καί τοῦ λόγγου, στόν Μοριᾶ καί σ’ ὅλη τήν Ἑλλάδα, ζώντας σέ φιλελεύθερες καί ἀλληλέγγυες κοινότητες ὁμόθρησκων καί ὁμοεθνῶν βιοπαλαιστῶν. Μέ τή νηστεία καί προσευχή ἤμασταν προετοιμασμένοι γιά τόν ὄρθρο τῆς ἑπομένης ἡμέρας.
Ἡ μάνα μας εἶχε φτιάξει τό Χριστόψωμο καί ἁδρές γλυπτοζυμοπαραστάσεις τῆς φάτνης, τοῦ Χριστούλη, τῆς Παναγίτσας, τοῦ Ἰωσήφ μέ τήν ψηλή ποιμενική του ράβδο, στήν ἀλειμμένη μέ βούτυρο λόγω τῆς ἑορτῆς, ἐπιφάνειά του, ὅπου ἦσαν ἐμφυτευμένα περιφερειακά καί γύρωθεν, καρύδια σκεπασμένα μέ ζύμη –καί ἐμεῖς τά παιδιά χαιρόμασταν μέ αὐτό τό «naive» γλυπτό στήν ἐπιφάνεια τοῦ Χριστόψωμου. Μάλιστα ἡ μάνα εἶχε φτιάξει σέ μᾶς τά παιδιά της καί «ἀτομικά» μικρά Χριστόψωμα. Ὁ Χριστουγεννιάτικος κόκκορης εἶχε ἀποβραδύς «θυσιασθεῖ» καί ἦταν ἕτοιμος γιά τό Χριστουγεννιάτικο τραπέζι μετά τή Θεία Λειτουργία τῆς ἑπομένης, ὅπου θά εἴχαμε ἐκκλησιασθεῖ φορώντας τά καινούργια κόκκινα παπούτσια μας (ὄχι σινιέ), πού μᾶς εἶχε πάρει ὁ μπαμπάς καί τά πεντακάθαρα καί καλοσιδερωμένα, ἄν ὄχι καινούργια, ροῦχα μας. Εἴχαμε μεταλάβει καί νοιώσει τόν ἐξαγνισμό καί τή μέθεξη μέ τόν ἴδιο τόν Χριστό μας. Μέ αὐτά τά λίγα, τά ἐλάχιστα, πού ἦσαν τόσο πολλά καί τό ἅπαν ὅλο, ἐμεῖς γιορτάζαμε τήν Γέννηση τοῦ δικοῦ μας Χριστούλη!
Ὑστερόγραφο: Ἔγραψα σήμερα αὐτές τίς σκέψεις σάν ἕνα ἐκλαϊκευμένο «μάθημα» πρός ἀρχάριους ἤ κατηχούμενους Χριστιανούς. Γιατί τήν ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας κανείς δέν τήν ὁμιλεῖ πλέον. Καί φυσικά γιατί δέν θεωρῶ πώς τά διδάγματά της πρέπει νά μένουν κλειστό καί ἀποκλειστικό θέμα τοῦ ἱεροῦ κλήρου. Γιατί ἁπλά εἶναι κοινόν καί λαϊκόν κτῆμα. Καί γιατί δέν ἀνέχομαι τό γεγονός ὅτι μόνον ἡ διαφήμιση τῆς Coca Cola (τοῦ 1931) τοῦ χοντροῦ καί ροδαλοῦ γέροντα, μέ ἄσπρα γένια καί μαλλιά, πού φοράει κάτι κόκκινα ροῦχα, ἕναν σκοῦφο καί μπότες καί πού τόν λένε Santa Claus, ὁ ὁποῖος ἔρχεται ἀπό τόν Βορρᾶ πάνω σέ ταρανδοϊπτάμενο ἕλκηθρο καί μπαίνει ἀπό τίς καμινάδες καί ἀλληλογραφεῖ μέ τά παιδιά καί ἄλλα τέτοια καταναλωτικά παραμύθια, νά κυριαρχεῖ καί νά μᾶς πνίγει μέ «δῶρα». Δέν μοῦ λείπει. Αὐτά πού εἶπα νοσταλγῶ, καί αὐτά μοῦ γεμίζουν αἰώνια τήν ψυχή.
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΝΑ ΜΑΣ ΕΥΛΟΓΕΙ.
https://www.estianews.gr/kentriko-thema/mathima-christoygennon-di-archarioys/