Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο:
Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ
φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ
τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν
τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα
λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου,
ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη,
ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν
μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις
πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει
ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί,
πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ
θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα
σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου,
τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα,
μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις
οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη
μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα
καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Τοῦτο τὸ σπίτι στοίχειωσε, μὲ διώχνει –
θέλω νὰ πῶ ἔχει παλιώσει πολύ, τὰ καρφιὰ ξεκολλᾶνε,
τὰ κάδρα ρίχνονται σὰ νὰ βουτᾶνε στὸ κενό,
οἱ σουβάδες πέφτουν ἀθόρυβα
ὅπως πέφτει τὸ καπέλλο τοῦ πεθαμένου
ἀπ' τὴν κρεμάστρα στὸ σκοτεινὸ διάδρομο
ὅπως πέφτει τὸ μάλλινο τριμμένο γάντι τῆς σιωπῆς ἀπ' τὰ γόνατά της
ἢ ὅπως πέφτει μιὰ λουρίδα φεγγάρι στὴν παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.
Κάποτε ὑπῆρξε νέα κι αὐτή – ὄχι ἡ φωτογραφία ποὺ κοιτᾶς μὲ τόση δυσπιστία
λέω γιὰ τὴν πολυθρόνα, πολὺ ἀναπαυτική,
μποροῦσες ὦρες ὁλόκληρες νὰ κάθεσαι
καὶ μὲ κλεισμένα μάτια νὰ ὀνειρεύεσαι ὅ,τι τύχει
– μιὰν ἀμμουδιὰ στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη ἀπὸ φεγγάρι,
πιὸ στιλβωμένη ἀπ' τὰ παλιὰ λουστρίνια μου ποὺ κάθε μήνα τὰ δίνω στὸ στιλβωτήριο
- τῆς γωνίας,
ἢ ἕνα πανὶ ψαρόβαρκας ποὺ χάνεται στὸ βάθος
λικνισμένο ἀπ' τὴν ἴδια του ἀνάσα,
τριγωνικὸ πανὶ σὰ μαντίλι διπλωμένο λοξὰ μόνο στὰ δυὸ
σὰ νὰ μὴν εἶχε τίποτα νὰ κλείσει ἢ νὰ κρατήσει
ἢ ν' ἀνεμίσει διάπλατο σὲ ἀποχαιρετισμό. Πάντα μου
εἶχα μανία μὲ τὰ μαντίλια,
ὄχι γιὰ νὰ κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιῶν ἢ χαμομήλι μαζεμένο στοὺς ἀγροὺς μὲ τὸ λιόγερμα
ἢ νὰ τὸ δέσω τέσσερις κόμπους σὰν τὸ ἀντικρυνὸ γιαπὶ
ἢ νὰ σκουπίζω τὰ μάτια μου – διατήρησα καλὴ τὴν ὅρασή μου,
ποτέ μου δὲν φόρεσα γυαλιά. Μιὰ ἁπλὴ ἰδιοτροπία τὰ μαντίλια ...
Τώρα τὰ διπλώνω στὰ τέσσερα, στὰ ὀχτώ, στὰ δεκάξι
ν' ἀπασχολῶ τὰ δάχτυλά μου. Καὶ τώρα θυμήθηκα
πὼς ἔτσι μετροῦσα τὴ μουσικὴ σὰν πήγαινα στὸ Ὠδεῖο
μὲ μπλὲ ποδιὰ κι ἄσπρο γιακά, μὲ δυὸ ξανθὲς πλεξοῦδες
– 8, 16, 32, 64, –
κρατημένη ἀπ' τὸ χέρι μιᾶς μικρῆς φίλης μου ροδακινιᾶς
ὅλο φῶς καὶ ρὸζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αὐτὰ τὰ λόγια κακὴ συνήθεια) – 32, 64, –
κι οἱ δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ἐλπίδες στὸ μουσικό μου τάλαντο.
Λοιπόν, σοῦ 'λεγα γιὰ τὴν πολυθρόνα –
ξεκοιλιασμένη – φαίνονται οἱ σκουριασμένες σοῦστες, τὰ ἄχερα –
ἔλεγα νὰ τὴν πάω δίπλα στὸ ἐπιπλοποιεῖο,
μὰ ποῦ καιρὸς καὶ λεφτὰ καὶ διάθεση – τί νὰ πρωτοδιορθώσεις; –
ἔλεγα νὰ ρίξω ἕνα σεντόνι πάνω της – φοβήθηκα
τ' ἄσπρο σεντόνι σὲ τέτοιο φεγγαρόφωτο. Ἐδῶ κάθισαν
ἄνθρωποι ποὺ ὀνειρεύτηκαν μεγάλα ὄνειρα,
ὅπως κι ἐσὺ κι ὅπως κι ἐγὼ ἄλλωστε,
καὶ τώρα ξεκουράζονται κάτω ἀπ' τὸ χῶμα
δίχως νὰ ἐνοχλοῦνται ἀπ' τὴ βροχὴ ἢ τὸ φεγγάρι.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...
Θὰ σταθοῦμε λιγάκι στὴν κορφὴ τῆς μαρμάρινης σκάλας τοῦ Ἁι-Νικόλα,
ὕστερα ἐσὺ θὰ κατηφορίσεις κι ἐγὼ θὰ γυρίσω πίσω
ἔχοντας στ' ἀριστερὸ πλευρό μου τὴ ζέστα
ἀπ' τὸ τυχαῖο ἄγγιγμα τοῦ σακακιοῦ σου
κι ἀκόμη μερικὰ τετράγωνα φῶτα ἀπὸ μικρὰ συνοικιακὰ παράθυρα
κι αὐτὴ τὴν πάλλευκη ἄχνα ἀπ' τὸ φεγγάρι
πού 'ναι σὰ μιὰ μεγάλη συνοδεία ἀσημένιων κύκνων –
καὶ δὲ φοβᾶμαι αὐτὴ τὴν ἔκφραση, γιατί ἐγὼ
πολλὲς ἀνοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα ἄλλοτε μὲ τὸ Θεὸ ποὺ μοῦ ἐμφανίστηκε
ντυμένος τὴν ἀχλὺ καὶ τὴν δόξα ἑνὸς τέτοιου σεληνόφωτος,
καὶ πολλοὺς νέους, πιὸ ὡραίους κι ἀπὸ σένα ἀκόμη, τοῦ ἐθυσίασα,
ἔτσι λευκὴ κι ἀπρόσιτη ν' ἀτμίζομαι μὲς στὴ λευκή μου φλόγα,
στὴ λευκότητα τοῦ σεληνόφωτος,
πυρπολημένη ἀπ' τ' ἀδηφάγα μάτια τῶν ἀντρῶν
κι ἀπ' τὴ δισταχτικὴν ἔκσταση τῶν ἐφήβων,
πολιορκημένη ἀπὸ ἐξαίσια, ἡλιοκαμένα σώματα,
ἄλκιμα μέλη γυμνασμένα στὸ κολύμπι, στὸ κουπί, στὸ στίβο,
στὸ ποδόσφαιρο (ποὺ ἔκανα πὼς δὲν τά 'βλεπα)
μέτωπα, χείλη καὶ λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα καὶ μάτια,
στέρνα καὶ μπράτσα καὶ μηροί (κι ἀλήθεια δὲν τά 'βλεπα)
– ξέρεις, καμμιὰ φορά, θαυμάζοντας, ξεχνᾶς ὅ,τι θαυμάζεις,
σοῦ φτάνει ὁ θαυμασμός σου –
θέ μου, τί μάτια πάναστρα, κι ἀνυψωνόμουν
σὲ μιὰν ἀποθέωση ἀρνημένων ἄστρων
γιατί, ἔτσι πολιορκημένη ἀπ' ἔξω κι ἀπὸ μέσα,
ἄλλος δρόμος δέ μοῦ 'μενε παρὰ μονάχα πρὸς τὰ πάνω ἢ πρὸς τὰ κάτω.
Ὄχι, δὲ φτάνει.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...
Τὸ ξέρω ἡ ὥρα εἶναι πιὰ περασμένη. Ἄφησε μέ,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες καὶ νύχτες καὶ πορφυρὰ μεσημέρια,ἔμεινα μόνη,
ἀνένδοτη, μόνη καὶ πάναγνη,
ἀκόμη στὴ συζυγική μου κλίνη πάναγνη καὶ μόνη,
γράφοντας ἔνδοξους στίχους στὰ γόνατα τοῦ Θεοῦ,
στίχους πού, σὲ διαβεβαιῶ, θὰ μένουνε σὰ λαξευμένοι σὲ ἄμεμπτο μάρμαρο
πέρα ἀπ' τὴ ζωή μου καὶ τὴ ζωή σου, πέρα πολύ. Δὲ φτάνει.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου.
Τοῦτο τὸ σπίτι δὲ μὲ σηκώνει πιά.
Δὲν ἀντέχω νὰ τὸ σηκώνω στὴ ράχη μου.
Πρέπει πάντα νὰ προσέχεις, νὰ προσέχεις,
νὰ στεριώνεις τὸν τοῖχο μὲ τὸ μεγάλο μπουφὲ
νὰ στεριώνεις τὸν μπουφὲ μὲ τὸ πανάρχαιο σκαλιστὸ τραπέζι
νὰ στεριώνεις τὸ τραπέζι μὲ τὶς καρέκλες
νὰ στεριώνεις τὶς καρέκλες μὲ τὰ χέρια σου
νὰ βάζεις τὸν ὦμο σου κάτω ἀπ' τὸ δοκάρι ποὺ κρέμασε.
Καὶ τὸ πιάνο, σὰ μαῦρο φέρετρο κλεισμένο. Δὲ τολμᾶς νὰ τ' ἀνοίξεις.
Ὅλο νὰ προσέχεις, νὰ προσέχεις, μὴν πέσουν, μὴν πέσεις. Δὲν ἀντέχω.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...
Τοῦτο τὸ σπίτι, παρ' ὅλους τοὺς νεκρούς του, δὲν ἐννοεῖ νὰ πεθάνει.
Ἐπιμένει νὰ ζῇ μὲ τοὺς νεκρούς του
νὰ ζῇ ἀπ' τοὺς νεκρούς του
νὰ ζῇ ἀπ' τὴ βεβαιότητα τοῦ θανάτου του
καὶ νὰ νοικοκυρεύει ἀκόμη τοὺς νεκρούς του σ' ἑτοιμόρροπα κρεββάτια καὶ ράφια.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου.
Ἐδῶ, ὅσο σιγὰ κι ἂν περπατήσω μὲς στὴν ἄχνα τῆς βραδιᾶς,
εἴτε μὲ τὶς παντοῦφλες, εἴτε ξυπόλυτη,
κάτι θὰ τρίξει – ἕνα τζάμι ραγίζει ἢ κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ἀκούγονται – δὲν εἶναι δικά μου.
Ἔξω, στὸ δρόμο μπορεῖ νὰ μὴν ἀκούγονται τοῦτα τὰ βήματα –
ἡ μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα –
κι ἂν κάνεις νὰ κοιτάξεις σ' αὐτὸν ἢ τὸν ἄλλον καθρέφτη,
πίσω ἀπ' τὴν σκόνη καὶ τὶς ραγισματιές,
διακρίνεις πιὸ θαμπὸ καὶ πιὸ τεμαχισμένο τὸ πρόσωπό σου,
τὸ πρόσωπό σου ποὺ ἄλλο δὲ ζήτησες στὴ ζωὴ
παρὰ νὰ τὸ κρατήσεις καθάριο κι ἀδιαίρετο.
Τὰ χείλη τοῦ ποτηριοῦ γυαλίζουν στὸ φεγγαρόφωτο
σὰν κυκλικὸ ξυράφι πῶς νὰ τὸ φέρω στὰ χείλη μου;
ὅσο κι ἂν διψῶ – πῶς νὰ τὸ φέρω; – Βλέπεις;
ἔχω ἀκόμη διάθεση γιὰ παρομοιώσεις – αὐτὸ μοῦ ἀπόμεινε,
αὐτὸ μὲ βεβαιώνει ἀκόμη πὼς δὲν λείπω.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...
Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση
πὼς ἔξω ἀπ' τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης
μὲ τὴ γριὰ βαρειά του ἀρκούδα
μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο
ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο
καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο
καὶ δὲν τ' ἁφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω
μ' ὅλο ποὺ πίσω ἀπ' τοὺς τοίχους
μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας
κι ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της,
μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί
ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια
δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της
νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους, τοὺς ἀπαιτητικούς,
καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα
ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της,
δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση,
τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων,
στοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της,
τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ
μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου ἔστω κι ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου
τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς
ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἂπ τὴ σκλαβιά της.
Μὰ ποιός μπορεῖ νὰ παίξει ὣς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι;
Κι ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται
ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της,
χαμογελῶντας μὲ τὰ σκισμένα χείλη της στὶς πενταροδεκάρες
ποὺ τῆς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα κι ἀνυποψίαστα παιδιὰ
(ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἰναι ἀνυποψίαστα)
καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατὶ οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε
τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...
Τοῦτο τὸ σπίτι μὲ πνίγει. Μάλιστα ἡ κουζίνα
εἶναι σὰν τὸ βυθὸ τῆς θάλασσας. Τὰ μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σὰ στρογγυλά, μεγάλα μάτια ἀπίθανων ψαριῶν,
τὰ πιάτα σαλεύουν ἀργὰ σὰν τὶς μέδουσες,
φύκια κι ὄστρακα πιάνονται στὰ μαλλιά μου
δὲν μπορῶ νὰ τὰ ξεκολλήσω ὕστερα,
δὲν μπορῶ ν' ἀνέβω πάλι στὴν ἐπιφάνεια –
ὁ δίσκος μοῦ πέφτει ἀπ' τὰ χέρια ἄηχος – σωριάζομαι
καὶ βλέπω τὶς φυσαλίδες ἀπ' τὴν ἀνάσα μου ν' ἀνεβαίνουν, ν' ἀνεβαίνουν
καὶ προσπαθῶ νὰ διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες
κι ἀναρωτιέμαι τί θὰ λέει ἂν κάποιος βρίσκεται ἀπὸ πάνω καὶ βλέπει αὐτὲς τὶς φυσαλίδες,
τάχα πὼς πνίγεται κάποιος ἢ πὼς ἕνας δύτης ἀνιχνεύει τοὺς βυθούς;
Κι ἀλήθεια δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ ἀνακαλύπτω ἐκεῖ,
στὸ βάθος τοῦ πνιγμοῦ,
κοράλλια καὶ μαργαριτάρια καὶ θυσαυροὺς ναυαγισμένων πλοίων,
ἀπρόοπτες συναντήσεις, καὶ χτεσινὰ καὶ σημερινὰ μελλούμενα,
μιὰν ἐπαλήθευση σχεδὸν αἰωνιότητας,
κάποιο ξανάσαμα, κάποιο χαμόγελο ἀθανασίας, ὅπως λένε,
μιὰν εὐτυχία, μιὰ μέθη, κι ἐνθουσιασμὸν ἀκόμη,
κοράλλια καὶ μαργαριτάρια καὶ ζαφείρια,
μονάχα ποὺ δὲν ξέρω νὰ τὰ δώσω – ὄχι, τὰ δίνω,
μονάχα ποὺ δὲν ξέρω ἂν μποροῦν νὰ τὰ πάρουν – πάντως ἐγὼ τὰ δίνω.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...
Μιὰ στιγμή, νὰ πάρω τὴ ζακέτα μου.
Τοῦτο τὸν ἄστατο καιρό, ὅσο νά 'ναι, πρέπει νὰ φυλαγόμαστε.
Ἔχει ὑγρασία τὰ βράδυα, καὶ τὸ φεγγάρι
δέ σοῦ φαίνεται, ἀλήθεια, πῶς ἐπιτείνει τὴν ψύχρα;
Ἄσε νὰ σοῦ κουμπώσω τὸ πουκάμισο τί δυνατὸ τὸ στῆθος σου,
– τί δυνατὸ φεγγάρι – ἡ πολυθρόνα, λέω
κι ὅταν σηκώνω τὸ φλιτζάνι ἀπ' τὸ τραπέζι
μένει ἀπὸ κάτω μιὰ τρύπα σιωπή, βάζω ἀμέσως τὴν παλάμη μου ἐπάνω
νὰ μὴν κοιτάξω μέσα – ἀφήνω πάλι τὸ φλιτζάνι στὴ θέση του,
καὶ τὸ φεγγάρι μιὰ τρύπα στὸ κρανίο τοῦ κόσμο μὴν κοιτάξεις μέσα,
ἔχει μιὰ δύναμη μαγνητικὴ ποὺ σὲ τραβάει μὴν κοιτάξεις, μὴν κοιτάχτε,
ἀκοῦστε μὲ πού σᾶς μιλάω θὰ πέσετε μέσα. Τοῦτος ὁ ἴλιγγος
ὡραῖος, ἀνάλαφρος θὰ πέσεις –
ἕνα μαρμάρινο πηγάδι τὸ φεγγάρι,
ἴσκιοι σαλεύουν καὶ βουβὰ φτερά, μυστηριακὲς φωνὲς δὲν τὶς ἀκοῦτε;
Βαθύ-βαθὺ τὸ πέσιμο,
βαθύ-βαθὺ τὸ ἀνέβασμα,
τὸ ἀέρινο ἄγαλμα κρουστὸ μὲς στ' ἀνοιχτὰ φτερά του,
βαθειά-βαθειὰ ἡ ἀμείλικτη εὐεργεσία τῆς σιωπῆς –
τρέμουσες φωταψίες τῆς ἄλλης ὄχθης,
ὅπως ταλαντεύεσαι μὲς στὸ ἴδιο σου τὸ κῦμα,
ἀνάσα ὠκεανοῦ. Ὡραῖος, ἀνάλαφρος
ὁ ἴλιγγος τοῦτος – πρόσεξε, θὰ πέσεις. Μὴν κοιτᾶς ἐμένα,
ἐμένα ἡ θέση μου εἶναι τὸ ταλάντευμα ὁ ἐξαίσιος ἴλιγγος.
Ἔτσι κάθε ἀπόβραδο
ἔχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες...
Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμμιὰν ἀσπιρίνη,
ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου
ν' ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο
ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ,
ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καὶ πάντα ἀφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ ἑτοιμάζω δυὸ ποιός νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον; –
ἀστεῖο ἀλήθεια, τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει
ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας
ἀπ' τὸ παράθυρο τὸν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου
σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει
μὲ τὰ μαντίλια μου, τὰ στραβοπατημένα μου παπούτσια,
τὴ μαύρη τσάντα μου, τὰ ποιήματά μου,
χωρὶς καθόλου βαλίτσες τί νὰ τὶς κάνεις;
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...
Ἄ, φεύγεις; Καληνύχτα. Ὄχι, δὲ θὰ ἔρθω. Καληνύχτα.
Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί, ἐπιτέλους, πρέπει
νὰ βγῶ ἀπ' αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία – ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι
τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου,
τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της
τὴν πολιτεία πού μᾶς ἀντέχει στὴ ράχη της
μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας,
μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας –
ν' ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας,
νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου
μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.
(Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θὰ ἔκρυψε τὸ φεγγάρι. Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μιὰ πολὺ γνωστὴ μουσικὴ φράση. Καὶ τότε κατάλαβα πὼς ὅλη τούτη τὴ σκηνὴ τὴ συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ "Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος", μόνο τὸ πρῶτο μέρος. Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ' ἕνα εἰρωνικὸ κι ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ' ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἁι-Νικόλα, πρὶν κατέβει τὴ μαρμάρινη σκάλα, θὰ γελάσει – ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τὸ γέλιο του δὲ θ' ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ' τὸ φεγγάρι. Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νὰ εἶναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σὲ λίγο ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ: "Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς". Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του. Ὅσο γιὰ τὴ γυναῖκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἂπ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καὶ στὶς γωνίες τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μιὰν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωή, ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; Τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει...)