ν’ ακουμπούν το έδαφος.
Αγγίζω τον στύλο του λεωφορείου
και μπορώ να κρατηθώ με τα χέρια μου.
Μυρίζω τη νοστιμιά ενός λαχταριστού φαγητού
και γεύομαι την αλμύρα της θάλασσας
όπως ο αέρας ακουμπά μαλακά τα χείλη μου.
Μιλώ κι ακούω τη φωνή μου, τους ήχους του δρόμου
και βλέπω με τα μάτια μου τον ήλιο
καθώς μια αχτίδα με τυφλώνει.
Παρατηρώ που ανατριχιάζω απ’ το κρύο
ή απ’ το βάθος μιας λέξης,
με λέξεις μπορώ και ντύνομαι
και ζεσταίνομαι και πονώ.
Μαθαίνω πράγματα χωρίς να το επιδιώξω
κι αυτό είναι υπέροχο, γιατί μόνο τα αισθάνομαι.
Τη νύχτα ξαπλώνω και μ’ αυτήν ονειρεύομαι
το πρωί σαν ξυπνώ μπορώ να ζήσω ξανά.
Αποτυγχάνω και θλίβομαι,
το δάκρυ μου κυλάει στο μάγουλο.
Χαίρομαι για μια στιγμή και δεν σκέφτομαι,
μόνο γελώ.
Κι όμως σκέφτομαι κι ακολουθώ
το ταξίδι του χρόνου,
είμαι δυνατός γιατί εγώ ορίζω
το ταξίδι του χρόνου.
Το αύριο με βρίσκει έκπληκτο
κι αν δεν μπορώ να τ’ αλλάξω, μαζί του κυλώ.
Αδικούμαι κι αδικώ κι έχω τώρα
την ευκαιρία να τ’ αλλάξω.
Γνωρίζω ανθρώπους που έκαναν
τ’ αδύνατο δυνατό.
Απ’ τη φύση εμπνέομαι
που αυτή με γεννάει.
Καίγομαι καθώς το ροζ στα μάγουλα
γίνεται χλομό.
Διαβάζω για τον Θεό
και τον βρίσκω μέσα μου.
Φοβάμαι τη λήθη
κι εγώ μαζί της ξεχνώ.
Τόσα είναι τα πράγματα που δεν εκτιμάω
κι αν κάτι μου λείπει,
τι τυχερός που είμαι
που υπάρχω και σήμερα!»
***
απόσπασμα από το βιβλίο της Domina Monriel, «Συζητήσεις δίχως Όνομα»