31.10.20

O ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΦΕΥΓΑΛΕΟΥ, ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ. 5 ποιήματα

Βαθὺκι ἐξαίσιο βράδυ
Ἦταν ἕνα βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ.
-Βράδυ λεπτὸ κι ἀσύλληπτο, Χιμαίρας!-
Ποτέ, τόσο πολύ, τέλος ἡμέρας,
δὲν εἶχε λάμψει τόσο, σὰ πετράδι…

Κατέβαινε τὸ φῶς -μιὰ ὠχρὴ ἀγωνία-,
σὲ κήπους, ὅλο βάλσαμα γιομάτους,
τ᾿ ἄνθη μεθοῦσαν ἀπὸ τ᾿ ἄρωμά τους,
μέσα σε μιὰν ἀνείπωτη ἁρμονία…

Δὲν εἶχε κἂν ὑπάρξει τέτοια δύση,
μήτε στὸ νοῦ τῶν πιὸ γλυκῶν ζωγράφων.
Ἀκόμα καὶ τὰ μάρμαρα τῶν τάφων,
μιὰ δόξα μυστικὰ τά ῾χε κερδίσει…

Κι ὅταν τὸ θάμπος ἄρχιζε νὰ φθάνει
κι ἡ νύχτα τ᾿ ἀργὰ μάγια νὰ κλώθει,
τὸ φεγγάρι, παντοῦ, σὰ φλόγα ἁπλώθη…
Κι ἦταν τὸ βράδυ αὐτὸ πού ῾χα πεθάνει…


Μοναξιά
Εἶμαι μόνος. Βραδυάζει. Τί νὰ κάνω…
Τὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμένα!
Τὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμένα!
Τ᾿ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν, ἀργὰ στὸ πιάνο…

Παίζω στὴ τύχη κάτι ἀγαπημένο,
κάτι παλιὸ καὶ γνώριμο καὶ πλάνο…
Καὶ πάλι σταματῶ. Δὲν ἐπιμένω.
Θὰ προτιμοῦσα μᾶλλον, νὰ πεθάνω…


Ἑκάτης πάθη
…Je suis sure qu’ elle est vierge.
Elle a la beaute d’ un vierge…
Qui, elle est vierge. Elle ne s’ est
jamais souillee.
Oscar Wilde – «Salome»

…Ἀπόψε πρόβαλε γυμνή, σὰ τέρας, ἡ Σελήνη
κι ἄβυσσος πόθου τὴ δονεῖ:
τὴν εἶδαν ὅλοι ἀπὸ νωρίς, τὶς πόρπες της νὰ λύνει,
σὰ νὰ διψοῦσεν ἡδονή…

Τί νά ῾δε ξάφνου ῾δῶ στὴ γῆ καὶ τόσο τὸ λυμπίστη
πού ῾χουν μὲ πάθος κρεμαστεῖ,
σὰ νά ῾θελαν νὰ λυτρωθοῦν, ἀπ᾿ τὴ παλιὰ τὴν πίστη
κι οἱ δυό της οἱ νεκροὶ μαστοί;

Παρθένα, στείρα καὶ βουβή, ὅμοια μὲ σαλαμάντρα,
στὰ βάθια βράδυα τ᾿ ἀττικά.
πῶς ἔτσι, ἀπόψε, φρένιασε νὰ σμίξει τρελὰ μ᾿ ἄντρα
καὶ φλογερὰ κι ἐκστατικά;

…Τί κι ἂν ἡ νύχτα γέρν᾿ ἀργά, μέσ᾿ τὰ πυκνὰ ἐρέβη
κι ἀλλόκοτα μεθοῦν οἱ ἀνθοί;
Στὴ δύση, ῾κείνη μοναχή, ποὺ κείτεται καὶ ρεύει,
ζητεῖ τοῦ κάκου νὰ εὐφρανθεῖ…


Οἱ μπερντέδες
Καὶ τὰ χέρια σου σφιγγόντουσαν
στὸ κορμί μου γύρω-γύρω
κι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σου
γλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρο.

Κι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σου
γλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρα
κι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι μας
κι οἱ μπερντέδες σὰν πορφύρα.

Ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοι
κι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι.
Κι ὅλο λίγωνε, κι ὅλο μέλωνε
τὸ γλυκό, γλυκό σου μάτι.

Κι ἔτσι, ἀγάπη μου, σὲ γλέντησα
κι ἔτσι τὴ γλυκάδα σου ἤπια,
μέσα στ᾿ ἄνομα ἀγκαλιάσματα,
τὰ ἄνομα τὰ καρδιοχτύπια.

Κι ἀπ᾿ τὴ γλύκα ποθοπλάνταζε
τὸ κορμί σου καὶ τὸ μάτι
κι ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοι
κι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι.


Ἐρωτικό
Καημὸς ἀλήθεια νὰ περνῶ
τοῦ ἔρωτα πάλι τὸ στενό,
ὥσπου νὰ πέσει ἡ σκοτεινιὰ
μιὰ μέρα τοῦ θανάτου…

Στενὸ βαθὺ καὶ θλιβερό,
ποῦ θὰ θυμᾶμαι γιὰ καιρό,
– τί μοῦ στοιχίζει στὴν καρδιὰ
τὸ ξαναπέρασμά του;

Ἂς εἶναι, ὡστόσο, – τί ὠφελεῖ;
Γυρεύω πάντα τὸ φιλί,
στερνὸ φιλί, πρῶτο φιλὶ
καὶ μὲ λαχτάρα πόση!

Γυρεύω πάντα τὸ φιλὶ – ἂχ καρδιά μου!
ποὺ μοῦ τὸ τάξανε πολλοί,
κι ὅμως δὲν μπόρεσε κανεὶς
ποτὲ νὰ μοῦ τὸ δώσει…

Ἴσως μιὰ μέρα, ὅταν χαθῶ,
γυρνώντας πάλι στὸ βυθὸ
καὶ μὲ τὴ νύχτα μυστικά,
γίνουμε πάλι ταίρι,

αὐτὸ τὸ ἀνεύρετο φιλί,
ποὺ τὸ λαχτάρησα πολύ,
– σὰ μιὰ παλιά της ὀφειλὴ
– νὰ μοῦ τὸ ξαναφέρει…
*** Το παραπάνω ποίημα ερμηνεύει η Ελευθερία Αρβανιτάκη