2.10.20

Luigi Pirandello, «Ένας, κανένας και εκατό χιλιάδες» -αποσπάσματα

«Μου κόλλησε η ιδέα πως για τους άλλους δεν ήμουνα αυτός που ως τώρα φανταζόμουνα μέσα μου πως ήμουνα..»

«Η πραγματική μοναξιά βρίσκεται σ'ένα τόπο όπου ζει κανείς για τον εαυτό του και που για σας δεν έχει ούτε ίχνη, ούτε φωνή, όπου δηλαδή ο ξένος είσαστε εσείς...»

«Και κάθε πράγμα που διαρκεί, φέρνει μαζί του την τιμωρία της μορφής του, την τιμωρία να'ναι έτσι και να μην μπορεί να'ναι αλλιώς.»

«Εξακολουθούσα να περπατάω, όπως βλέπετε, με τέλεια συνείδηση πάνω στην υποδειγματική οδό της τρέλας, που'ταν ακριβώς ο δρόμος της πραγματικότητας για μένα...»

«Συγχωρήστε με αν μιλάω κάποιες στιγμές με τον τρόπο πού μιλούν οι φιλόσοφοι. Σάμπως όμως είναι ή συνείδηση κάτι απόλυτο πού μπορεί να αρκεί από μόνη της; Αν ήμασταν μόνοι, ίσως ναί. Τότε, όμως, φίλτατοί μου, δεν θα υπήρχε συνείδηση. Δυστυχώς, υπάρχω εγώ, και υπάρχετε κι έσείς. Δυστυχώς.»

Δύο επισκέψεις

Είμαι ευτυχής λοιπόν που μόλις τώρα, ενώ διαβάζετε αυτό το βιβλιαράκι μου με το περιπαιχτικό χαμόγελο που απ’ την αρχή συντρόφευε την ανάγνωσή σας, δύο επισκέψεις, η μια μέσα στην άλλη, ήρθαν ξαφνικά να σας αποδείξουν πόσο χαζό ήταν εκείνο σας το χαμόγελο.

Είσαστε ακόμη αναστατωμένος -σας βλέπω- εξοργισμένος, πληγωμένος για την απαίσια εντύπωση που κάνατε στον παλιό σας φίλο, που τον ξαποστείλατε όταν λίγο αργότερα εμφανίστηκε ξαφνικά ο καινούριος, με μια άθλια δικαιολογία, επειδή δεν αντέχατε πλέον να τον βλέπετε μπροστά σας, να τον ακούτε να μιλάει και να γελάει παρουσία εκείνου του άλλου. Μα πώς; Να τον ξαποστείλετε έτσι, ενώ λίγο πριν φτάσει εκείνος ο άλλος, ευχαριστιόσασταν τόσο να μιλάτε και να γελάτε μαζί του;

Τον ξαποστείλατε. Ποιον; Τον φίλο σας; Σοβαρά πιστεύετε ότι ξαποστείλατε εκείνον;
Σκεφτείτε το λιγάκι.
Τον παλιό σας φίλο, μέσα του και για τον εαυτό του, δεν υπήρχε κανένας λόγος να τον ξαποστείλετε, με το που εμφανίστηκε ξαφνικά ο καινούριος. Οι δυο τους, μεταξύ τους, δεν γνωρίζονταν καθόλου· εσείς παρουσιάσατε τον έναν στον άλλον· και θα μπορούσαν να παραμείνουν μαζί κανένα μισάωρο στο σαλόνι σας να κουβεντιάζουν περί ανέμων και υδάτων. Καμία αμηχανία ούτε για τον έναν ούτε για τον άλλον.

Την αμηχανία τη νιώσατε εσείς, και γινόταν όλο και πιο ζωντανή και δυσβάσταχτη, όσο μάλιστα τους βλέπατε εκείνους τους δύο σιγά-σιγά να συμφιλιώνονται μεταξύ τους για να κάνουν μαζί μια συμφωνία. Τη σπάσατε αμέσως εκείνη τη συμφωνία. Γιατί; Μα επειδή εσείς (ακόμη δεν λέτε να το καταλάβετε;) εσείς, ξαφνικά, δηλαδή με την άφιξη του καινούριου σας φίλου, ανακαλύψατε δύο, τον έναν τόσο διαφορετικό απ’ τον άλλον, που αναγκαστικά κάποια στιγμή, μην αντέχοντας πλέον, έπρεπε να ξαποστείλετε κάποιον. Όχι τον παλιό σας φίλο, όχι· ξαποστείλατε τον ίδιο σας τον εαυτό, εκείνον τον έναν που είστε για τον παλιό σας φίλο, διότι τον αισθανθήκατε εντελώς διαφορετικό από εκείνον που είστε ή που θέλετε να είστε για τον καινούριο.


Ασύμβατοι μεταξύ τους δεν ήταν εκείνοι οι δύο, ξένοι ο ένας στον άλλον, αρκετά καλότροποι και οι δύο και φτιαγμένοι ενδεχομένως να συνεννοηθούν θαυμάσια· αλλά εσείς οι δύο που ξαφνικά ανακαλύψατε στον ίδιο σας τον εαυτό.

Δεν μπορέσατε ν’ ανεχτείτε ότι τα πράγματα του ενός είχαν μπλεχτεί μ’ εκείνα του άλλου, χωρίς αυτά να έχουν κυριολεκτικά τίποτα το κοινό μεταξύ τους. Τίποτα, τίποτα, αφού για τον παλιό σας φίλο εσείς έχετε μια πραγματικότητα και για τον καινούριο μια άλλη, τόσο διαφορετικές στο σύνολό τους ώστε ν’ αντιλαμβάνεστε ο ίδιος ότι, όταν απευθυνόσασταν στον έναν, ο άλλος θα έμενε να σας κοιτάζει άναυδος· δεν θα σας αναγνώριζε πλέον· θα φώναζε στον εαυτό του:

«Μα πώς; Αυτός είναι; Έτσι είναι;»
Και μέσα στην αφόρητη αμηχανία που βρισκόσασταν, έτσι, δύο, ταυτόχρονα, αναζητήσατε μια άθλια δικαιολογία για ν’ απελευθερωθείτε, όχι απ’ τον έναν από εκείνους, αλλά απ’ τον έναν εκ των δύο που εκείνοι οι δύο σας ανάγκαζαν να είστε την ίδια στιγμή.
Άντε, άντε, γυρίστε να διαβάσετε αυτό το βιβλιαράκι μου, χωρίς πλέον να χαμογελάτε όπως κάνατε μέχρι τώρα.

Πιστέψτε επίσης ότι, αν μπόρεσε να σας προκαλέσει κάποια δυσαρέσκεια η εμπειρία που μόλις τώρα είχατε, δεν είναι τίποτα αυτό, αγαπητέ μου, διότι εσείς δεν είστε μονάχα δύο, αλλά ποιος ξέρει πόσοι, χωρίς να το ξέρετε, και νομίζετε ότι είστε πάντοτε ένας.

[...]


Luigi Pirandello, «Ένας, κανένας και εκατό χιλιάδες» -αποσπάσματα
https://www.o-klooun.com/anadimosiefseis/luigi-pirandello-h-pragmatiki-monaxia