Ήθελα να πάρουμε το τρένο. Θα μας πήγαινε γρηγορότερα, μα ο Γκρελ επέμενε να πάμε με το αυτοκίνητό μας. Υποθέτω ότι ήλπιζε πως... η οδήγηση θα τον βοηθούσε να αποσπάσει τη σκέψη του από τα προβλήματά του. Κι όμως θα προτιμούσα να μην έπαιρνε το αυτοκίνητο, γιατί ήξερα σε τι άσχημη ψυχολογική κατάσταση βρισκόταν. Μα, παραδόξως, φέρθηκε κάτι παραπάνω από άψογα σ’ όλη τη διαδρομή. Καθόμουν πλάι του και το μυαλό μου γύριζε συνέχεια σ’ όλα αυτά που είχα χάσει –σ’ όλα αυτά που είχε χάσει η Τζέμμα–, τα διάφορα στάδια της ζωής της ως την ενηλικίωσή της, το σχολείο, τα διαγωνίσματα, τους εφηβικούς έρωτες, τα πάρτι…
Περίμενα με τόση λαχτάρα να τα ζήσω όλα αυτά. Μόνο μέσα από την κόρη της μπορεί μια γυναίκα να ξαναζήσει τα παιδικά της χρόνια και μου την είχε στερήσει αυτή την ευκαιρία. Απ’ όλους μας την είχε στερήσει. Ήμουν εξοργισμένη μαζί της γι’ αυτό. Και επειδή… καταλαβαίνεις, όλ’ αυτά τα χρόνια προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου πως πιθανόν να μην την ξαναδείς μέχρι να γεράσεις. Και στη συνέχεια έρχεται ξαφνικά αυτό και συνειδητοποιείς πως οι πληγές είναι το ίδιο νωπές και ανοιχτές όπως τον πρώτο καιρό που έφυγε. Μπορεί να ήταν πια δεκαοχτώ χρονών και να είχε ένα σωρό προβλήματα, αλλά για μένα θα παρέμενε πάντα το κοριτσάκι μου.
Πώς μπόρεσε να μας το κάνει αυτό;
Θυμόμουν συνέχεια κάθε λέξη που μου είχε πει το άγνωστο κορίτσι στο τηλέφωνο:
«Είναι στο νοσοκομείο. Όχι, μην ανησυχείτε, δεν έχει πάθει κανένα ατύχημα».
«Όμως γιατί τότε;» τη ρώταγα συνέχεια.
«Γιατί βρίσκεται στο νοσοκομείο;»
Υπέθεσα πως ίσως είχε πάει εκεί για να γεννήσει.
Και τελικά μου το ξεφούρνισε.
«Είναι εθισμένη στην ηρωίνη» μου είπε. «Υποφέρει από έντονο στερητικό σύνδρομο».
Τρεισήμισι χρόνια.
Και τελικά μου το ξεφούρνισε.
«Είναι εθισμένη στην ηρωίνη» μου είπε. «Υποφέρει από έντονο στερητικό σύνδρομο».
Τρεισήμισι χρόνια.
Θα μπορούσε να είχε πεθάνει σ’ αυτό το διάστημα.
Ακόμη και τώρα κινδύνευε να χάσει τη ζωή της.
Φτάσαμε στο νοσοκομείο και ζητήσαμε να μας πουν σε ποιο δωμάτιο είχαν την Τζέμμα Μπρόγκαν.
Φτάσαμε στο νοσοκομείο και ζητήσαμε να μας πουν σε ποιο δωμάτιο είχαν την Τζέμμα Μπρόγκαν.
Μας άφησαν να περιμένουμε, ώσπου εμφανίστηκε ένας γιατρός και μας είπε πως ήθελε να συζητήσει την περίπτωσή της μαζί μας προτού τη δούμε.
Μας αποκάλυψε πως εκτός των άλλων ήταν και έγκυος.
Μου έδωσε να καταλάβω πως στο νοσοκομείο δεν αντιμετώπιζαν με ιδιαίτερη συμπάθεια ανθρώπους που είχαν παρόμοια προβλήματα με τα δικά της.
«Τα κρεβάτια του νοσοκομείου είναι για τους αρρώστους» μας δήλωσε εκείνος ο γιατρός.
«Τα κρεβάτια του νοσοκομείου είναι για τους αρρώστους» μας δήλωσε εκείνος ο γιατρός.
Με άλλα λόγια, είχαν αποφασίσει να τη διώξουν. Ήταν ξεκάθαρος απέναντί μας: περίμενε από μας να τη φροντίσουμε από δω και πέρα.
Προχωρήσαμε προς το θάλαμο.
«Ένα μωρό! Έπαιρνε αυτά τα πράματα μ’ ένα μωρό στην κοιλιά της…» είπε ο Γκρελ.
Ακουγόταν θυμωμένος. Προχωρήσαμε λίγο ακόμη.
Προχωρήσαμε προς το θάλαμο.
«Ένα μωρό! Έπαιρνε αυτά τα πράματα μ’ ένα μωρό στην κοιλιά της…» είπε ο Γκρελ.
Ακουγόταν θυμωμένος. Προχωρήσαμε λίγο ακόμη.
«Υποθέτω πως θα περιμένει τώρα από μας να τη βοηθήσουμε».
Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Σταμάτησα να περπατάω και κάρφωσα τα μάτια μου πάνω του. Ήταν πάντα το παιδί μας.
Είχα θυμώσει τόσο πολύ, που ήμουν έτοιμη να καβγαδίσω άγρια μαζί του εκεί μπροστά σε όλο τον κόσμο, στη μέση του διαδρόμου.
Μα όταν γύρισα προς το μέρος του, είδα πως δεν ήταν καθόλου θυμωμένος.
Με κοίταξε με τα μεγάλα, υγρά του μάτια – έτσι κλαίει, τα μάτια του απλώς υγραίνουν, τα χέρια του κρέμονται σαν παράλυτα από τους ώμους του και το πρόσωπό του παίρνει μια γκρίζα απόχρωση, σαν εκείνη της χειμωνιάτικης βροχής.
Έμοιαζε λες και όλος ο κόσμος του να είχε τιναχτεί από τη μια στιγμή στην άλλη στον αέρα.
Υποθέτω πως απογοητεύσαμε την Τζέμμα με πολλούς τρόπους.
Υποθέτω πως απογοητεύσαμε την Τζέμμα με πολλούς τρόπους.
Αλλά κι εκείνη μας απογοήτευσε.
Κατέστρεψε τη ζωή μας από την ημέρα που έφυγε, τη σχέση που υπήρχε ανάμεσα σ’ εμένα και τον Γκρελ.
Κατηγορούσαμε συνέχεια ο ένας τον άλλο. Και οι οδυνηροί καβγάδες για όσα είχαμε πει ή είχαμε κάνει και για όσα μας είχε πει ή είχε κάνει ήταν καθημερινή κατάσταση ανάμεσά μας. Λίγο ακόμα και θα είχαμε καταστρέψει το γάμο μας. Ίσως και να τον είχαμε καταστρέψει τελικά. Ίσως να ήμαστε ακόμα μαζί μόνο και μόνο επειδή δεν είχαμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε.
Αλλά τουλάχιστον είμαστε μαζί…
Τον έπιασα από το μπράτσο και του το έσφιξα. Κανείς μας δεν είναι τέλειος.
Αλλά τουλάχιστον είμαστε μαζί…
Τον έπιασα από το μπράτσο και του το έσφιξα. Κανείς μας δεν είναι τέλειος.
Ο Γκρελ, ο Θεός να τον έχει καλά, κατέβασε το κεφάλι του, έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή κι ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. Ύστερα βιαστήκαμε να προχωρήσουμε πάλι. Μπορώ ν’ αντέξω τα πάντα, εκτός από το να βλέπω τον Γκρελ να κλαίει. Μού ’ρχεται κι εμένα να κλάψω με λυγμούς και ήθελα να κρατήσω όσα δάκρυα είχα αποκλειστικά για την Τζέμμα.
Στο θάλαμο έκανα κάτι πολύ εγωιστικό.
«Θέλω να τη δω μόνη μου» είπα στον Γκρελ.
Δεν ήθελα μ’ αυτό να δείξω πως είχα περισσότερα δικαιώματα από κείνον.
Στο θάλαμο έκανα κάτι πολύ εγωιστικό.
«Θέλω να τη δω μόνη μου» είπα στον Γκρελ.
Δεν ήθελα μ’ αυτό να δείξω πως είχα περισσότερα δικαιώματα από κείνον.
Όσα δικαιώματα είχα εγώ άλλα τόσα είχε κι εκείνος. Υποθέτω πως αντέδρασα έτσι γιατί ήθελα μια τέτοια σημαντική στιγμή να την έχω όλη δικιά μου.
Εκείνος δεν είπε τίποτα, κούνησε απλώς το κεφάλι του, σαν να ήθελε να μου δείξει πως συμφωνούσε.
Εκείνος δεν είπε τίποτα, κούνησε απλώς το κεφάλι του, σαν να ήθελε να μου δείξει πως συμφωνούσε.
Παραλίγο να μου ξεφύγει κάποια στιγμή και να πω «Είμαι η μητέρα της», αλλά πρόλαβα και σταμάτησα εγκαίρως.
Ύστερα μπήκαμε στο θάλαμο…
Η πρώτη μου σκέψη όταν την είδα ήταν: Θεέ μου, μοιάζει με τη μητέρα μου. Κι όμως εγώ θυμόμουν ακόμη εκείνο το δεκατετράχρονο κοριτσάκι που ήταν όταν έφυγε. Η γυναίκα που είχα τώρα μπροστά μου έμοιαζε στ’ αλήθεια με τη μητέρα μου, τη δικιά μου μητέρα, με μια ηλικιωμένη γυναίκα.
Πήγα να κάτσω πλάι της και ακούμπησα το χέρι μου στο δικό της. Ήθελα να το κάνω με όσο το δυνατόν πιο φυσικό τρόπο για να μην την ταράξω, ήθελα να μιλήσουμε για το σπίτι μας και να τη ρωτήσω τι είχε κάνει όλα αυτά τα χρόνια, αν και ήξερα πως ήταν πολύ δύσκολο να μιλήσουμε γι’ αυτό το θέμα. Δεν ήθελα να κλάψω, ήξερα πως δεν έπρεπε ν’ αφήσω τον εαυτό μου να κλάψει, αλλά σκεφτόμουν συνέχεια όλα αυτά τα πράγματα που δε χάρηκα και δεν κατάφερα να συγκρατηθώ ως το τέλος. Προσπαθούσα να βρω τις λέξεις που είχα σχεδιάσει από πριν να της πω, μα δεν μπόρεσα ν’ αρθρώσω ούτε μία. Άρχισα πάλι να κλαίω. Έκανα μια ακόμα προσπάθεια να της μιλήσω, μα και πάλι δεν τα κατάφερα. Έτσι ακούμπησα το κεφάλι μου στο στήθος της κι έκλαψα… έκλαψα ώσπου δεν είχα άλλα δάκρυα πια.
Έκλαιγε κι εκείνη. Κατάλαβα πως είμαστε σε καλό δρόμο όταν άρχισε να κλαίει. Τα δάκρυα ήταν η απάντηση σ’ αυτό που θέλαμε να μάθουμε.
«Θέλω να έρθω σπίτι, μαμά. Μπορώ να έρθω σπίτι, μαμά; Σε παρακαλώ…» είπε ύστερα. Έγνεψα ναι με το κεφάλι μου και προσπάθησα να της πω ναι, ναι, έπειτα αγκαλιαστήκαμε κι αρχίσαμε πάλι να κλαίμε.
Μέλβιν Μπέρτζες, Junk, μτφρ. Κώστια Κοντολέων, Πατάκης, Αθήνα 1998
Η πρώτη μου σκέψη όταν την είδα ήταν: Θεέ μου, μοιάζει με τη μητέρα μου. Κι όμως εγώ θυμόμουν ακόμη εκείνο το δεκατετράχρονο κοριτσάκι που ήταν όταν έφυγε. Η γυναίκα που είχα τώρα μπροστά μου έμοιαζε στ’ αλήθεια με τη μητέρα μου, τη δικιά μου μητέρα, με μια ηλικιωμένη γυναίκα.
Πήγα να κάτσω πλάι της και ακούμπησα το χέρι μου στο δικό της. Ήθελα να το κάνω με όσο το δυνατόν πιο φυσικό τρόπο για να μην την ταράξω, ήθελα να μιλήσουμε για το σπίτι μας και να τη ρωτήσω τι είχε κάνει όλα αυτά τα χρόνια, αν και ήξερα πως ήταν πολύ δύσκολο να μιλήσουμε γι’ αυτό το θέμα. Δεν ήθελα να κλάψω, ήξερα πως δεν έπρεπε ν’ αφήσω τον εαυτό μου να κλάψει, αλλά σκεφτόμουν συνέχεια όλα αυτά τα πράγματα που δε χάρηκα και δεν κατάφερα να συγκρατηθώ ως το τέλος. Προσπαθούσα να βρω τις λέξεις που είχα σχεδιάσει από πριν να της πω, μα δεν μπόρεσα ν’ αρθρώσω ούτε μία. Άρχισα πάλι να κλαίω. Έκανα μια ακόμα προσπάθεια να της μιλήσω, μα και πάλι δεν τα κατάφερα. Έτσι ακούμπησα το κεφάλι μου στο στήθος της κι έκλαψα… έκλαψα ώσπου δεν είχα άλλα δάκρυα πια.
Έκλαιγε κι εκείνη. Κατάλαβα πως είμαστε σε καλό δρόμο όταν άρχισε να κλαίει. Τα δάκρυα ήταν η απάντηση σ’ αυτό που θέλαμε να μάθουμε.
«Θέλω να έρθω σπίτι, μαμά. Μπορώ να έρθω σπίτι, μαμά; Σε παρακαλώ…» είπε ύστερα. Έγνεψα ναι με το κεφάλι μου και προσπάθησα να της πω ναι, ναι, έπειτα αγκαλιαστήκαμε κι αρχίσαμε πάλι να κλαίμε.
Μέλβιν Μπέρτζες, Junk, μτφρ. Κώστια Κοντολέων, Πατάκης, Αθήνα 1998