23.10.20

Προς έναν αγανακτισμένο εστέτ

Σύμφωνα με έναν ορισμό, εστέτ είναι εκείνος που βλέπει ακόμα και έναν φόνο ή ένα πολύνεκρο δυστύχημα ως αισθητικό φαινόμενο. Σύμφωνα με έναν άλλο ορισμό, που μόνο φαινομενικά αντιφάσκει με τον πρώτο, ο εστέτ δεν μπορεί να διακρίνει ομορφιά στη ζωή και την αναζητεί αποκλειστικά στην τέχνη.

Όποιον από τους δύο ορισμούς και αν διαλέξουμε, ή και οποιονδήποτε άλλο, ο εστέτ είναι μια έννοια αρνητικά φορτισμένη. Γι΄ αυτό ένας εστέτ δεν θα αυτοχαρακτηριζόταν ποτέ ως εστέτ. Νά όμως που έρχεται τώρα ένας συγγραφέας, Έλληνας μάλιστα, να αποδεχτεί απερίφραστα αυτή τη ρετσινιά για λογαριασμό του! Και να απολογηθεί για το «κουσούρι» του με μια εντυπωσιακή διαλεκτική αντεπίθεση, επιστρατεύοντας επιχειρήματα όχι εστετίστικα μα κοινωνιολογικά, βιωματικά, ανατρέχοντας στον «δραματικό χαρακτήρα των πραγμάτων», όπως λέει ο ίδιος.

Ο συγγραφέας αυτός είναι ο Κώστας Μαυρουδής. Γιατί δεν χρειάζεται να παρασιωπήσουμε αυτό που ο ίδιος θέλει να φανερώσει προσποιούμενος ότι το κρύβει. 
Το κείμενό του «Γενεαλογία. Η καταγωγή και η μοίρα ενός εστέτ», που δημοσιεύτηκε σε ένα από τα προηγούμενα τεύχη της Νέας Εστίας (συγκεκριμένα αυτό του Ιανουαρίου 2008), είναι κάτι σαν πνευματική βιογραφία του, που υποτίθεται ότι συντάχτηκε μετά την (ελπίζουμε πολύ μακρινή ακόμα στο μέλλον) τελευτή του.

Τι λέει, με λίγα λόγια, ο Μαυρουδής σ΄ αυτό το περίτεχνα γραμμένο κείμενο; 
Ότι παντού όπου κοίταζε γύρω του στην Ελλάδα έβλεπε ασημαντότητα, μιζέρια, ευτέλεια, παρασιτική νοοτροπία, καθήλωση της ψυχής και της συμπεριφοράς σε αρχαϊκές συνήθειες με ανύπαρκτο πια ή απωθητικό περιεχόμενο, καχεξία του νου μπροστά στις μεγάλες προκλήσεις της ύπαρξης. Με προϊούσα «δυσανεξία στο αυτόχθον», αυτός ο «βουλιμικός του Υψηλού» άρχισε να ταξιδεύει ολοένα συχνότερα «σε εκλεκτούς προορισμούς», δηλαδή στις χώρες της Εσπερίας, όπου έβρισκε επιτέλους στην αρχιτεκτονική των πόλεων, στα μουσεία ζωγραφικής, στο ύφος της ζωής την πνευματικότητα, τις οικουμενικές σημασίες, τις φορτισμένες με υψηλό αξιακό νόημα χειρονομίες που του έλειπαν στον τόπο του. 
Παράλληλα, άλλα ταξίδια του, στις σελίδες της παγκόσμιας λογοτεχνίας αυτά, του αποκάλυπταν «την ποικιλία μιας ευκίνητης ζωής με απέραντη- εν σχέσει με την ανίατη δική μας ομοτυπία- ενδοχώρα» και πρόσωπα που το καθένα τους δεν ήταν «ισχνό απείκασμα του εαυτού του», όπως στα δικά μας γράμματα, μα εξυψωνόταν χάρη σε μια «θαυμαστή ταχυδακτυλουργία» σε «σύμβολο με οικουμενική αξία».

Πόσο μεγάλος ο πειρασμός να συμφωνήσω εκθύμως μαζί του, παρόλο που εγώ δεν είμαι εστέτ! 
Και μήπως είμαι ο μόνος άλλος που αισθάνεται έτσι;
 Πόσοι από εμάς δεν ασφυκτιούμε στους στενούς ορίζοντες του ελληνικού βίου, πόσοι δεν απελπιζόμαστε από τη μικρότητα των μεγεθών, προπαντός των εσωτερικών μεγεθών, δηλαδή των αντιλήψεων, των φιλοδοξιών, των αιτημάτων, των προτύπων συμπεριφοράς, μικρότητα που αποτυπώνεται παντού- στην άσκηση της πολιτικής, στους επιχειρηματικούς σχεδιασμούς, στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων, στις διεργασίες της πανεπιστημιακής κοινότητας, στην καθημερινή εικόνα των πόλεών μας; 
Δεν είμαστε περιφέρεια, όπως μας αρέσει να δικαιολογούμαστε, γιατί περιφέρεια είναι η δυναμικότατη Φινλανδία ή η πυραυλοκίνητη Ιρλανδία. 
Είμαστε μια πεισματικά καθυστερημένη, χρονίως κακοδιοικημένη επαρχία στην καρδιά της Ευρώπης.

Μια στιγμή όμως. 
Πού βρισκόμαστε εμείς, μαζί και ο Μαυρουδής, που τα λέμε αυτά; 
Μέσα ή έξω από το τέλμα που περιγράφουμε; Και αν, όπως μάλλον πρέπει να αναγνωρίσουμε, είμαστε μέσα, αυτό δεν τροποποιεί άραγε την εικόνα; Αν ένα τέλμα παράγει τόσες φωνές αμφισβήτησης και άρνησής του, είναι τάχα τόσο στάσιμο; 
Και αν πολλές από αυτές τις φωνές, όπως για παράδειγμα του Μαυρουδή, συνοδεύονται από δημιουργικό έργο που συνομιλεί, έστω και από τη σκοπιά ενός εστέτ, με παγκόσμιες κινήσεις, είναι άραγε τόσο απελπιστικά απομονωμένο από το ζωογόνο περιβάλλον του; 
Και, για να το προχωρήσω λίγο παραπέρα: αν η εικόνα είναι πιο σύνθετη, γεμάτη παράδοξες αντιθέσεις και εντάσεις, αυτό μήπως δεν είναι πρόκληση, σπινθήρας έμπνευσης για τον δημιουργό, χωρίς να τον κάνει απαραίτητα εστέτ;

Το πρότυπο για το φανταστικό Μακόντο που έπλασε ο Γκαρσία Μάρκες ήταν μήπως λιγότερο καθυστερημένο και πνιγηρό από τα χωριά της ελληνικής ενδοχώρας; 
Η λασπερή Βοϊβοντίνα του Ντανίλο Κις ήταν τάχα πιο πνευματική από μια οποιαδήποτε ελληνική επαρχία;
Και για να έρθουμε στα καθ΄ ημάς: πού συναντήθηκαν στην ψυχή του Ροΐδη (ο οποίος σίγουρα δεν αποκαρδιωνόταν λιγότερο από τον Μαυρουδή με τα όσα έβλεπε στη χώρα του) ο στιβαρός δυτικοτραφής διαφωτιστής και ο πικραμένος πατριώτης, για να γεννηθούν η Πάπισσα Ιωάννα, οι ιδιοφυείς αφορισμοί του, τα γεμάτα πονεμένη ανθρωπιά διηγήματά του; Ποιους δρόμους ακολούθησαν βορειοευρωπαϊκές ευαισθησίες για να αγγίξουν και να γονιμοποιήσουν το βαλκανικό ψυχικό υπόστρωμα του Βιζυηνού, δίνοντας ένα πρωτοποριακό έργο με τόσο μεγάλη εμβέλεια; Και εκείνος που έκανε τον κοσμοπολιτισμό λογοτεχνικό ψευδώνυμό του και φλέρταρε με τον εστετισμό όσο κανένας άλλος μεγάλος της λογοτεχνίας μας, μήπως απόμεινε να θαυμάζει μαγεμένος την αίγλη και τη γαλατική κομψότητα ενός κατά τα άλλα μέτριου μυθιστορήματος όπως O Μεγάλος Μωλν, μήπως δεν πήρε από αυτό για να δημιουργήσει ένα πολύ καλύτερο μυθιστόρημα, την Εroica;

Με όλα αυτά και πλήθος άλλα τέτοια κατά νου, δεν δικαιούμαστε άραγε να ρωτήσουμε μήπως η επαρχιώτικη μιζέρια βρίσκεται πιο πολύ στο βλέμμα του παρατηρητή παρά σ΄ εκείνα που παρατηρεί γύρω του; Και, κατά συνέπεια, μήπως ένας εστετισμός όπως αυτός που «γενεαλογεί» ο Μαυρουδής δεν είναι η λύτρωση από τον επαρχιωτισμό μα ένα από τα χαρακτηριστικότερα συμπτώματά του;

Ο Μαυρουδής κάνει λόγο για τη «θαυμαστή ταχυδακτυλουργία» της δυτικής λογοτεχνίας που εξυψώνει ένα πρόσωπο, μια πράξη σε σύμβολο με οικουμενική αξία.
 Εύστοχη η παρατήρησή του, αλλά στη συνέχεια φαίνεται να την ξεχνάει.
Μας λέει, φερειπείν, για να στηρίξει τη γνώμη του ότι η νεοελληνική κακοδαιμονία οφείλεται σε «ανεξέλεγκτες αναγκαιότητες», σε «γενετικές προϋποθέσεις», ότι στην ελληνική λογοτεχνία ανακάλυψε το πρώτο ρουσφέτι, που μάλιστα γίνεται πριν καν ιδρυθεί το ελληνικό κράτος: στον Λουκή Λάρα του Βικέλα ο νεαρός Λουκής, με ένα ραβασάκι του προύχοντα Μαυρογένη στην τσέπη, πηγαίνει στις Σπέτσες και εξασφαλίζει τη θέση γραφέα οψέποτε απελευθερωθεί η Ελλάδα. 
Θα θυμίσουμε στον Μαυρουδή ότι ο Σταντάλ, στον οποίο αναφέρεται με μεγάλο (και δικαιολογημένο) θαυμασμό, μιλάει στο Μοναστήρι της Πάρμας για ένα πολύ πιο καραμπινάτο ρουσφέτι: 
κοτζάμ καριέρα αρχιεπισκόπου ετοιμάζεται για τον Φαμπρίτσιο από τη θεία του Τζίνα και τον εραστή της, τον κόμη Μόσκα, με την τεράστια κοινωνική και πολιτική επιρροή τους! 

«Γενετικές προϋποθέσεις» ή μήπως «θαυμαστή ταχυδακτυλουργία», που επέτρεψε στον Σταντάλ να μεταμορφώσει σε κάτι συναρπαστικό αυτό που ο χωρίς φαντασία έμπορος Βικέλας δεν μπορούσε παρά να παρουσιάσει όπως ήταν, δηλαδή μια πεζή περίπτωση ευνοιοκρατίας;

Θα κλείσουμε με κάτι που θα αρέσει στον Μαυρουδή, γιατί προέρχεται από έναν από τους ακραιφνέστερους εστέτ της παγκόσμιας λογοτεχνίας: τον Όσκαρ Ουάιλντ.
 «Βλέπουμε», έλεγε ο Ουάιλντ, «τις περασμένες εποχές μέσα από το πέπλο της τέχνης, και ευτυχώς η τέχνη ξέρει πάντα να κρύβει την αλήθεια». 
Βέβαια, εκτός από την επισήμανση ότι και η τέχνη αποτελεί μέρος της αλήθειας, θα πρέπει να προσθέσουμε εδώ κάτι αυτονόητο: ότι η ρήση αυτή ισχύει επίσης, αν όχι κατ΄ εξοχήν, για την τέχνη που θαυμάζει ο εστέτ μας.



Κούρτοβικ Δημοσθένης  3 Μαΐου 2008


https://www.tanea.gr/2008/05/03/lifearts/by-the-book/pros-enan-aganaktismeno-estet/