Το μόνο που ξέρω ακόμα είναι ότι φορούσε μαύρο καπέλο μ' ένα καφετί φτερό.
Κι ότι ήθελα να ζήσω μαζί της, επίσης ότι κάποτε ήθελα να πεθάνω γι' αυτήν.
Αμυδρά θυμάμαι το χρώμα των ματιών της, το γελάκι της, αμυδρά το άρωμα της επιδερμίδας της.
Θυμάμαι τον πόνο που μου προκάλεσε· αλλά μόνο έτσι, όπως πονάμε για το θάνατο ενός προ πολλού νεκρού.
Θυμάμαι και τη χαρά που μου χάριζε· αλλά μόνο έτσι, όπως θυμόμαστε ένα πλούσιο γεύμα, ένα τσιμπούσι, ένα φαγοπότι, που τις λεπτομέρειές τους τις έχουμε ξεχάσει από καιρό.
Όλα αυτά τα θυμάμαι, αμυδρά.
Αλλά τον αριθμό του τηλεφώνου της, που πριν λίγα χρόνια τον είχα αυτομάτως έτοιμο, σαν να 'ταν συμπλεκτικός σύνδεσμος, αυτόν δεν τον θυμάμαι πια.
Έτσι πεθαίνουμε, ο ένας για τον άλλο.
Πρώτα πεθαίνει ο αριθμός τηλεφώνου.
Μετά η ανάμνηση μιας ευωδιάς.
Μετά το σώμα στο οποίο ανήκουν ο αριθμός τηλεφώνου και η ευωδιά.
Μετά όλα.
Sándor Márai | Ο αριθμός τηλεφώνου | Μεγάλοι συγγραφείς γράφουν τις πιο μικρές ιστορίες του κόσμου | μτφρ.: Αντώνης Μπίκος