Οι γηγενείς Μακεδονομάχοι πολέμησαν και αυτοί για την ελευθερία της Μακεδονίας, αλλά διέφεραν σε πολλά από τους επήλυδες Μακεδονομάχους, από...τον Παύλο Μελά, τον Γεώργιο Τσόντο-Βάρδα, τον Ιωάννη Καραβίτη και άλλους, Ελληνικής, Βλαχικής, Αλβανικής ή Σλαβικής Φωνής, πολέμησαν για την Ελληνική Μακεδονία από κοινού με τους αλλους Έλληνες Μακεδονομάχους.
Δεν διακρίνονταν από τους άλλους Έλληνες, ούτε οι ίδιοι διέκριναν τον εαυτό τους: Έλληνες όλοι για την Ελληνική Μακεδονία. Διακρίνονταν από τους άλλους, τους Νότιους Έλληνες, από το γεγονός ότι οι γηγενείς δεν ήταν περαστικοί όπως το νερό της βροχής, αλλά μόνιμοι, όπως τα ψηλά βουνά τους. Σε αντίθεση με τους επήλυδες οι γηγενείς Μακεδονομάχοιδεν χρειάζονταν διάκριση, επειδή ήταν διακεκριμένοι στον τόπο τους.
Τον χειμώνα οι επήλυδες Μακεδονομάχοι έφευγαν, όπως οι νομάδες, για τον θερμότερο Νότο: εκεί ξεχείμαζαν, εκεί στρατολογούσαν ή στρατολογούνταν, εκεί συνήπταν συμφωνίες. Οι γηγενείς, αντιθέτως, υπέμεναν τις κακουχίες και ανέμεναν την άνοιξη σκεπασμένοι από τα χιόνια της Μακεδονίας. Εκεί συνέχιζαν να εκκλησιάζονται στην Ορθόδοξη εκκλησία τους, να στέλνουν τα παιδιά τους στο ελληνικό σχολείο. Η εμμονή στα πάτρια συνιστούσε αδιάσειστη ταυτότητα ελληνική.
Σε μια εποχή και περιοχή, όπου το μέλλον φαινόταν αβέβαιο και οι αβεβαιότητες φάνταζαν περισσότερες από τις βεβαιότητες, δύο ήσαν οι αδιαμφισβήτητες βεβαιότητες: η πατροπαράδοτη πίστη και η ελληνική εθνική συνείδηση των γηγενών.
Οι γηγενείς Μακεδονομάχοι, οι επώνυμοι και οι ανώνυμοι, δεν είχαν ανάγκη, προκειμένου να καθιερωθούν, να συνάπτουν αδελφοποιήσεις, βαφτίσια, κουμπαριές· δεν είχαν ανάγκη από όλες εκείνες τις πράξεις που επιβάλλει η ανασφάλεια του ξένου. Οι γηγενείς αντάρτες και αρχηγοί ήσαν γνωστοί και καθιερωμένοι στον τόπο τους, ανάλογα με την αξία του ο καθείς. Ούτε ηχηρά πολεμικά ονόματα χρειάζονταν· ήταν γνωστοί για την παλληκαριά τους και τα πατριωτικά τους αισθήματα. Ήσαν οι γηγενείς Μακεδονομάχοι περήφανοι και εξόχως εύθικτοι απέναντι στους επήλυδες.
Όταν ο καπετάν Ναούμης Σπανός από την Χρούπιστα (Αργος Ορεστικόν σήμερα) έλαβε εντολή από τον Καλαποθάκη να εκτελεί χρέη οδηγού της ανταρτικής ομάδας του Βάρδα, ο Σπανός αρνήθηκε χολωμένος: «Εγώ δεν είμαι γάιδαρος να σύρω καμήλες· εγώ είμαι άτι, κλωτσώ και πηδώ».1
Η επιλεκτική αναφορά σε επώνυμους γηγενείς Μακεδονομάχους θα αδικούσε πλειάδα αξιομνημόνευτων γηγενών ηρώων και θυμάτων. Παρελαύνουν όλοι στις σελίδες που ακολουθούν. Ένας όμως εξ αυτών αξίζει ιδιαίτερης μνείας, ο καπετάν Κώττας. Όταν τον αντίκρισε ο Παύλος Μελάς, ο κατ, εξοχήν ήρωας του Μακεδονικού Αγώνα, είδε με δέος και θαυμασμό στον ισχνό άνδρα από την Ρούλια (Κώττας σήμερα) των Κορεστίων, τον αδιαμφισβήτητο ηγέτη αυτού του Αγώνα. Ούτε οι διάφοροι σύλλογοι, ούτε τα Προξενεία, ούτε οι διάφοροι πράκτορες από την Ελλάδα αντιπροσώπευαν αυτό που αντιπροσώπευε ο Κώττας, την Ελληνική Μακεδονία! Την γενναιότητα και την παλληκαριά του, την σύνεση και την μεγαλοφροσύνη του, δε τις χωρούσαν η Ρούλια και τα Κορέστια ούτε η Καστοριά αλλά μόνο η Ελλάδα ολόκληρη, για την οποία έδωσε την ζωή του. Παραμένει ακόμη ανεξήγητο το εξής: πως η καρδιά αυτή του απλού χωρικού χώρεσε την Ελλάδα ολόκληρη -την Ελλάδα μάλιστα που δεν την είχε γνωρίσει ποτέ παρα μόνο στο πρόσωπο λίγων αγωνιστών, όπως ο Παύλος Μελάς και ο Γερμανός Καραβαγγέλης.
1. Ναούμ Σπανού, «Αναμνήσεις εκ του Μακεδονικού Αγώνος», στο εργο Ο Μακεδονικός Αγώνας. Απομνημονεύματα, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Αθήνα 1984, σ. 381.
Δεν διακρίνονταν από τους άλλους Έλληνες, ούτε οι ίδιοι διέκριναν τον εαυτό τους: Έλληνες όλοι για την Ελληνική Μακεδονία. Διακρίνονταν από τους άλλους, τους Νότιους Έλληνες, από το γεγονός ότι οι γηγενείς δεν ήταν περαστικοί όπως το νερό της βροχής, αλλά μόνιμοι, όπως τα ψηλά βουνά τους. Σε αντίθεση με τους επήλυδες οι γηγενείς Μακεδονομάχοιδεν χρειάζονταν διάκριση, επειδή ήταν διακεκριμένοι στον τόπο τους.
Τον χειμώνα οι επήλυδες Μακεδονομάχοι έφευγαν, όπως οι νομάδες, για τον θερμότερο Νότο: εκεί ξεχείμαζαν, εκεί στρατολογούσαν ή στρατολογούνταν, εκεί συνήπταν συμφωνίες. Οι γηγενείς, αντιθέτως, υπέμεναν τις κακουχίες και ανέμεναν την άνοιξη σκεπασμένοι από τα χιόνια της Μακεδονίας. Εκεί συνέχιζαν να εκκλησιάζονται στην Ορθόδοξη εκκλησία τους, να στέλνουν τα παιδιά τους στο ελληνικό σχολείο. Η εμμονή στα πάτρια συνιστούσε αδιάσειστη ταυτότητα ελληνική.
Σε μια εποχή και περιοχή, όπου το μέλλον φαινόταν αβέβαιο και οι αβεβαιότητες φάνταζαν περισσότερες από τις βεβαιότητες, δύο ήσαν οι αδιαμφισβήτητες βεβαιότητες: η πατροπαράδοτη πίστη και η ελληνική εθνική συνείδηση των γηγενών.
Οι γηγενείς Μακεδονομάχοι, οι επώνυμοι και οι ανώνυμοι, δεν είχαν ανάγκη, προκειμένου να καθιερωθούν, να συνάπτουν αδελφοποιήσεις, βαφτίσια, κουμπαριές· δεν είχαν ανάγκη από όλες εκείνες τις πράξεις που επιβάλλει η ανασφάλεια του ξένου. Οι γηγενείς αντάρτες και αρχηγοί ήσαν γνωστοί και καθιερωμένοι στον τόπο τους, ανάλογα με την αξία του ο καθείς. Ούτε ηχηρά πολεμικά ονόματα χρειάζονταν· ήταν γνωστοί για την παλληκαριά τους και τα πατριωτικά τους αισθήματα. Ήσαν οι γηγενείς Μακεδονομάχοι περήφανοι και εξόχως εύθικτοι απέναντι στους επήλυδες.
Όταν ο καπετάν Ναούμης Σπανός από την Χρούπιστα (Αργος Ορεστικόν σήμερα) έλαβε εντολή από τον Καλαποθάκη να εκτελεί χρέη οδηγού της ανταρτικής ομάδας του Βάρδα, ο Σπανός αρνήθηκε χολωμένος: «Εγώ δεν είμαι γάιδαρος να σύρω καμήλες· εγώ είμαι άτι, κλωτσώ και πηδώ».1
Η επιλεκτική αναφορά σε επώνυμους γηγενείς Μακεδονομάχους θα αδικούσε πλειάδα αξιομνημόνευτων γηγενών ηρώων και θυμάτων. Παρελαύνουν όλοι στις σελίδες που ακολουθούν. Ένας όμως εξ αυτών αξίζει ιδιαίτερης μνείας, ο καπετάν Κώττας. Όταν τον αντίκρισε ο Παύλος Μελάς, ο κατ, εξοχήν ήρωας του Μακεδονικού Αγώνα, είδε με δέος και θαυμασμό στον ισχνό άνδρα από την Ρούλια (Κώττας σήμερα) των Κορεστίων, τον αδιαμφισβήτητο ηγέτη αυτού του Αγώνα. Ούτε οι διάφοροι σύλλογοι, ούτε τα Προξενεία, ούτε οι διάφοροι πράκτορες από την Ελλάδα αντιπροσώπευαν αυτό που αντιπροσώπευε ο Κώττας, την Ελληνική Μακεδονία! Την γενναιότητα και την παλληκαριά του, την σύνεση και την μεγαλοφροσύνη του, δε τις χωρούσαν η Ρούλια και τα Κορέστια ούτε η Καστοριά αλλά μόνο η Ελλάδα ολόκληρη, για την οποία έδωσε την ζωή του. Παραμένει ακόμη ανεξήγητο το εξής: πως η καρδιά αυτή του απλού χωρικού χώρεσε την Ελλάδα ολόκληρη -την Ελλάδα μάλιστα που δεν την είχε γνωρίσει ποτέ παρα μόνο στο πρόσωπο λίγων αγωνιστών, όπως ο Παύλος Μελάς και ο Γερμανός Καραβαγγέλης.
1. Ναούμ Σπανού, «Αναμνήσεις εκ του Μακεδονικού Αγώνος», στο εργο Ο Μακεδονικός Αγώνας. Απομνημονεύματα, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Αθήνα 1984, σ. 381.
Ι.Σ Κολιόπουλος
Αφανείς Γηγενείς Μακεδονομάχοι (1903-1913),
Ι. Σ. Κολιόπουλος (επιστ. εποπτεία), Ι. Δ. Μιχαηλίδης – Κων. Σ. Παπανικολάου (επιμ.),
Θεσσαλονίκη, Ε.Μ.Σ. – University Studio Press, 2008, 4ο, σελ. 191. Χορηγός: Νικόλαος Μάνος.
Στο επίτομο αυτό έργο παρατίθενται τα αποτελέσματα της επιστημονικής έρευνας-καταγραφής που εκπονήθηκε από την Eταιρεία Mακεδονικών Σπουδών. Στις 192 σελίδες του βιβλίου παρουσιάζονται περισσότεροι από 3.000 αναγνωρισμένοι Αφανείς Γηγενείς Μακεδονομάχοι από τους 13 Νομούς της Μακεδονίας, από 456 πόλεις και χωριά. Kαταγράφονται τα επίσημα και ιστορικά τεκμηριωμένα βιογραφικά στοιχεία καθημερινών ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, που στήριξαν και υπερασπίστηκαν προσφέροντας ακόμη και τη ζωή τους στο μεγαλύτερο έπος του ελληνισμού μετά τον Αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας. Μέσα απο τις σελίδες του παρατίθενται μεταξύ άλλως μακεδονομάχοι απο τα χωριά Αβδέλλα, Περιβόλι, Σαμαρίνα, Περιθώρι, Προσοτσάνη, Κάτω Βέρμιο, Ξηρολίβαδο, Ιεροπηγή, Κλεισούρα, Κάρπη, Σκρά, Μεγάλα και Μικρά Λιβάδια, Αρχάγγελος, Χιονοχώρι, Άνω Πορόϊα, Πισοδέρι, Νυμφαίο κ.α
Το βιβλίο
διατίθεται δωρεάν σε ηλεκτρονική μορφή.