12.10.20

Οι λογοτέχνες στο πλευρό του λαού...12 Οκτωβρίου 1944- Απελευθέρωση της Αθήνας.

Όλα τα Verboten, ξεκρεμάστηκαν ή έσβησαν τη νύχτα. Όλα τα συρματοπλέγματα κόπηκαν. Άνοιξαν οι...πόρτες των στρατοπέδων και των φυλακών και μαζί τους  κι όλες οι άλλες καταπαχτές που οδηγούσαν στον Άδη. Ήταν μια νύχτα φθινοπωρινή και μακάρι να έλαμπαν έτσι και οι πιο όμορφες ανοιξιάτικες μέρες του κόσμου. Σαν να τα είχες ξεχάσει, σου φαινόταν περίεργο που ο ουρανός ήταν γιομάτος από τόσο λαμπερά άστρα. Ο κόσμος έμοιαζε σα να ήταν ένα φαινόμενο εντελώς νέο.
Κρατώ από τα χέρια τα δυο μου παιδιά και περπατάμε προς τον Εθνικό Κήπο, περασμένα μεσάνυχτα. Ο γιός μου, έξι χρονών, στρέφει σε μια στιγμή και μου λέει: «Και θα είναι πάντοτε έτσι;» Κι η κόρη μου, δυο χρόνια μεγαλύτερή του, χαμογέλασε κι έκαμε ένα μικρό χορευτικό βηματάκι, σα να βεβαίωνε τον αδελφό τους πως ναι, πάντοτε έτσι θα είναι.
Οι άνθρωποι, δεν ήθελαν να κοιμηθούν εκείνη τη νύχτα. Τους ταίριαζαν οι φωτιές που άναβαν, οι χοροί, τα τραγούδια, οι άναρθρες κραυγές που θύμιζαν μεθυσμένα πουλιά, τα σφυρίγματα. Το πρωί τους βρήκε στους δρόμους ν’ αγκαλιάζονται, να φιλιούνται, να ξεσπούν σε χειροκροτήματα γύρω από τους φυλακισμένους, που τα είχαν χαμένα, και μην ξέροντας πώς να φερθούν, χαμογελούσαν, ένα χαμόγελο που το στόλιζαν δάκρυα.
Όλες οι σημαίες ανασύρθηκαν από τη ναφθαλίνη, σα να ανασύρθηκαν μες από τους μυστικούς κρυψώνες των καρδιών «δια το καλόν που λαχαίνει εις την πατρίδα» όπως θα έγραφε και ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Πολλοί διπλωνόντουσαν μ’ αυτές τις σημαίες και χόρευαν. Οι δρόμοι είχαν μεταβληθεί σε ανθρώπινους ποταμούς που πάφλαζαν…

Οδύνη, εκδ. Πόλις

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος σημαιοφόρος της Εταιρείας Λογοτεχνών κατά την παρέλαση.
📷 Αρχείο της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Σπάρτης.