7.9.20

"Το δέον και το είναι.Μορφωτικά αγαθά, δάσκαλος και μαθητές". Του πανεπιστημιακού, Νίκου Βαρμάζη

Καταθέσω κάποιες σκέψεις που μπορούν να είναι χρήσιμες σε νέους εκπαιδευτικούς. Δεν παρουσιάζουν καμιά πρωτοτυπία ούτε μου ανήκουν. Τις έχουν πει
πολλοί άλλοι παλαιότερα και με πολύ πιο γλαφυρό τρόπο. Τις γράφω μόνο και μόνο, γιατί το περιεχόμενό τους το συνειδητοποιεί κανείς κυρίως από τη διδακτική πράξη, δεν το μαθαίνει δηλαδή διαβάζοντας παιδαγωγικά βιβλία. Είναι συνεπώς το απόσταγμα πράξεων και λαθών μου, ένα απόσταγμα από το έργο του δασκάλου.
Πιστεύω ότι το εκπαιδευτικό έργο είναι ένα συνεχές αγώνισμα ανάμεσα στο δέον και στο είναι. Το πρώτο περιέχεται κυρίως στις θεμελιώδεις αρχές της παιδαγωγικής, στις κατευθυντήριες αρχές της αγωγής και της εκπαίδευσης, οι οποίες προσπαθούν να στήσουν το μορφωτικό έργο σε γερά θεμέλια, έτσι ώστε αυτό με τη σειρά του να ικανοποιεί τις βαθύτερες ανάγκες του ανθρώπου, να ανταποκρίνεται όμως στα αιτήματα των καιρών. Οι θεμελιώδεις αυτές αρχές συνήθως εκφράζονται μέσα από τα νομοθετικά κείμενα που απαρτίζουν την εκπαιδευτική νομοθεσία.
Αφετηρία είναι το σύνταγμα, που υποστηρίζει ότι η εκπαίδευση πρέπει να πλάθει ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες. Στη συνταγματική αυτή πρόβλεψη οφείλουν να συμμορφώνονται απολύτως όλοι οι εκπαιδευτικοί νόμοι και όλα τα επιμέρους νομοθετήματα : αναλυτικά προγράμματα, διατάγματα, αποφάσεις και διαταγές, που αφορούν σε όλες τις σχολικές βαθμίδες, από το νηπιαγωγείο ως το πανεπιστήμιο.
Σε όλα αυτά τονίζεται άλλοτε ρητά και άμεσα και άλλοτε έμμεσα το δέον, που δίνει την ηθική διάσταση στα εκπαιδευτικά δρώμενα. Στον αντίποδα κείται το είναι, η πραγματικότητα και η πρακτική, που έρχονται να προσγειώσουν το δέον σε ανώμαλο έδαφος. Η εκπαίδευση ως κοινωνικός θεσμός σχετίζεται με μια κοινωνική πραγματικότητα, με ανάγκες και ανισότητες, με ιδεολογίες και ιδεοληψίες, με σκοπιμότητες και υστεροβουλίες, με οικονομικά δεδομένα και συγκεκριμένα αποτελέσματα. Όλα αυτά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πιέζουν, σχεδόν συνθλίβουν και πάντως παραμορφώνουν το δέον.
Έτσι οι αρχικές προθέσεις του νομοθέτη που δίνουν στην εκπαίδευση ένα δημοκρατικό χαρακτήρα, όπου “έξεστι πάσι το ίσον” κατά τον Θουκυδίδη, σε διαδοχικές φάσεις κολοβώνονται και το τελικό αποτέλεσμα που προκύπτει είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που προδιαγράφουν οι αρχικές προσδοκίες.
Η όλη αυτή διαδικασία μου φέρνει στο νου την εικόνα του υδρόμυλου, στη φάση κυρίως που προηγείται του αλέσματος. Ο υδρόμυλος στήνεται συνήθως σε κατηφορικό μέρος του ποταμού. Στο χείλος που αρχίζει η κατηφόρα γίνεται η δέση, για να μαζεύεται το νερό. Το νερό το υποδέχεται έπειτα η καρούτα ( δεν ξέρω τι λέξη είναι αυτή, τη λένε πάντως στο χωριό μου ), ο σωλήνας δηλαδή που είναι φαρδύς στο επάνω στόμιο, για να μαζεύει όσο περισσότερο νερό γίνεται, και στενός στο κάτω, για να βγαίνει με δύναμη το νερό και χτυπώντας τη φτερωτή την αναγκάζει να γυρίζει και να δίνει την κίνηση στη μυλόπετρα που αλέθει το σιτάρι.
Έτσι άνετη είναι, σαν το φαρδύ στόμιο της καρούτας, η διατύπωση για τους σκοπούς της εκπαίδευσης στο άρθρο 16 του συντάγματος. Η υπόλοιπη νομοθεσία όμως διαρκώς περιορίζει τα πράγματα και τα περισφίγγει, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι μικρό μέρος των αρχικών προσδοκιών.
Κάτω από την πίεση που ασκούν στο εκπαιδευτικό έργο ποικίλοι περιοριστικοί παράγοντες εξαφανίζεται ή παραμορφώνεται η ηθική διάσταση του δέοντος και συνήθως καταντά ρηχή και ανούσια ηθικολογία, που κανέναν δεν πείθει και κυρίως τους νέους ανθρώπους, δηλαδή τους μαθητές.
Ενδιάμεσος στο σκληρό αγώνα μεταξύ δέοντος και είναι στέκεται ο δάσκαλος, που αγωνίζεται ή πρέπει να αγωνίζεται να συζεύξει το πρώτο, το δέον, με το δεύτερο, το είναι. Το έργο του είναι δύσκολο, είναι ψυχοφθόρο αλλά και συναρπαστικό, γιατί είναι υποδειγματικό σε όλες τις πτυχές του : πώς πρέπει να έρχεται σε επαφή και πώς να δέχεται ο ίδιος πρώτα τα μορφωτικά αγαθά, πώς να διδάσκει και πώς να φέρνεται στους μαθητές του, πώς να απονέμει τη δικαιοσύνη στην τάξη του, πώς να ιεραρχεί τις σχέσεις του ρόλου του με όλες τις ομάδες αναφοράς του έργου του : τους προϊσταμένους, τους γονείς, τους μαθητές του.
Ο δάσκαλος οφείλει να υπηρετεί την αυτόνομη σκέψη και να αποφεύγει τους ποικίλους δογματισμούς. Μόνο έτσι μπορεί να ανοίγει αληθινό διάλογο με τους μαθητές του, ο οποίος βοηθάει το νέο άνθρωπο να αποκτήσει ωριμότητα και κριτική σκέψη. Η στάση του δασκάλου πρέπει να κατευθύνεται από το παιδαγωγικό ήθος του, που δεν του επιτρέπει να ξεχνά ότι όλες οι ενέργειες του αποβλέπουν στη μόρφωση του νέου ανθρώπου, στη δημιουργία αυτόνομης και αυθύπαρκτης προσωπικότητας, όπως υποστήριζε ο Δελμούζος. Αυτό προϋποθέτει σεβασμό της ατομικότητας κάθε παιδιού ξεχωριστά και εξασφαλίζεται μόνο με την αγάπη του δασκάλου για τους μαθητές του. Χωρίς αυτήν το έργο του δασκάλου εκφυλλίζεται και καταντά διεκπεραίωση γραφειοκρατικών διαδικασιών, στρατηγική μετάδοσης γνώσεων, ισοπέδωση της μοναδικότητας κάθε παιδιού και όχι προσωπική συνάντηση με τον κάθε μαθητή ξεχωριστά. Αυτό πιστεύω ότι μετρά πάνω από καθετί άλλο στο συναρπαστικό έργο του δασκάλου : Η προσωπική συνάντηση, οι δεσμοί με τους μαθητές του.