31.8.20

Η μεγαλύτερη κλοπή της παγκόσμιας ιστορίας: Η αρπαγή της σορού του Μ. Αλεξάνδρου και το μέρος της ταφής του

Αν υπήρχε κάποιος τρόπος να λυθεί αυτό το μυστήριο πλήθος ερευνητών, πάσης φύσεως σε όλο τον κόσμο, θα ένιωθαν να καλύπτεται ένα τεράστιο κενό της ίδιας...
της ύπαρξής τους.
Το ξαφνικό τέλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η περιπέτεια της σορού του είναι το μεγαλύτερο αίνιγμα της Ιστορίας, προκαλώντας μια σειρά από θεωρίες και αναπάντητα ερωτήματα για περισσότερα από 2.300 χρόνια.

Ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε τον Ιούνιο του 323 π.χ. κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, παραμονές της νέας μεγάλης εκστρατείας του στην Αραβία. Ποτέ, κανένα αξίωμα δεν διεκδικήθηκε με τέτοιο ζήλο και δόλια μέσα από τόσους πολλούς και ισχυρούς, καθώς ο «κατακτητής του κόσμου» άφησε πίσω του μια απέραντη αυτοκρατορία και πολλούς επίδοξους διαδόχους, που οδήγησαν τελικά στον τεμαχισμό της.

Βάσει ιστορικών ενδείξεων, φαίνεται ότι στην κούρσα για τη διαδοχή του το «τρόπαιο» της σορού του μεγάλου βασιλιά εξελίχθηκε σε μέγα ζήτημα κύρους. Όποιος θα την είχε στην κατοχή του, θα αποκτούσε ψυχολογικό πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων, ως ο φυσικός συνεχιστής της αυτοκρατορίας στα «μάτια» του στρατεύματος.

Η σορός του Αλέξανδρου, αφού ταριχεύτηκε, έμεινε σχεδόν δυο ολόκληρα χρόνια σ’ ένα πολυτελές σκήνωμα στην Βαβυλώνα, όπου ήταν τόπος προσκυνήματος για χιλιάδες υπηκόους του. Τότε αποφασίστηκε να επαναπατριστεί στη Μακεδονία, ώστε σύμφωνα με τον Παυσανία, να ταφεί στο παλιό βασιλικό νεκροταφείο στις Αιγές, δηλαδή τη Βεργίνα.

Ως γνωστόν η σορός του δεν βρέθηκε ποτέ. Η επικρατέστερη θεωρία είναι ότι κλάπηκε από τον Πτολεμαίο του Λάγου, κοντά στη Δαμασκό, στην πορεία προς τη Μακεδονία. Αυτό όμως που έχει γίνει γνωστό από αρχαία κείμενα, είναι ότι η πομπή που τη μετέφερε από τη Βαβυλώνα ήταν ένα από τα σπουδαιότερα θεάματα που αντίκρισε ποτέ ο κόσμος.

Σύμφωνα με αυτές τις πηγές, η αρμάμαξα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν ένα πρωτόγνωρο στον αρχαίο κόσμο «μνημείο» χλιδής και πλούτου, αντάξιο σε επιβλητικότητα της φήμης του μεγαλύτερου στρατηλάτη που γνώρισε ο κόσμος.


Ζωγραφική αναπαράσταση του 19ου αιώνα της νεκροπομπής του Μεγάλου Αλεξάνδρου σύμφωνα με την περιγραφή του Διόδωρου

Ήταν διακοσμημένη με χρυσό και πολύτιμους λίθους και ζύγιζε περισσότερο από 100 τόνους. Για την κατασκευή της χρησιμοποιήθηκαν 250 λίτρα χρυσού. Η στέγη ήταν ιωνικού ρυθμού και στηριζόταν με χρυσούς κίονες, ενώ στις τέσσερις γωνίες της οροφής υπήρχαν 4 αγάλματα της Νίκης Τροπαιοφόρου. Το φέρετρο σφραγίστηκε με χρυσό κάλυμμα και στολίστηκε με χρυσοποίκιλτη πορφυρή σημαία. Δίπλα τοποθετήθηκαν τα όπλα του βασιλιά.

Κάτω από την οροφή της άμαξας υπήρχαν ανάγλυφες προτομές των μυθικών ζώων τραγέλαφων, ενώ οι τροχοί της είχαν στον άξονά τους λεοντοκεφαλές και ανάμεσα στα δόντια τους δόρυ, προς αποθάρρυνση όσων επιχειρούσαν να την πλησιάσουν.

Την άμαξα έσερναν συνολικά 64 ημίονοι (μουλάρια), που ήταν στεφανωμένα με επίχρυσα στεφάνια. Φρουρά της νεκροπομπής ήταν Μακεδόνες στρατιώτες και οι μηλοφόροι, μια επίλεκτη στρατιωτική μονάδα που αποτελούταν από 1.000 Πέρσες.

Υπολογίζεται ότι με σημερινά δεδομένα, η αξία της θα ήταν ανάμεσα σε 5 και 10 δισ. ευρώ.

«Η αρμάμαξα ήταν τόσο εντυπωσιακή και μεγαλοπρεπή στη θέα, που τα λόγια δεν μπορούν να την περιγράψουν. Η φήμη της διαδόθηκε τόσο που προσέλκυσε πολλούς θεατές. Από κάθε πόλη που περνούσε όλοι έβγαιναν να την προϋπαντήσουν και μετά να την ξεπροβοδίσουν, χωρίς να μπορούν να χορτάσουν το θέαμα. Στη μεγαλοπρέπειά της συνέτεινε και η συνοδεία από ένα πλήθος οδοποιών και τεχνητών, καθώς και ένα σώμα στρατιωτικών…», αναφέρει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει για την άμαξα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.


Οι διατυπωμένες θεωρίες των επιστημόνων σχετικά με το σκοπό μιας τόσο δαπανηρής πομπής είναι αρκετές. Μία από αυτές είναι ότι οι διάδοχοι ήθελαν με αυτό το φαραωνικό θέαμα να στείλουν ένα μήνυμα ενότητας προς τους λαούς του βασιλείου, καθώς ο θάνατος του Αλέξανδρου είχε πυροδοτήσει διχόνοια, ίντριγκες και διαμάχες. Μια άλλη εκδοχή αναφέρει ότι απώτερος στόχος ήταν η αποστολή θησαυρών της Ανατολής στη Μακεδονία και για αυτό το λόγο η «καμουφλαρισμένη» αρμάμαξα συνοδευόταν από πολυάριθμο σώμα στρατού.

Η εκτίμηση του Παυσανία για τη διαδρομή που ακολούθησε η πομπή και το σημείο προορισμού ταφής της σορού δεν είναι η μοναδική, καθώς σύμφωνα με άλλες πηγές ο Αλέξανδρος είχε εκφράσει την επιθυμία να ταφεί στον ναό του Άμμωνος Διός στην όαση της Σίβας.

Αυτό που μοιάζει βέβαιο είναι ότι ο στρατηγός Πτολεμαίος, σατράπης επί μία διετία της Αιγύπτου και ιδρυτής της δυναστείας των Πτολεμαίων, βρήκε τρόπο να κλέψει τη σορό, καθ’ οδόν προς τον προορισμό της. Ο Πτολεμαίος ήταν ένας από τους παιδικούς συντρόφους του Αλεξάνδρου και συμμαθητής του στις διδασκαλίες του Αριστοτέλη, που είχε εξυψωθεί στο βαθμό του στρατάρχη στη νέα αυτοκρατορία.

Η επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι ο Πτολεμαίος έθαψε πρώτα τη σορό στη Μέμφιδα, την παλιά πρωτεύουσα των Φαραώ. Αργότερα, μετέφερε τη σορό στη νέα πρωτεύουσα του βασιλείου του, την Αλεξάνδρεια, όπου έχτισε και το περίφημο μαυσωλείο. Υπάρχουν αναφορές σύμφωνα με τις οποίες το λαμπρό μαυσωλείο σώζονταν ακόμη κατά την εποχή του πρώτου Ρωμαίου αυτοκράτορα, Οκταβιανού Αύγουστου, (29 π.Χ. – 14 μ.Χ.). Από την ύστερη όμως αρχαιότητα (περίπου 3ο μ.Χ. αι.) και μετά έχει εξαφανιστεί από τις ιστορικές γραφές, χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος.   
Με βάση τον Παυσανία, ο Πτολεμαίος τήρησε το μακεδονικό νόμο κατά την ταφή του Αλεξάνδρου, δηλαδή αποτέφρωσε τη σορό του. Μετά από λίγο καιρό, σε διάσκεψη με τους διαδόχους, συμφώνησε από κοινού μαζί τους να μεταφερθούν τα οστά του βασιλιά στη Μακεδονία και να θαφτούν στον ήδη ετοιμασμένο τάφο που κατασκευαζόταν τη διετία κατά την οποία η σορός του Αλεξάνδρου ήταν σε «αναμονή» στην Βαβυλώνα.

Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν θα έχει «επίσημο» χαρακτήρα, τουλάχιστον έως ότου ανακαλυφθεί το άγιο δισκοπότηρο της αρχαιολογίας. Τα ίχνη της σορού του πιο ένδοξου βασιλιά στα χρονικά χάνονται ουσιαστικά εκεί που ο πρώην πιστός σύντροφός του έστησε καρτέρι για τη μεγαλύτερη κλοπή της παγκόσμιας Ιστορίας.