πολλά εγχειρίδια ψυχολογίας-ψυχιατρικής και όχι μόνο.
Για παράδειγμα, σε κάποια βιβλία αυτό-βελτίωσης και «ενσυνειδητότητας» (mindfulness) διαβάζουμε συχνά ότι το να αποδεχόμαστε τα πράγματα έτσι όπως είναι χωρίς να κάνουμε προσπάθειες για να τα ελέγξουμε, μάς γλιτώνει από το να βιώνουμε περιττά αρνητικά συναισθήματα όπως είναι το άγχος και η ανησυχία.
Στην ψυχοθεραπευτική πρακτική, το να αποδεχόμαστε τον εαυτό μας αποτελεί κατά φαινομενικά παράδοξο τρόπο μια σημαντική προϋπόθεση για να αλλάξουμε αυτά που επιθυμούμε σε αυτόν. Στις ανθρώπινες σχέσεις, το να παίρνουμε και το να δίνουμε αποδοχή έχει πρωτεύουσα σημασία όταν συνδεόμαστε φιλικά, συναδελφικά ή/και ερωτικά με τους άλλους.
Η ανάγκη του να είμαστε αποδεκτοί στις σχέσεις μας με τους άλλους είναι εγγεγραμμένη στην εξελικτική μας ιστορία. Αποτελεί σημαντικό στοιχείο της ταυτότητάς μας και εκδηλώνεται από τότε που ήμασταν μικρά παιδιά και αλληλεπιδρούσαμε με τους πρώτους φροντιστές της ζωής μας.
Πώς γεννήθηκε αυτή η ανάγκη για αποδοχή όμως; Γιατί προσπαθούμε συνεχώς να την ικανοποιήσουμε στις σχέσεις μας με τους άλλους; Τι συμβαίνει όταν βιώνουμε την απόρριψη; Και πώς ο τρόπος που σχετισθήκαμε με τους πρώτους φροντιστές μπορεί να επηρεάσει το πώς την αναζητούμε και την αντιλαμβανόμαστε και στις υπόλοιπες σχέσεις που προκύπτουν μετέπειτα στην ζωή μας;
Καταλαβαίνουμε ότι η ανάγκη για αποδοχή είναι προσδιοριστικό στοιχείο της ταυτότητάς μας αν σκεφτούμε τι σημαίνει για εμάς το να μας αποδέχονται οι άλλοι. Ο καθένας από εμάς ίσως να έδινε μια διαφορετική απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Σε πρωταρχικό επίπεδο όμως, φαίνεται να ζητάμε αποδοχή επειδή θέλουμε να ανήκουμε κάπου.
Η ανάγκη του «ανήκειν» λοιπόν, μάς ωθεί στο να σχηματίζουμε και να διατηρούμε διαπροσωπικές σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους στις οποίες πρέπει να πληρούνται δύο βασικές προϋποθέσεις: α) η αλληλεπίδραση με τους άλλους να είναι θετική και ευχάριστη και β) να χαρακτηρίζεται από σταθερότητα, διάρκεια και κοινό ενδιαφέρον για την υγεία και την ευημερία των εμπλεκόμενων μελών.
Στο μακρινό μας παρελθόν, η συγκρότηση ομάδων και στενών σχέσεων με τους άλλους δεν αύξανε μόνο τις πιθανότητες επιβίωσής μας, αλλά συνέβαλε και στην αναπαραγωγική μας επιτυχία. Η διαρκής έκθεση σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον που ελλόχευε κινδύνους στους οποίους δεν μπορούσαμε να αντιπαρέλθουμε εξ’ ολοκλήρου χρησιμοποιώντας τα σωματικά χαρακτηριστικά μας, κατέστησε επιτακτική ανάγκη τη δημιουργία μικρών κοινωνικών ομάδων μέσα στις οποίες προστατευόμασταν από πιθανούς θηρευτές, βρίσκαμε ερωτικούς συντρόφους και μεγαλώναμε με ασφάλεια τα παιδιά μας. Τ
ο να ήμασταν μέλη μιας τέτοιας ομάδας λοιπόν, μάς ευνοούσε όχι μόνο ως άτομα, αλλά και ως είδος. Από την άλλη μεριά, το να μην γινόμασταν αποδεκτοί από μια τέτοια κοινωνική ομάδα θα ισοδυναμούσε μάλλον με…θανατική καταδίκη. Ακόμα και σε μεταγενέστερους πολιτισμούς (π.χ. στην Αρχαία Ελλάδα), η εξορία (που ήταν μια μορφή κοινωνικής απόρριψης) και ο θάνατος είχαν την ίδια «βαρύτητα» όσον αφορά την επιβολή της αυστηρότερης ποινής.
Παρόλο που πλέον η βιολογική μας επιβίωση δεν εξαρτάται τόσο άμεσα από τις σχέσεις μας με τους άλλους, η ανάγκη μας να λαμβάνουμε αποδοχή παραμένει αμείωτη και πολλές φορές…ανικανοποίητη. Μπορεί στον σύγχρονο κόσμο να μην απειλείται η ζωή μας όταν νιώθουμε ότι μάς απορρίπτουν οι άλλοι, αλλά επηρεάζεται σημαντικά η ψυχική μας υγεία. Όταν βιώνουμε τέτοιες αρνητικές κοινωνικές εμπειρίες, έρευνες (Leary, 2010˙ Williams και συνεργάτες, 2000) έχουν δείξει ότι αναδύονται παροδικά συναισθήματα άγχους και θυμού.
Όταν αυτές οι εμπειρίες τείνουν να γίνουν επαναλαμβανόμενες, τότε το άτομο αρχίζει να καταλαμβάνεται από συναισθήματα θλίψης, στεναχώριας, απογοήτευσης και αναξιότητας που μπορεί να οδηγήσουν ακόμα και σε ψυχοπαθολογικές καταστάσεις. Πότε όμως κατασκευάζουμε για πρώτη φορά τις έννοιες της αποδοχής/απόρριψης και πώς η εσωτερίκευση αυτών των «κατασκευών» συνδέεται με τον τρόπο που σχετιζόμαστε με τους άλλους;
Οι διαφορετικοί τύποι σχέσεων μεταξύ του γονέα-παιδιού έχουν ερευνηθεί αρκετά από τους υπερασπιστές της θεωρίας της προσκόλλησης (Bowlby, 1973), όχι μόνο αναφορικά με την ανάγκη μας να είμαστε αποδεκτοί, αλλά και με τον τρόπο που βιώνουμε για πρώτη φορά στην ζωή μας την απόρριψη.
Σύμφωνα με αυτήν την θεωρία, η ανταπόκριση και η ευαισθησία που δείχνει ο γονέας απέναντι στο παιδί, ωθούν το παιδί να δημιουργεί με την σειρά του κάποιες νοητικές αναπαραστάσεις (εσωτερικά μοντέλα εργασίας) του γονέα ως έμπιστου και αξιόπιστου φροντιστή και του εαυτού ως ατόμου που αξίζει να αγαπηθεί. Όσο οι γονείς επιτελούν λοιπόν αυτόν τον ρόλο ως φροντιστές, τόσο ενισχύεται η πεποίθηση του παιδιού ότι αξίζει να αγαπηθεί, χτίζεται παράλληλα η αυτο-εκτίμησή του και κατασκευάζει μια θετική εικόνα του εαυτού και των άλλων.
Αντίθετα, οι πρώιμες αρνητικές εμπειρίες (όπως είναι η γονεϊκή απόρριψη και παραμέληση), δημιουργούν αρνητικά μοντέλα εργασίας για τον εαυτό και τους άλλους, κάνοντας το άτομο διστακτικό, επιθετικό και καχύποπτο απέναντι τους επειδή υποθέτει ότι υπάρχουν αρκετές πιθανότητες να το απορρίψουν και αυτοί. Ως εκ τούτου, με την συμπεριφορά του, επαληθεύει συνήθως αυτό που φοβάται ότι πρόκειται να συμβεί.
Οι νοητικές αναπαραστάσεις του εαυτού, των άλλων και του κόσμου ενισχύουν λοιπόν η μία την άλλη δημιουργώντας πολλές φορές ένα φαύλο κύκλο μέσα στον οποίο το άτομο ψάχνει απεγνωσμένα την αποδοχή (που δεν έλαβε από τους γονείς) από τις σχέσεις που συνάπτει στην ενήλικη ζωή, αλλά καταλήγει να βιώνει διαρκώς την απόρριψη επιβεβαιώνοντας το εσωτερικό μοντέλο εργασίας που δημιουργήθηκε στην σχέση με τους πρώτους φροντιστές. Φυσικά, είναι αναμενόμενο να βιώσουμε όλοι την απόρριψη κάποια στιγμές στην ζωή μας.
Πέρα όμως από την παιδική ηλικία, η αναπτυξιακή περίοδος της εφηβείας είναι ιδιαίτερα κρίσιμη αν αναλογιστούμε ότι πρόκειται συνήθως για μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από έντονο άγχος, σύγκρουση και επιθυμία για ανεξαρτητοποίηση από τους γονείς. Η στάση του γονέα που ενισχύει την αυτονομία και την προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης του εφήβου και που παράλληλα θέτει κανόνες και όρια στην λεγόμενη «επαναστατική» συμπεριφορά του, οδηγεί τις περισσότερες φορές σε μια ομαλή μετάβαση στο στάδιο της προ-ενηλικίωσης.
Στην αναπτυξιακή περίοδο της εφηβείας, άλλες φιγούρες προσκόλλησης έρχονται για να διαδραματίσουν έναν σημαντικό ρόλο στην ανάγκη μας να είμαστε αγαπητοί, αρεστοί και τελικά…αποδεκτοί από τους άλλους. Οι σχέσεις με άλλα άτομα της ίδιας ηλικίας κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου φαντάζουν πιο ελκυστικές για τον έφηβο που επιθυμεί να ανήκει κάπου, γιατί είναι κατά κάποιον τρόπο πιο ισότιμες, λιγότερο ελεγκτικές ή/και επικριτικές εν συγκρίσει με αυτές που συνάπτουν με τους γονείς ή τους άλλους ενήλικες γενικά.
Επίσης, εκείνη την περίοδο το άτομο διεξάγει σχεδόν καθημερινά άτυπα «κοινωνικά πειράματα» προσπαθώντας να βρει την θέση του σε έναν κόσμο που δεν αποτελείται μόνο από τους στενούς συγγενείς και το ίδιο. Δοκιμάζει τις ικανότητες/δεξιότητές του σε διάφορες συνθήκες, συγκρίνεται με τους συνομήλικούς του, δημιουργεί ερωτικές σχέσεις και διεκδικεί μια θέση στην κοινωνική ομάδα που περιλαμβάνει τα άτομα με τα οποία θέλει να συναναστρέφεται.
Η έννοια της αποδοχής λοιπόν στην εφηβεία αρχίζει να συνδέεται (πέρα από την αίσθηση του «ανήκειν») με την αξία του εαυτού (τι μπορώ να καταφέρω) και με την ταυτότητα του εαυτού (ποιος/α είμαι) συμπεριλαμβανομένης και της σεξουαλικής ταυτότητας του ατόμου (ποια άτομα με ελκύουν σεξουαλικά).
Παρόλο που οι γονεϊκές και οι εφηβικές σχέσεις διαφέρουν μεταξύ τους αρκετά, υπάρχει μια σημαντική αλληλοεπικάλυψη όσον αφορά την θετική επίδραση της αποδοχής που παίρνει το άτομο στην ψυχο-συναισθηματική του ανάπτυξη, αν αναλογιστούμε ότι και στις δύο αυτές διαφορετικές μορφές σχέσεων είναι εφικτό να νιώσουμε αγάπη, υποστήριξη και οικειότητα.
Μπορούμε όμως να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι οι επιπτώσεις της γονεϊκής απόρριψης εξουδετερώνονται από την στιγμή που το άτομο καταφέρνει να δημιουργεί θετικές και ικανοποιητικές σχέσεις με συνομήλικα άτομα εκτός στενού οικογενειακού κύκλου και το αντίστροφο;
Τα ευρήματα κάποιων παλιών ερευνών (λ.χ. Greenberg και συνεργάτες, 1983˙ Raja και συνεργάτες, 1992) δείχνουν ότι η σχέση με τους γονείς και η αποδοχή που λαμβάνουμε από αυτούς έχει σημαντικότερο ρόλο για την ψυχολογική μας ευημερία σε σύγκριση με τις εφηβικές σχέσεις που χαρακτηρίζονται από σταθερότητα και προσφέρουν ικανοποίηση.
Από την άλλη μεριά, κάποιες σχετικά πιο πρόσφατες έρευνες (λ.χ. Criss και συνεργάτες 2002˙ Fotti και συνεργάτες, 2006) έδειξαν ότι από τα παιδιά που βίωναν απόρριψη/παραμέληση από τουλάχιστον έναν γονέα, μόνο όσα ανέφεραν έναν περιορισμένο αριθμό κοινωνικών αλληλεπιδράσεων με τους άλλους (κατά τη διάρκεια της εφηβείας), είχαν συνάμα και περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν συμπεριφορές «θυματοποίησης» ή/και επιθετικότητας αργότερα στην ζωή τους.
Ωστόσο, στις τελευταίες δύο έρευνες, δεν μελετήθηκαν τα «ποιοτικά χαρακτηριστικά» αυτών των διαπροσωπικών σχέσεων αλλά μόνο ο αριθμός τους που φαίνεται ότι λειτουργούσε προστατευτικά απέναντι στην εμφάνιση ορισμένων δυσπροσαρμοστικών συμπεριφορών. Επίσης, δεν διερευνήθηκε η αλληλεπίδραση μεταξύ συγκεκριμένων ιδιοσυγκρασιακών/γενετικών παραγόντων και περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ανατράφηκαν αυτά τα παιδιά.
Πέρα από την αρνητική επίδραση που θα είχε ένας αγχώδης ή αποφευκτικός τύπος προσκόλλησης γονέα-παιδιού στον τρόπο με τον οποίο σχετίζεται το άτομο με τους άλλους στις μετέπειτα σχέσεις του προκειμένου να λάβει αποδοχή, υπάρχουν άλλοι παράγοντες όπως είναι ο βαθμός ευαισθησίας του ατόμου στην άμεση ή την έμμεση κριτική των άλλων και/ή η χαμηλή αυτοεκτίμηση που φαίνεται ναι μεν να οφείλονται ως επί των πλείστων σε μαθημένους τρόπους σκέψης και δράσης, αλλά ίσως να έχουν και γονιδιακό υπόβαθρο (Onoda και συνεργάτες, 2010).
Μέσω της παρατήρησης εξακριβώνουμε άλλωστε αρκετά συχνά ότι ακόμα και οι κοινές εμπειρίες που μπορεί να έχουν δύο άνθρωποι που μεγαλώνουν σε ένα παρόμοιο περιβάλλον, επηρεάζουν με διαφορετικό τρόπο την γνωστική, συναισθηματική και συμπεριφορική τους απόκριση στα διάφορα ερεθίσματα που δέχονται από αυτό.
Αυτό σημαίνει ότι τα άτομα με κάποια γενετική προδιάθεση που έτυχε να μεγαλώσουν σε ένα ανασφαλές οικογενειακό περιβάλλον από το οποίο δεν έλαβαν την απαραίτητη φροντίδα και αγάπη, θα συνεχίσουν να δημιουργούν ασταθείς και κακοποιητικές σχέσεις για το υπόλοιπο της ζωής τους;
Σύμφωνα με την Γνωστική-Αναλυτική Ψυχοθεραπεία (ΓΑΨ), ο εντοπισμός και η αναγνώριση των «παγιδευτικών» τρόπων σκέψης και δράσης που οδηγούν σε έναν φαύλο κύκλο αναζήτησης της αποδοχής και βίωσης της απόρριψης, είναι τα πρώτα βήματα που μπορεί να κάνει το άτομο που έχει επιλέξει τον δρόμο της αλλαγής. Με την βοήθεια του ειδικού, ενισχύεται η αυτοπαρατήρηση και σταδιακά το άτομο εκπαιδεύεται στο να αναγνωρίζει μοτίβα συμπεριφορών που ταιριάζουν στην ζωή που έχει μάθει να διάγει.
Σκοπός λοιπόν είναι η διαφώτιση αυτών των συμπεριφορών και η σύνδεσή τους με το αξιακό σύστημα (π.χ. τι είδους άτομο είμαι όταν με αποδέχονται οι άλλοι) που υπηρετούμε και τον τρόπο με τον οποίο αυτο-προσδιοριζόμαστε. Φυσικά, η μετάβαση από την καθημερινή δράση στις επιθυμίες που έχουμε γενικά στην ζωή (π.χ. θέλω να με αποδέχονται οι άλλοι γιατί αλλιώς…) και στην συνέχεια στα στοιχεία της ταυτότητας του εαυτού μας, είναι δύσκολη και απαιτεί την καθοδήγηση του ειδικού.
Επίσης, πολλές φορές παρουσιάζονται συγκρούσεις μεταξύ κάποιων αξιών που προσδιορίζουν την ταυτότητά μας και ορισμένων στόχων βάσει των οποίων σχεδιάζουμε τη δράση μας. Η εμμονή αυτών των δράσεων που σχηματοποιήθηκαν στην πρώιμη παιδική ηλικία εμποδίζει με την σειρά της τον επαναπροσδιορισμό τους ώστε να καταστούν πιο λειτουργικές για το άτομο.
Ένας ακόμη στόχος λοιπόν της θεραπείας, είναι να διαφωτιστούν όλα οι πιθανοί ρεαλιστικοί τρόποι εναλλακτικής δράσης όσον αφορά το ισότιμο και αμοιβαίο «σχετίζεσθαι» με τον άλλο και να επιλεγούν όσοι εξυπηρετούν περισσότερο το άτομο στο «εδώ και τώρα».
Υπό αυτήν την έννοια, η ψυχοθεραπεία είναι μια εμπειρία επανεκπαίδευσης και ως τέτοια δεν αποτελεί μόνο μια ψυχοκοινωνική παρέμβαση. Mελέτες έχουν δείξει ότι συγκαταλέγεται μέσα στις βιολογικές θεραπείες που αλλάζουν την βιοχημεία του εγκεφάλου με σημαντικά και διαρκή αποτελέσματα, αν και το πώς συμβαίνει κάτι τέτοιο δεν είναι ακόμα εντελώς γνωστό (Kandel, 2013).
Συμπερασματικά, η ανάγκη του να είμαστε αποδεκτοί από τους άλλους είναι μια βαθιά ανθρώπινη ανάγκη που βοήθησε τους μακρινούς μας συγγενείς να σχηματίσουν τις πρώτες κοινωνίες και να αναπτύξουν ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους. Αντικατοπτρίζει την ανάγκη μας να ανήκουμε κάπου, την επιθυμία μας να εκτιμούμε την σημασία που έχουμε για τους άλλους και την έμφυτη τάση μας για κοινωνική διαντίδραση.
Η σχέση με τους πρώτους φροντιστές της ζωής μας καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την εικόνα που θα έχουμε αργότερα για τον εαυτό μας, τους άλλους και τον κόσμο γενικά. Αυτή η εικόνα ίσως επηρεάσει με την σειρά της τον τρόπο που αναζητούμε την αποδοχή και βιώνουμε την απόρριψη από τις σχέσεις που κάνουμε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας.
Ίσως η αποδοχή και η απόρριψη να μην είναι τελικά τα δύο αντίθετα άκρα ενός συνεχούς, αλλά δύο αλληλεξαρτώμενες έννοιες που αν απουσίαζε κάποια στιγμή η μία από την ζωή μας, δεν θα καταλαβαίναμε την άλλη...
Φωτογραφία: pexels.com
Βιβλιογραφία
- Criss, M. M., Pettit, G. S., Bates, J. E., Dodge, K. A., & Lapp, A. L. (2002). Family adversity, positive peer relationships, and children’s externalizing behavior: a longitudinal perspective on risk and resilience. Child Development, 73, 1220–1237.
- Fotti, S. A., Katz, L. Y., Afifi, T. O., & Cox, B. J. (2006). The associations between peer and parental relationships and suicidal behaviοrs in early adolescents. Canadian Journal of Psychiatry, 51, 698–703.
- Greenberg, M. T., Siegel, J. M., & Leitch, C. J. (1983). The nature and importance of attachment relationships to parents and peers during adolescence. Journal of Youth and Adolescence, 12, 373–386.
- Kandel, E.R (2013) Principles of Neural Science, 5th Edition. New York: McGraw-Hill Medical.
- Onoda, K., Okamoto, Y., Nakashima, K., Nittono, H., Yoshimura, S., Yamawaki, S., et al. (2010). Does low self–esteem enhance social pain? The relationship between trait self–esteem and anterior cingulate cortex activation induced by ostracism. Social Cognitive & Affective Neuroscience, 5, 385–391.
- Raja, S. N., McGee, R., & Stanton, W. R. (1992). Perceived attachments to parents and peers and psychological well-being in adolescence. Journal of Youth and Adolescence, 21, 471–485.