Αυτοί είναι οι πρώτοι τέσσερις μήνες ανακάλυψης του κόσμου, τής γλώσσας του σώματος, των αισθημάτων, τής ευχαρίστησης. Αν τότε τα πάει κανείς καλά, είναι...
σίγουρο ότι θα είναι ευτυχής στην ζωή του ό,τι κι αν του τύχει, έκτος από ακραίες καταστάσεις πείνας, πόνου, βασανιστηρίων. Εάν τότε δεν πάει καλά, θα είναι γκρινιάρης, με τάση για άγχος, κατάθλιψη, διαμαρτυρία, δυσκολία στις σχέσεις.
Γι’ αυτό και στα ζευγάρια 10% είναι ευχαριστημένα από την σχέση τους, άλλο ένα 10% είναι κάπως καλά, και 80% δεν τα πάνε καθόλου καλά. Στην σχέση αυτή πού είναι ή στενότερη, πού έχουν κοινά συμφέροντα, παιδιά, το σεξ, οικονομικά, όλα είναι υπέρ του δεσμού. Παρ’ όλα αυτά όμως 50% σέ όλο τον κόσμο χωρίζουν και 30% παραμένουν· για τα παιδιά, για τα οικονομικά, τον φόβο - «που πάω ξυπόλυτος στ’ αγκάθια», που θα βρω κάποιον να με εκφράζει, στα 45 ποιος θα με πάρει;
Όπως ξέρετε, όσο μεγαλώνουμε τόσο πιο λίγα προσφέρουμε στην πιάτσα. Γιατί όλοι μας είμαστε και ένα προϊόν. Εγώ πουλάω τα λεφτά μου, τίς γνώσεις μου, την ομορφιά μου· ο άλλος αυτά αγοράζει. Αν δεν τον ικανοποιούν, δεν τα αγοράζει.
Όσο μεγαλώνουμε, τόσο λιγότερα έχουμε να προσφέρουμε, ιδιαίτερα από άποψη εξωτερικής εμφάνισης. Ταυτόχρονα, όμως, επειδή έχουμε αναπτυχθεί, έχουμε πολύ μεγαλύτερες απαιτήσεις. Γι’ αυτό, αν δεν παντρευτεί κανείς από τα 20 μέχρι τα 30 μετά είναι δύσκολο.
Υπάρχουν γυναίκες 30, 35, 40 χρόνων πού ήθελαν πολύ να παντρευτούν, άλλα είναι πολύ δύσκολο, γιατί δεν βρίσκουν τον κατάλληλο άντρα. Έχουν -και δικαίως- πολλές απαιτήσεις. Είναι όμορφες, είναι μορφωμένες, άλλα όλοι οι «παντρέψιμοι» άντρες έχουν παντρευτεί.
Και οι χωρισμένοι -αυτοί χωρίζουν ανάμεσα στα 40 και τα 50- έχουν κι αυτοί απαιτήσεις. Άφησαν μια γυναίκα πού την ήξεραν γιατί δεν τούς ικανοποιούσε. Γιατί να πάρουν άλλη, πού μπορεί να βγει και χειρότερη; Την γνωρίζουν λίγο και μετά... την βόλτα τους. Γι’ αυτό πολλοί γυρίζουν στην γυναίκα τους ή αλλιώς είναι πολύ δύσκολοι. Γιατί με την γυναίκα σου έχεις δεθεί και τριάντα χρόνια και έχεις μαζί της δυο-τρία παιδιά. Κι αν έχει και ή καινούργια σύζυγος δυο-τρία παιδιά, εσύ τί θα είσαι μέσα στην οικογένεια;
Αυτά τα προβλήματα αντιμετωπίζω καθημερινά σαν οικογενειακός γιατρός. Μεγαλώνουν λίγο, πας να πεις μια κουβέντα και σου λένε: «Δεν είσαι μπαμπάς μου· μόνο ο μπαμπάς μου έχει δικαίωμα να μου λέει τέτοια».
Ο γιος έχει και τον ανταγωνισμό. Αν σηκώσεις χέρι, βγαίνει ή μαμά και αρχίζει ή σύγκρουση: «Δεν μπορείς να χτυπήσεις τον γιό μου· δεν είναι παιδί σου» (όχι ότι ο κανονικός μπαμπάς έχει δικαίωμα να χτυπάει). Και μια κουβέντα παραπάνω να πεις, δημιουργούνται εντάσεις.
Πολλοί πατριοί ρίχνονται στα κορίτσια στην εφηβεία τους. Κάποιοι πατέρες γίνονται συχνά σεξουαλικοί με ποικίλους τρόπους και στα δικά τους κορίτσια. Υπάρχουν ζήλιες και φόβοι από μέρους της συζύγου. Πολλές κοπέλες ρίχνονται στους πατριούς, γιατί ξαναζούν τα οίδιποδειακα προβλήματα, χωρίς τόση ενοχή όσο με τον φυσικό πατέρα.
Επίσης πολλά είναι τα προβλήματα ενός χωρισμένου άντρα με παιδιά που έχουν μείνει με την γυναίκα του. Υπάρχουν περιπτώσεις τέτοιες που συναντώ συνέχεια: η παλιά σύζυγος του τηλεφωνεί στις 3 το πρωί, που κοιμάται με την καινούργια σύζυγο, και του λέει: «Ή κόρη σου είναι στα Εξάρχεια, έχει τρεις μέρες να φανεί...». «Και τί θες να κάνω;». «Δεν ξέρω, κόρη σου είναι, πατέρας της είσαι- εγώ θα την αφήσω εκεί που είναι». Άλλοι την αφήνουν, άλλοι σηκώνονται στις 3 το πρωί να πάνε να την βρουν. Δημιουργούνται πολλά προβλήματα, άρα και το διαζύγιο είναι δύσκολο.
Δεν είναι ότι μόλις χωρίσεις θα βρεις την γαλήνη και την ευτυχία. Πολλοί την βρίσκουν, οι περισσότεροι όχι. Και όσα περισσότερα προβλήματα έχεις από τότε, από τον πρώτο χρόνο, τόσο τείνεις να επαναλάβεις την επιλογή, ή οποία γίνεται πάντα στο ίδιο επίπεδο ωριμότητας.
Αν είσαι λίγο ανώριμος, λίγο προβληματικός από τον πρώτο χρόνο, θα διαλέξεις σύντροφο εξίσου ανώριμο. Δεν υπάρχει περίπτωση να πάρεις καλύτερο, ποτέ. Γιατί αυτήν την γλώσσα ξέρεις.
Ένας νευρωτικός θα διαλέξει επίσης νευρωτικό. Παρ’ όλο πού έρχονται πολλοί και κατηγορούν τον άλλο για νευρωτικό και ανώμαλο, αν δω τον ένα να είναι λίγο πιο νευρωτικός από τον μέσο όρο, ξέρω ότι και ο άλλος είναι έτσι.
Στην Ελλάδα είμαστε αρκετά παρανοϊκός λαός και ο ένας κατηγορεί τον άλλο. Όλα τα ζευγάρια έρχονται και κατηγορούν ο ένας τον άλλο ότι φταίει. Όπως κάναμε κι εμείς πού ήμασταν έξι παιδιά και κλέβαμε το γλυκό της μάνας μας, και όταν μας βούταγε όλοι δείχναμε τον άλλον: «Ποιος; Εγώ; Αυτός! ».
Είναι, λοιπόν, πολύ δύσκολο να ταιριάξεις, γιατί θα επαναλάβεις την ίδια ιστορία. Απόμακρη, κοντινή, αγάπης, πιο παρανοϊκή, δύσκολη: μοτίβα πού επαναλαμβάνουμε όσο πιο διαταραγμένοι και ανώριμοι είμαστε σε όλη μας την ζωή.
Αν κάποιος είναι ώριμος, θα βρει και ώριμο σύντροφο. Όταν κάνει ο ένας από τούς δύο θεραπεία, υπάρχει ένας κίνδυνος: να χαλάσει ο γάμος τους. Αν ο γάμος είναι καλός και κάπου ταιριάζουν, επιβιώνει. Αλλιώς πρέπει και ο άλλος να κάνει κάτι, να έρθουν κάποιες φορές μαζί. Γιατί όσο ωριμάζει ο ένας, ή κατάσταση δεν του πάει.
Ας πούμε ότι έχεις κάποια σαδομαζοχιστικά στοιχεία - πού όλοι έχουμε. Βρίσκεις μια γυναίκα, την δέρνεις σωματικά ή ψυχικά, εκείνης της αρέσει, ο γάμος είναι καλός. Αν κάνεις θεραπεία, κάποια στιγμή θα συζητηθεί γιατί πρέπει να αισθάνεσαι ερωτικά όταν δέρνεις, δέρνεσαι, φτύνεις τον σύντροφό σου· αυτά δυσκολεύουν την πιο οικεία, αγαπητική σχέση.
Όταν τα ψάξει αυτά κανείς αναλυτικά και δει από που ξεκίνησαν, τις απαρχές τής ψυχικής του ζωής, αρχίζει να μη θέλει τόσο πολύ να δέρνει την γυναίκα του. Ή τουλάχιστον όχι αδικαιολόγητα, όπως έκανε ο Χότζας, πού συνιστούσε να την δέρνεις κάθε πρωί· ακόμη κι αν εσύ δεν ξέρεις γιατί, ξέρει εκείνη !
Δεν μιλάω για έναν ελαφρύ μαζοχισμό ή σαδισμό. Αυτόν τον έχουμε όλοι μέσα μας ελαφρώς στην ερωτική σχέση. Άλλο να τσιμπάς, να κάνεις κάτι τέτοιο, κι άλλο να την σπας στο ξύλο, να την δένεις, αυτά πού κάνουν μερικά ζευγάρια. Αν τούς βολεύουν, δεν επεμβαίνω. Αλλά αν ο ένας κάνει «κατά λάθος» θεραπεία, αρχίζει και αλλάζει. Ό άλλος όμως δεν άλλαξε και δημιουργείται πρόβλημα.
Άλλοι είναι ρομαντικοί. Είχα ένα ζευγάρι -τούς είδα προ ήμερων, μετά από χρόνια- μεγάλοι άνθρωποι, πενηντάρηδες, αυτή δεν του καθόταν για χρόνια, εκείνος την αγαπούσε. «Για να κάνουμε σεξ, γιατρέ, θέλει να την πάρω τηλέφωνο από πριν, να τής πω γλυκόλογα, να πάω σπίτι με λουλούδια, να έχουμε κεριά αναμμένα κάθε φορά. Αυτά τα κάνεις την πρώτη, δεύτερη, τρίτη φορά· τριάντα χρόνια παντρεμένοι, κάθε μέρα για να κάνω σεξ αυτό θα κάνω;».
Τής λέω: «Γιατί, βρέ κορίτσι μου;». «Δεν μπορώ αλλιώς· δεν μπορώ». Φτάσαμε στο επίπεδο να τα κουβεντιάζουμε. Του λέω: «Πάρ’ της που και που κανένα λουλούδι, φέρε της και κανένα μπακλαβά» - «και σύ πρέπει να δεχθείς ότι αυτό δεν γίνεται κάθε φορά». Είχε ο άνθρωπος την δουλειά του -ήταν μάγειρας-, μετά την δουλειά πήγαινε σπίτι. Αν μύριζε από τα φαγητά, έπρεπε να κάνει μπάνιο, να βάζει αρώματα, να παίρνει και λουλούδια ! «Δεν μπορώ», έλεγε, «εκεί πού φτιάχνω τα ψαρικά να θυμάμαι να την παίρνω τηλέφωνο, να τής λέω “σ’ αγαπώ, σέ θέλω, έρχομαι”».
Αυτή την ανάγκη η κοπέλα την είχε για περίεργους λόγους: είχε βιαστεί από συγγενείς, οπότε το σεξ ήταν βρώμικο και ή δεν το ήθελε ή το ήθελε ρομαντικοποιημένο. Εάν κάνεις θεραπεία, αυτά σου φαίνονται υπερβολικά, λίγο γελοία. Σωστό είναι να πας ένα λουλούδι στην γυναίκα σου που και που, όχι κάθε φορά, στην επέτειο, μια φορά, δύο, πέντε, δέκα τον χρόνο. Είναι δύσκολο να φέρεσαι έτσι 365 ημέρες τον χρόνο.
Αυτά τα προβλήματα δημιουργούνται όταν ή σχέση έχει διαταραχθεί από τον πρώτο χρόνο.
Ακόμη κι αν με το παιδί είναι ή ίδια η μητέρα, υπάρχουν κάποια προβλήματα. Δεν σημαίνει πως αν έχεις την ίδια την μητέρα σώζεσαι. Υπάρχουν στοιχεία πού δείχνουν τον βαθμό έμπαθητικότητας τής μητέρας, πόσο μπορεί να μπει στο μυαλό του παιδιού, στις ανάγκες του, κι αυτό είναι το βασικό. Η μητέρα καταλαβαίνει πότε το παιδί θέλει να κοιμηθεί ή να ησυχάσει. Κάποιες, όμως, δεν το καταλαβαίνουν. Το κουνάνε, του δίνουν να φάει, αλλ’ αυτό συνεχίζει να κλαίει κι ή καημένη η μαμά δεν καταλαβαίνει τί θέλει.
Αυτό το βλέπουμε και στην θεραπεία. Οι άνθρωποι θεραπεύονται αναπτύσσοντας τα ίδια συναισθήματα προς τον θεραπευτή, κάποτε πολύ έντονα. Οπότε απαιτούν πράγματα πού πολλές φορές δεν καταλαβαίνουν ούτε οι ίδιοι. Απλώς είναι ανικανοποίητοι. Και τότε ο θεραπευτής πρέπει να καταλάβει «τί έχει και κλαίει το παιδί» !
Μια γυναίκα, πού ήρθε και ήταν 15 ημέρες σέ μια ομάδα, γυναίκα μορφωμένη, εξαπέλυσε μίαν επίθεση, ότι δεν είναι ικανοποιημένη, ότι θα φύγει. Όταν την ρωτούσα: «Τί θέλεις ακριβώς; Τί έκανα;», «Δεν ξέρω», έλεγε, «άλλα δεν με ικανοποιείτε». Δεν ήθελε, όμως, να φύγει· ήθελε να μείνει εκεί και να με τιμωρήσει.
Εδώ πρέπει να καταλάβεις σιγά-σιγα τί έχει και κλαίει το παιδί. Κάποιοι λένε: «Αν με αγαπούσατε θα ήσασταν 24 ώρες το εικοσιτετράωρο μαζί μου». Αυτό πού γίνεται όταν είσαι βρέφος! Το ζητάνε όμως. Και πολλοί ζητούν να μην πληρώνουν. Όχι στην αρχή, μετά, όταν αναπτυχθεί ή σχέση. Αυτό πού θα σκεφτόταν ένα βρέφος αν τού έστελνες λογαριασμό για το γάλα πού πίνει.
Αυτό είναι ή θεραπεία: να τα ξαναζείς αυτά σέ σχέση με τον θεραπευτή. Τα ζει, λοιπόν, θυμώνει, μετά καταλαβαίνει ότι όταν είσαι μεγάλος πληρώνεις για να φας, κι εγώ πληρώνω για να φάω. Και αν με είχες όλο το 24ωρο δεν θα με ήθελες κιόλας. Καμιά φορά λέω προκλητικά σέ κάποιον πού παραπονιέται λέγοντας «αν μ αγαπούσατε...», «Έλα να περάσουμε το Σαββατοκύριακο εδώ μέσα». Λέει: «Και τί θα κάνουμε;». Λέω: «:Ό,τι θέλεις. Τί να σου πω;». «Σας παρακαλώ, δεν μπορούμε να κάνουμε τέτοιο πράγμα». «Εσύ το ζήτησες. Κάτσε να δούμε γιατί το ζήτησες».
Βγήκε μια ανικανοποίητη ανάγκη από τότε πού ήταν τεσσάρων μηνών. Τότε θέλεις την μάνα σου είκοσι τέσσερις ώρες. Έρχεται εκείνη στις 5, σέ βλέπει για μισή ώρα, σου λέει «σε πεθύμησα, η μαμά είναι εδώ». Μα μαμά ήταν επι οκτώ ώρες η Φιλιππινέζα, κι αυτό είναι το βασικό πρόβλημα.