“Σκεφτόταν [το αφεντικό] ν’ ανοίξει ένα γραφείο στο Παρίσι που θα διεκπεραίωνε τις υποθέσεις του με τις μεγάλες εταιρείες επιτόπου κι απευθείας, και ήθελε να ξέρει αν ήμουν διατεθειμένος να πάω εκεί. Αυτό θα μου ‘δινε τη δυνατότητα να ζω στο Παρίσι κι επιπλέον να ταξιδεύω για ένα διάστημα του χρόνου.
«Είστε νέος και μου φαίνεται πως αυτός ο τρόπος ζωής θα πρέπει να σας αρέσει». Είπα πως ναι αλλά και πως, κατά βάθος, το ίδιο μου έκανε.
Με ρώτησε τότε αν μ’ ενδιέφερε κάποια αλλαγή στη ζωή μου. Απάντησα ότι δεν αλλάζεις ποτέ ζωή, ότι κάθε ζωή έχει την αξία της κι ότι από τη δική μου εδώ δεν είχα κανένα παράπονο.
Έδειξε δυσαρεστημένος, μου είπε ότι δεν απαντούσα ποτέ στα ίσια, ότι δεν είχα φιλοδοξίες κι ότι αυτό ήταν ολέθριο για τις επιχειρήσεις. Ύστερα ξαναγύρισα στη δουλειά μου.
Θα προτιμούσα να μην τον είχα δυσαρεστήσει, αλλά δεν είχα κανένα λόγο ν’ αλλάξω ζωή. Σαν το καλοσκεφτόμουν, δεν ήμουν δυστυχισμένος.
Όταν ήμουν φοιτητής, είχα πολλές φιλοδοξίες. Όταν όμως υποχρεώθηκα να εγκαταλείψω τις σπουδές μου, κατάλαβα πολύ γρήγορα ότι όλα αυτά δε σήμαιναν τίποτα στην ουσία.
Το βράδυ ήρθε η Μαρί και με ρώτησε αν ήθελα να παντρευτούμε. Της είπα ότι το ίδιο μου έκανε κι ότι θα μπορούσαμε να παντρευτούμε αν το ήθελε. Τότε ζήτησε να μάθει αν την αγαπούσα.
Απάντησα, όπως το ‘χα κάνει κιόλας μια φορά, ότι αυτό δε σήμαινε τίποτα, μα ότι σίγουρα δεν την αγαπούσα.
«Τότε λοιπόν γιατί να με παντρευτείς;» είπε. Της εξήγησα πως αυτό δεν είχε καμιά σημασία και πως, αν το επιθυμούσε πολύ, μπορούσαμε να παντρευτούμε. Άλλωστε, εκείνη το ζητούσε κι εμένα μου αρκούσε να πω το ναι. Παρατήρησε τότε πως ο γάμος ήταν κάτι σοβαρό.
Αποκρίθηκα: «Όχι». Σώπασε για λίγο και με κοίταξε σιωπηλή. Ύστερα μίλησε. Ήθελε απλώς να ξέρει αν θα αποδεχόμουν την ίδια πρόταση από μια άλλη γυναίκα που θα είχα μαζί της παρόμοιο δεσμό. Είπα: «Φυσικά».
Τότε αναρωτήθηκε αν μ’ αγαπούσε, κι εγώ δεν είχα καμιά γνώμη πάνω σ’ αυτό. Μετά από μια καινούρια σιωπή, μουρμούρισε ότι ήμουν παράξενος, ότι σίγουρα μ’ αγαπούσε ακριβώς γι’ αυτό, μα ότι ίσως μια μέρα να με σιχαινόταν για τον ίδιο λόγο. Καθώς σιωπούσα, μια και δεν είχα τίποτα να προσθέσω, μου ‘πιάσε χαμογελώντας το χέρι και δήλωσε ότι ήθελε να με παντρευτεί.
Απάντησα ότι θα παντρευόμασταν όποτε ήθελε.”
ALBERT CAMUS: Ο ΞΕΝΟΣ