13.4.20

ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΟΥ ΚΛΑΥΘΜΩΝΟΣ (των ΤΕΜΠΩΝ)

13 Απριλίου.
 Θλιβερή της ημέρας η μνήμη.
 21 μαθητές νεκροί.
 35 οι τραυματίες. 
Βαρύς ο του αίματος φόρος.
Αργά το απόγευμα εκείνης της Κυριακής, την ώρα που οι τελευταίες ακτίνες του δύοντος ηλίου απαλόσβηναν, ξάφνου ο ουρανός σκοτείνιασε. Και κορμιά διαμελισθέντα διεσκορπίσθησαν στην άσφαλτο.
Η κοιλάδα, λες και σκίσθηκε στα δυο – όπως ο μύθος λέει – από την τρίαινα του Ποσειδώνα. Τα κεριά τρεμόσβησαν στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής. 
Οι μούσες έπαψαν το τραγούδι τους. 
Οι άψυχοι επιβλητικοί βράχοι, λες και αισθάνθηκαν το κακό, και χαμήλωσαν το βλέμμα τους. 
Ο Πηνειός, ο αγλαός ποταμός, εβράδυνε τον ρουν του, μέχρι που μαρμάρωσε. 
Των ρυακιών ο μορμυρισμός, εσίγασε. 
Ο άνεμος σταμάτησε τον συριγμό του.
Κατέπαυσε το θρόϊσμα και το πλατάγισμα των φύλλων των πλατάνων. Τα σκλήθρα κι οι λευκοί κρίνοι μαράθηκαν σε μια στιγμή. Οι γλυκύφθογγες αηδόνες…άλαλες πια. Κανείς ψιθυρισμός, κανένα τιτίβισμα πουλιού για συντροφιά. Οι ερωδιοί, οι κορμοράνοι κι οι πετροπέρδικες, αλλά κι αυτοί οι φρύνοι και οι χελώνες οι βραδυκίνητες, κρυφθήκαν εν ριπή οφθαλμού. 
Και τα ζαρκάδια, φοβισμένα αποσύρθηκαν στα δυσπρόσιτα καταφύγιά τους.
Ολόκληρη η κοιλάδα των Τεμπών, συστενάζουσα, μετατράπηκε σε κοιλάδα του θανάτου, σε κοιλάδα του κλαυθμώνος.
Νύχτα πια. 
Πολυδάκρυτος νύχτα. 
Θρηνούσα και τεθλιμμένη. 
Θερίστηκε απ’ του χάρου το δρεπάνι η ανθούσα νεότητα. Πριν καλά καλά εισέλθει στο στάδιο της ζωής, για να αναλάβει τα ηνία της, που κόπηκαν στο τελευταίο ταξίδι της επιστροφής, όχι στη γήινη πατρίδα, αλλά σ’ εκείνο που οδηγεί στην επουράνιο πατρίδα, την παντοτινή. Στο τελευταίο ταξίδι που άνοιξε τους κρουνούς των στεναγμών και πλημμύρισε τα ρείθρα των πικρών δακρύων συγγενών και οικείων. 
Παιδιά μας, ο χαμός σας θα συγκλονίζει για πάντα. 
Αναπαυθείτε εν ειρήνη στους κόλπους της αιωνίου μακαριότητος.



ΚΕΙΜΕΝΟ του Δ. Παπαδημόπουλου