26.3.20

Κωστής Μοσκώφ, Ποιήματα (Λόφοι γυμνοί ωχρής βραδιάς σελήνης...)

[Από την ενότητα: Β' Τα καινούρια - β' Σχόλια στον Σαλβατόρε Κουαζίμοντο]
Λόφοι γυμνοί ωχρής βραδιάς σελήνης

την ώρα που ξυπνούν οι πρόγονοι
στο θρόισμα του ανέμου...
«Ο λαός μου κρατάει μαχαίρια που καιν»
η ζωή του έχει γίνει στάχτη
από τα χρόνια του Ομήρου
-- «γυναίκες που ουρλιάζουν πασχίζοντας
να πουν τα λόγια του έρωτα»
άντρες που πολεμούν
πειθόμενοι στα ρήματα θεών
ή των δαιμόνων..
«Κλαίμε στα πανηγύρια γύρω από αρχαίους στοχασμούς...
Άφησα τους συντρόφους άταφους
πηκτός άνεμος σκεπάζει τώρα το κορμί τους
έμεινα μόνος
ολόκληρος για να σε σκέφτομαι...»
Κατεβαίνω τις στενές κοιλάδες του Γράμμου
-- βιάζομαι
να σκεπάσω
με το πανωφόρι του Έρωτα
την άρρωστή μας Επανάσταση...




Από τη συλλογή Ποιήματα (1987)

Κωστής Μοσκώφ, Τα Μυστικά του Βάλτου
Και να 'ρχεται η στιγμή
και να πίνουμε και να πίνουμε,
να καίμε τα σύνορα των σωμάτων μας.
Και Συ γρήγορα να νυστάζεις,
να τραβάς στο ήσυχο κρεβάτι σου.
Και να κοχλάζω εγώ, να σπάω σίδερα
να ανοίγω τις φλέβες μου.
Αξιός πριν τον δαμάσουν τα φράγματα,
να σκεπάζω το Ρουμλούκι --
να πνίγω όλα όλα τα Μυστικά του Βάλτου...
Από τη συλλογή Ποιήματα (1987)


Κωστής Μοσκώφ, Για τον Έρωτα και την Επανάσταση (Αρχαίες φωνές πηγάζουν μέσα μου...)

«Ποιος θα βρεθεί να κλάψει;»
Α. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, «Προχτές»

[Από την ενότητα 1]

Αρχαίες φωνές πηγάζουν μέσα μου∙
η Επανάσταση
κοιμάται
στα ανάπηρα σκέλη του χρόνου...
«Ποιος θα βρεθεί να κλάψει;»
Το ταξίδι τελείωσε,
το ταξίδι ποτέ δεν έγινε∙
όλα από καιρό έχουν σιγήσει...
Είμαι μία σχισμένη ταυτότητα
κομματική
-- ο έρωτας ανύπαρκτος
Σιωπή η ιστορία...

Από τη συλλογή Για τον Έρωτα και την Επανάσταση (1989)



Κωστής Μοσκώφ, Για τον Έρωτα και την Επανάσταση (Το χέρι σου μελετούσε όλη νύχτα...)
[Από την ενότητα 1 - Ιερουσαλήμ]

«ένα αρχαίο κλάμα
μας ενώνει...»
(Y. AMICAI -- «Love Poems»)

Το χέρι σου μελετούσε όλη νύχτα
χειρονομίες που δεν τόλμησες
«από ένα τριμμένο εγχειρίδιο», ερώτων...
Η σελήνη μάς έδειξε και τα επτά της πρόσωπα∙
-- με ποιο, άραγε, πάλι θα με αγαπήσεις;
Είχαμε περισσότερο απ' όλα τα όνειρα∙
τώρα
πρέπει να αποδώσουμε δικαιοσύνη,
στοιβάζοντας
Πράξεις βαριές...

Από τη συλλογή Για τον Έρωτα και την Επανάσταση (1989)




Κωστής Μοσκώφ, Για τον Έρωτα και την Επανάσταση (Περίμενες...)

[Από την ενότητα 1]

«Περίμενες
τους φανοστάτες
να ανάψουν».
Και κάποιον, τέλος,
«τοις κείνων ρήμασι πειθόμενον»∙
«με ένα πουκάμισο καλοπλυμένο»
να περάσει
οδεύοντας
για το ικρίωμα...
«Όμως κανείς δεν πέρασε»
-- οι φανοστάτες δεν ανάψαν
η πόλη δεν είχε κτιστεί
και Εσύ
δεν είχες ποτέ αγαπήσει...

Από τη συλλογή Για τον Έρωτα και την Επανάσταση (1989)




Γεννήθηκα την εποχή του χαλκού
Τώρα Δεν με θυμάται πια κανένας
Σκέπασαν τους βωμούς μου δάφνες και φρύγανα.
Πικραμύγδαλο εσύ έρωτά μου,
Ήπια τρία βαρέλια ρετσίνα στην Δόμνα Χτες,
για να ξεχάσω
Ρούφηξα τον Αλιάκμονα, τον σφοδρό Βαρδάρη
~ Οι λιμναίοι οικισμοί της Θεσσαλίας
Μείναν ξεροί για χάρη σου.
Περιμένω τρεις χιλιάδες χρόνια να πεθάνω,
Αδύναμος να αποσυντεθώ τόσο που σ' αγαπώ.






Πας, χάθηκες, ξέχασα πως σε λένε,
Εσένα πού μπρος σου τρεις χιλιάδες χρόνια Γονάτιζα
Και μου ήσουν πιο ακριβή απ' τις Νύμφες Πιο ακριβή από τους Σάτυρους
~ Δέσποινα, Μάγδα, Ιοφορφάτη ~
Και είχα μαζί μου τον Αλέξη, Τον Φώτη,
και κείνο τον Κοσμαρά τον λοχαγό
Τσόλια όλους Τσανάκια σου να μας μεταχειρίζεσαι…
Και ωστόσο Ακούω ακόμα την καρδία μας Για σένα να χτυπάει
~ μυρίζω το άρωμά σου ν' ανεβαίνει ψηλά,
καπνός απ' τα καμένα φύλλα του φθινοπώρου.


« Είμαι αυτός που αγαπάω

Και αυτός που αγαπάω Είναι εγώ »

~ είπε ο Μανσούρ Αλ Χαλάλ,

και τον σταυρώσανε

Περπατούσα στους δέκα γαλαξίες

Ανάμεσα σε εμένα και σε Εμένα,

Όταν με φώναξες « συ εγώ »

~ και ξάπλωσα στα πόδια σου επτά χιλιετίες.

Είμαι ο Γιαζί Αλ Μπισταμί, ο Μεβλανά Τζελλαλουντίν Ρουμί,

ο Ισαάκ της Νινευή, ~

είμαι χιλιάδες από το Στάλινγκραντ και την Καισαριανή,

το Κουτλουμούσι, την Μακρόνησο,

την Μονή του Σταυρονικήτα και τον τεκέ των Μπακτασί δερβίσηδων

στις όχθες του Πηνειού, στο Χασάν Μπαμπά…



Ποίοι βγήκαν των Βαΐων Να με δεχτούν

Ποίοι με αλείψαν μύρο τη ματιά τους

Τις παραμονές των Αγίων ?

Ριπές οι μνήμες ~ χαρακιές και το μπλουτζίν αγριεμένο …

Αυτό το μήνα η πανσέληνος Είναι τυφλή,

Στον τόπο μου ξένος

~ ούτε Αφέντης ο θεός ούτε ο Αγαπημένος …

« Λεμονάκι, λεμονάκι μυρωδάτο … »

Ποίος λοιπόν θα βάλει

Τα παιδία να κοιμηθούν ?

Ποίος θα πυκνώσει τα όνειρα ?

Η ποίηση,

Πράξη Καιρών Λυπημένων …

Βάζω στις λέξεις πυρκαγιά να φωτίσω το σκοτάδι μου …