(απόσπασμα)
Δυστυχισμένη θεοκατάρατη χρονιά. Ποιος θα λησμονήσει τι κακά έσυρε μαζί της; Είναι κάτι χρόνοι, όπου τραβούν οπίσω τους τα βάσανα, τις συφορές,
αλυσίδα βαρειά, ατέλειωτη αλυσίδα που σέρνεται στα στήθια. Αφορία από έτη, καταστροφές από σεισμούς, εθνικές ελπίδες ξεριζωμένες, η ληστεία να βράζει στην Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη. Να μπαίνουν οι ληστρικές συμμορίες μέσα στας πόλεις, στας Θήβας, στη Λιβαδιά, στα Μέγαρα, η ξένη Κατοχή υβριστική να πατεί κατάστηθα τη χώρα, χωρίς ούτε καν να πνίξει τη μαύρη διχόνοια! Και όμως δεν ήσαν αρκετά αυτά. όχι. Πίσω ήταν το πλιό φαρμακερό ποτήρι.
Ήταν γραφτό να στήσει στον άμοιρο, στον πολυβασανισμένο τούτο τόπο, το μαύρο τσαντίρι της, στριγγλιάρα γύφτισσα, η πρασινοκίτρινη αμαζόνα του θανάτου, η Επιδημία.
Κρυφά κρυφά, για να κάμει πρώτη γνωριμία μαζί μας εταξίδεψε από τη Μασσαλία έως στη Μάλτα μαζί με τον Μαυροκορδάτο, που ήρχετο από τη Γαλλία για να παραλάβει την Κυβέρνηση. Έτσι το έγραφαν τουλάχιστον του τέλους Ιουνίου του 1854 οι εφημερίδες.
«Ο κύριος Μαυροκορδάτος αναχώρησας εκ Μασσαλίας ηναγκάσθη να μείνει εις Μελίτην, διότι εν των μεταξύ απεβίωσαν εν τω ατμοπλοίω τρεις στρατιώται εκ χολέρας».
Αλλά το βαπόρι εκείνο δεν έφερε τη χολέρα στην Ελλάδα. Δεν ελευθεροκοινώνησε στη Σύρα που ήταν για να φτάσει. Πώς μας ήρθεν η θεοκατάρατη Ξένη;
Πολλά λένε. Αλλά περισσότερο επιστεύθηκε πως μπήκε κρυφά επιβάτης και κρύφτηκε κάτω βαθιά, στο μπαλαούρι, μέσα σε μία καμαρωμένη φρεγάδα, χυτή, χαριτωμένη, που ήρχουνταν στον Πειραιά φορτωμένη στρατό για την Κριμαία.
Αχ! Έπρεπε στου κάβου Μαλιά τα κρεμαστά τα βράχια να εύρει μαύρη βαθιά καταβόθρα, τη μανιωμένη θάλασσα, τόσο βαθιά που να μην αποφανεί ούτε το πόμολο του μεσιανού της καταρτιού, για να μη γλυτώσει η Μαύρη Ξένη, για να μη φτάσει να φέρει σ’ αυτό το δύστυχο τον τόπο την ερήμωση.
Όμως αλλιώς ήταν γραφτό. γι’ αυτό ακίνδυνα εκαβατζάριζε τον κάβο Μαλιά, κι ανέβαινε περήφανα με ίσια την πλώρη για τον Πειραιά. Κι ανάσαιναν οι ανατολικές στεριές του Μοριά. και της έστελναν της άπιστης φρεγάδας σα γλυκοφίλημα τον ανασασμό τους, το γλυκό ελληνικό μαϊστραλάκι, όπου της φιλούσε τα ολόλευκα πανιά όλα απλωμένα στο φύσημά του, από τον κόντρα φλόκο ως στη μπούμα, από τον τρίγκο και τη μαΐστρα ως στους κούντρους. Τα δελφίνια έπαιζαν τρελά εμπρός στην πλώρη της κι οι γλάροι εφτερούγιζαν χαρωποί ανάμεσα στα ξάρτια της. Περηφανεύουνταν η εύμορφη φρεγάδα και έγερνε καμαρωμένη από τη δεξιά πλευρά. Τα νερά τα γαλαζοπράσινα, νωθρά, κοιμισμένα, ότι και τα ξύπναε η πλώρη της η χυτή. και παραμερούσαν με γλυκομουρμούρισμα σα ντροπαλά, ενώ εγλίστραε απάνου τους σα νεροφίδα η εύμορφη φρεγάδα.
Φαίνεται πως δεν άργησε πολύ να ρίξει άγκυρα στον Πειραιά.
Γιατί στις 6 Ιουλίου εκολλούσαν στους τοίχους των Αθηνών χαρτιά και, αφού το τύμπανο εξεκούφαινε τον φοβισμένο κόσμο, ένας κήρυξ εδιάβαζε στα σταυροδρόμια:
Αριθ. 79
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Το Υπουργείον των Εσωτερικών προς τους Νομάρχας του Κράτους
Σπεύδομεν με λύπην μας να σας κοινοποιήσομεν, κύριε Νομάρχα, ότι εις τον Πειραιά από προχθές εφάνησαν τινά περιστατικά εμφαίνοντα χολέραν. Η Κυβέρνησις έλαβε τα συντονότερα μέτρα κ.λπ.».
Αυτά τα τινά περιστατικά ήσαν καμιά τριανταριά θάνατοι την ημέρα εις τα νοσοκομεία και εις την πόλιν.
Τα συντονότερα μέτρα ήσαν ότι δεν είχαν την άδεια να έλθουν από τον Πειραιά οικογένειες και κατοικήσουν εις τας Αθήνας, μπορούσαν όμως οι άνθρωποι να συγκοινωνούν ελεύθερα για τις δουλειές τους στα δύο πόλεις, φθάνει μόνον, όταν ανέβαιναν από τον Πειραιά να τους κύτταζε στα μάτια ένας γιατρός που εστέκετο εκεί που είναι τώρα το γκαζ. Αλλ’ απ’ αυτή την ενόχληση είχαν απαλλαχθεί όλοι του στρατού της Κατοχής, γιατί γι’ αυτούς θα ήταν αυθάδεια ένα τέτοιο μέτρο. Αλλά και οικογένειες ήρχοντο ελεύθερα στας Αθήνας, όταν είχαν μαζί τους κανένα στρατιώτη ξένο.
Και όμως και με όλες αυτές τις ευκολίες άργησε να ανέβει στας Αθήνας η Ξένη. Λες και βαριότανε χορτάτη από τον τρύγο που έκανε στον Πειραιά.
Αλλά στο τέλος, αφού έως εις τας 20 Αυγούστου ερήμαξε τον Πειραιά, ελούφαξε και μόλις εις το τέλος Σεπτεμβρίου άρχισε να τρυγά εις τας Αθήνας τα πρώτα πριμαρόλια του θανάτου. Εν εις τας 29 Σεπτεμβρίου εις την οδόν Λυσικράτους. άλλο εις τας 12 Οκτωβρίου εις την οδόν Νίκης και τρία ή τέσσερα εις το Γεράνι εις τας 16 Οκτωβρίου.
-Έτσι πρώτα πρώτα χτυπούσε ανάρια, σκόρπια. Λες κι εδοκίμαζε τη δύναμή της.
Έπειτα για μερικές ημέρες άφηνε να λησμονηθεί. Ήθελε να κάμει τον κόσμο να ξεθαρρέψει, όπως το θηρίο αφήνει λάσκο στο θύμα του να δοκιμάσει τη φυγή, για να το σπαράξει έπειτα σ’ ένα πήδημα με περισσότερη ευχαρίστηση.
Ο κόσμος εξεθάρρευε και εγύριζε η γαλήνη στα πρόσωπα και το χαμόγελο στο στόμα.
Μα αυτή έβοσκε σαν την κρυμμένη τη φωτιά, ελούφαζε σαν την τίγρη πριν χυμήσει, εσέρνουνταν κρυφοδάγκατη οχιά.
Εις τας 21 Οκτωβρίου εξέπσασε αχόρταγη. Παράλυσε τότε τις ψυχές ο κρύος φόβος και όσοι ημπορούσαν εζήτησαν σωτηρία στη φυγή.Δεν ήταν φυγή πολέμου αυτή. δεν θα πατούσε τας Αθήνας ο εχθρός, ούτε ακούονταν από μακριά κούφια, βουβή, του κανονιού η βροντή. Αλλά τον ένιωθε χωρίς να τον βλέπει τον εχθρό ο άμοιρος ο κόσμος, παντοδύναμο σαν τον Θάνατο. Και έφευγεν. Η Ιερά οδός, η οδός των Πατησίων, της Κηφισιάς, του Μαραθώνος, κάθε δρόμος που έφερνε σ’ ένα χωριό της Αττικής ήτο γεμάτος από κάρα, αμάξια, φορτηγά ζώα, πεζούς, παντού μία ατέλειωτη αλυσίδα, που εσέρνουνταν και σήκωνε παχύ, ουρανόψηλο τον κουρνιαχτό. Κλάμα και θρήνος παντού. τα πράγματα ριμμένα άνω κάτω με την τρελή βία του φόβου, σαν σε πυρκαγιά, μέσα στ’ αμάξια. Ό,τι πρόφθασε ο καθένας. Ω, τα ελεεινά καραβάνια της συμφοράς!
Πολλοί δυστυχισμένοι, που δεν είχαν τις τρακόσες ή τετρακόσες δραχμές που είχε φθάσει το αγώι ενός αμαξιού έως εις τα περίχωρα, έφευγαν φορτωμένοι ολίγα ρούχα στον ώμο, ένα καλάθι με ψωμί στο χέρι, κι οι γυναίκες έσερναν τα παιδιά. Ακολουθούσαν και κάτι αραχνιασμένοι γέροι και γριές, ξεκλειδωμένες υπάρξεις, κουρέλια της ζωής, που δεν είχαν μεγάλες ελπίδες ότι θα τραβήξουν μακριά. Αλλά η ζωή είναι φως. Αποχαιρετώντας τη ζωή ο Αίας του ηλίου το φως αποχαιρετούσε, για τούτο είναι μεγάλη η αγάπη της ζωής στις φωτεινές τις χώρες, που τις σκεπάζει γαλάζιος, ηλιοχρύσωτος ουρανός.
Τριάντα χιλιάδες ψυχές είχαν τότε αι Αθήναι. Δεν έμειναν μέσα στην πόλη περισσότερες από οκτώ.
Μακριά, μακριά από το φαρμάκι που ξερνάει ο ανασασμός της θεοκατάρατης της Ξένης.
Βιβλιογραφικά
Εμμανουήλ Λυκούδης, «Η ξένη του 1854», Διηγήματα, Νεφέλη, Αθήνα 1990, σ. 57-61.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/education/greek_history/index.html?subpoint=79#19