13.11.19

«Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;»

Μάρθα: Γιατί δεν θες να με φιλήσεις;
Τζορτζ: Να σου πω, αγάπη μου… Γιατί, αν σε φιλήσω, θα ερεθιστώ τόσο πολύ που δεν θα με κρατάει τίποτα. Θα σ’ αρπάξω και θα σε βιάσω άγρια, εδώ, πάνω στο χαλί. Θα έρθουν οι καλεσμένοι σου, θα μας δούνε και σκέψου μόνο τι θα ‘λεγε ο πατέρας σου όταν μάθαινε αυτή τη σκηνή.
Μάρθα: Είσαι γουρούνι.
Τζορτζ: (μιμείται το γουρούνι) Οϊνκ, όινκ, όινκ.
Μάρθα: Χαχαχα. Και τώρα φτιάξε μου άλλο ένα ποτό, γκόμενε.
Τζορτζ: Χριστέ μου! Πώς το κατεβάζεις έτσι…
Μάρθα: (μιμείται το παιδάκι) Διπθάω.
Τζορτζ: Αν είναι δυνατόν!
Μάρθα: Ακου, μανάρι μου, στο ποτό μην τα βάζεις μαζί μου γιατί εκεί σε σκίζω από χέρι. Παράτα με λοιπόν.
Τζορτζ: Το βραβείο της χυδαιότητας εγώ σ’ το έχω απονείμει εδώ και πάρα πολλά χρόνια και δεν ξέρω τι άλλο.
Μάρθα: Λόγω τιμής, αν υπήρχες, θα σε χώριζα.

«Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» (1962).





«Οι άνθρωποι λένε ψέματα στον εαυτό τους» είπε ο θεατρικός συγγραφέας Εντουαρντ Αλμπι σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του το 2011 στην «Daily Telegraph».
 «Οι άνθρωποι λένε ψέματα στον εαυτό τους για το ποιοι είναι και πώς βλέπουν τον εαυτό τους. Το έργο μου αφορά την ανικανότητά μας να είμαστε αντικειμενικοί με τον εαυτό μας».

Ο Αλμπι, που έφυγε από τη ζωή στα 88 του στις 16 Σεπτεμβρίου 2016, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα. Το ταλέντο του χτύπησε σαν κεραυνός το παγκόσμιο θεατρικό στερέωμα το 1962 όταν έγραψε το έργο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» με θέμα την ανελέητη, κανιβαλική σχέση ενός μεσόκοπου παντρεμένου ζευγαριού διανοουμένων. Του καθηγητή Πανεπιστημίου Τζορτζ και της γυναίκας του, Μάρθα. Ο παραπάνω διάλογος, ακραίος μέσα στη σκληρότητά του ακόμη και σήμερα, «επιτίθεται» στους θεατές των θεάτρων σε όλον τον κόσμο μέσα στα πρώτα 10 λεπτά του έργου, προτού ακόμη καλά καλά αρχίσει το έργο, προτού χτυπήσει το κουδούνι το ζευγάρι των νεαρών καλεσμένων οι οποίοι θα γίνουν μάρτυρες ενός ψυχολογικού τυφώνα που θα τους διαλύσει.
 Οι αθώοι καλεσμένοι του Τζορτζ και της Μάρθα θα φύγουν από το σπίτι τα ξημερώματα, μεθυσμένοι και διαλυμένοι, έχοντας παρασυρθεί μέσα στη δίνη ενός γάμου που έχει μετεξελιχθεί σε ένα απερίγραπτο νοσηρό δρώμενο, σε μια καταπιεστική δέσμευση από την οποία κανένας δεν μπορεί να αποδράσει γιατί ο Τζορτζ και η Μάρθα, όπως ίσως τα περισσότερα ζευγάρια που ζουν μαζί για δεκαετίες, σιχαίνονται ολοκληρωτικά και ταυτόχρονα εξαρτώνται απόλυτα ο ένας από τον άλλον. Ταυτίζονται και την ίδια ώρα θέλουν να ισοπεδώσουν ο ένας τον άλλον. Είναι καταδικασμένοι να ζουν μαζί γιατί εξαρτώνται όχι απλώς οικονομικά, αλλά σε ένα βαθύ και ανεξιχνίαστο ψυχολογικό επίπεδο. Αυτό ακριβώς το σκοτεινό πεδίο επιχειρεί να εξιχνιάσει ο Αλμπι στο «Ποιος φοβάται», στην «Ευαίσθητη ισορροπία», στις «Τρεις ψηλές γυναίκες». Στην Ελλάδα έχουμε θαυμάσει τη Μάρθα, μεταξύ άλλων, από την Τζένη Καρέζη, τη Ρένη Πιττακή, την Πέμη Ζούνη. Και τον Τζορτζ από τον Κώστα Καζάκο, τον Μίμη Κουγιουμτζή, τον Γρηγόρη Βαλτινό. Την παράσταση των Καζάκου – Καρέζη του 1982 σκηνοθέτησε ο Ζυλ Ντασσέν, Ασφαλώς, εκείνο που έκανε αθάνατο το «Ποιος φοβάται» είναι το ομώνυμο κινηματογραφικό έργο με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τον Ρίτσαρντ Μπάρτον.


Ελίζαμπεθ Τέιλορ – Ρίτσαρντ Μπάρτον ως Μάρθα και Τζορτζ στην κινηματογραφική μεταφορά του «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» του 1966 σε σκηνοθεσία Μάικ Νίκολς. Η ταινία απέσπασε πέντε Οσκαρ. Πηγή: Warner Bros/Rex/Shutterstock

Είναι οι καταστάσεις στον Αλμπι υπερβολικές και οι διάλογοι «πολύ θεατρικοί»; 
Κάποιοι κριτικοί, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί, ήδη από τη δεκαετία του ’70, επιμένουν πως αυτό ισχύει. 
Ο ίδιος ο συγγραφέας είχε, όπως πάντα, τη δική του άποψη:
 «Ο διάλογος στο δράμα είναι πιο αληθινός από την καθημερινή ζωή κι ας φαίνεται ότι είναι τεχνητός» λέει.
 «Ηχογραφήστε μια ώρα συνομιλίας με τους φίλους σας και πείτε σε μερικούς ηθοποιούς να παίξουν τους διαλόγους σε μια σκηνή. Ξέρετε τι θα πουν κάποιοι από το κοινό; Οτι κανένας δεν μιλάει με αυτόν τον τρόπο». 
Κι όμως, μιλάμε ακριβώς με αυτόν τον τρόπο και αγαπάμε ακριβώς με αυτόν τον τρόπο. Και η επιτυχία του Αλμπι ήταν ότι έδειξε τα ζευγάρια όπως ακριβώς είναι, απέδωσε χωρίς περιστροφές την κανιβαλική όψη της συνύπαρξης. Δεν θα είχε καμία επιτυχία αν στα έργα του ο θεατής έβλεπε κάτι που δεν υπήρχε στη ζωή και συγκεκριμένα στη δική του ζωή. Είναι όλα αυτά τα περιστατικά που προτιμάμε να ξεχνάμε, αλλά όμως συνθέτουν το βασικό μοτίβο των περισσότερων «επιτυχημένων γάμων».