(Μολύβι ,Hard pastel,50x70-Συλλογή Π.Γραμματικόπουλου)
I. Το βλέμμα που δεν αντικρύζει πρόσωπο
Στον πίνακα που βλέπετε , μια γυναίκα στέκει στραμμένη μακριά. Δεν μας κοιτάζει. Η πλάτη της, φωτεινή και σιωπηλή, γεμίζει τον χώρο με μια παράξενη απουσία ,μοιάζει να επιδιώκει την απόσυρση από το βλέμμα μας αποσύροντας την ταυτότητάς της τα ,υψώνοντας τα χέρια της στην κορυφή του κεφαλιού της ολοκληρώνει με χάρη αυτήν την εικόνα . Η λευκή πουκαμίσα που φορά ανοίγει αργά, όχι για να αποκαλύψει, αλλά για να καλύψει κάτι βαθύτερο.Είναι ένα παραπέτασμα που οδηγεί στο μυστήριο.
Η γυναικεία πλάτη — εκείνη η αθέατη όψη του σώματος που δεν αντικρίζει τον κόσμο — γίνεται εδώ σύμβολο απόσυρσης καί αντίστασης στο βλέμμα υποκλινόμενη στο αίνιγμα . Ο θεατής δεν βλέπει το πρόσωπο, επομένως, δεν μπορεί να ονομάσει, να οικειοποιηθεί, να ερμηνεύσει. Η εικόνα τον απογυμνώνει από τη βεβαιότητα της θέασης. Τον αφήνει εκτεθειμένο στη δική του άγνοια.Ό,τι στρέφεται μακριά μας, δεν μας απορρίπτει ,μας καλεί να το φανταστούμε.
II. Η πλάτη ως μορφή του ανείπωτου
Στην ιστορία της τέχνης, το πρόσωπο είναι το πεδίο της φανέρωσης. Εκεί κατοικεί η ταυτότητα, η εξομολόγηση, ο λόγος. Η πλάτη, αντίθετα, είναι η γλώσσα του ανείπωτου, η όψη του ανθρώπου που δεν γνωρίζει τον εαυτό της. Ο Γαλλοεβραίος φιλόσοφος, γνωστός για το έργο του στον υπαρξισμό, την ηθική, την οντολογία και την ιουδαϊκή φιλοσοφία και θεολογία, Εμμανουέλ Λεβινάς ,έχει γράψει πως «το πρόσωπο είναι το σημείο όπου αρχίζει η ηθική».
Ο Ρίλκε, στις Ελεγείες του Ντουίνο(Εκδ.Περισπωμένη,2011), μας λέει:«Το ωραίο δεν είναι παρά η αρχή του τρομερού, που μόλις αντέχουμε».Αυτό το «τρομερό» είναι η πλάτη: η μισοφωτισμένη πλευρά του σώματος, το σημείο όπου η επιθυμία σπάει πάνω στο κύμα του ορίου.
III. Η ψυχολογία του βλέμματος: Ο Λακάν και το βλέμμα που επιστρέφει
Για τον Ζακ Λακάν, το βλέμμα δεν είναι ποτέ ουδέτερο. Δεν ανήκει στο υποκείμενο, αλλά «αντιστρέφεται» μέσα στο ίδιο το αντικείμενο. Στο βιβλίο του «Οι τέσσερις θεμελιακές έννοιες της ψυχανάλυσης»(Εκδ.Κέδρος,1982) διαβάζουμε «Το βλέμμα με βλέπει εκεί όπου εγώ δεν βλέπω».
Η γυναίκα του πίνακα, με το πρόσωπο καλυμμένο, ανατρέπει τη δυναμική της επιθυμίας: αρνείται να είναι εκείνο το «αντικείμενο του βλέμματος» που ορίζεται από την ανδρική φαντασίωση. Με την απόσυρση, κατακτά μια νέα μορφή παρουσίας , παρουσία μέσω της σιωπής.
Η πλάτη δεν είναι πια εκτεθειμένη, είναι τοπίο αυτονομίας. Δεν προσφέρει τίποτα να δεις, κι όμως, σ’ αυτή την άρνηση γεννιέται η επιθυμία. Το βλέμμα του θεατή μένει μετέωρο, δίχως στήριγμα, υποχρεωμένο να στραφεί προς τα μέσα. Έτσι, η γυναίκα γίνεται καθρέφτης της δικής του έλλειψης.
Η ψυχαναλυτική διάσταση της εικόνας δεν είναι ερωτική με την κοινή έννοια, αλλά οντολογική: η πλάτη γίνεται τόπος μη-ιδιοκτησίας, μια ύλη που δεν επιτρέπει τη βεβήλωση της κατανάλωσης. Είναι η άρνηση του «να είμαι προς θέαση».
IV. Η απόσυρση ως μορφή ύπαρξης
Η απόσυρση — το στρίψιμο του σώματος μακριά από το βλέμμα — είναι μια μορφή φιλοσοφικής χειρονομίας. Ο Μερλώ-Ποντύ ,Γάλλος φαινομενολόγος, βαθύτατα επηρεασμένος από τους Καρλ Μαρξ, Έντμουντ Χούσερλ , Μάρτιν Χάιντεγκερ, τον Ζαν-Πολ Σαρτρ και τη Σιμόν ντε Μποβουά , μιλώντας για τη φαινομενολογία της σάρκας, σημειώνει πως το σώμα «είναι ο τόπος όπου το ορατό και το αόρατο αλληλοδιεισδύουν». Η γυναίκα του πίνακα, καλύπτοντας το πρόσωπο, διασώζει τον εαυτό της μέσα από την πράξη της απόσυρσης. Δεν εξαφανίζεται , αναδύεται αλλιώς.
Η λευκή πουκαμίσα της, που ανοίγει «σαν παραπέτασμα», θυμίζει πως το μυστήριο δεν είναι έλλειψη, αλλά τρόπος ύπαρξης. Ό,τι μένει αθέατο δεν είναι λιγότερο πραγματικό, είναι πιο εσωτερικό, πιο βαθύ. Η πλάτη της γίνεται έτσι τοπίο σιωπής , μια λευκή σελίδα όπου γράφεται το άγραφο μέρος της ψυχής.
V. Η λογοτεχνία του σώματος: Η πλάτη στη μνήμη και την ποίηση
Στη λογοτεχνία, η πλάτη της γυναίκας αναδεοκνύεται και ως μεταφορά της μνήμης. Δεν τη βλέπεις ποτέ κατά μέτωπο ,την ανακαλείς. Στον Προυστ, η εικόνα ενός σώματος που απομακρύνεται — το φως που πέφτει σε μια πλάτη καθώς η γυναίκα φεύγει — γίνεται πυροδότης αναμνήσεων. Το «αντικείμενο της αγάπης» δεν κατοικεί στο παρόν, αλλά στο παρελθόν της απόσυρσής του.
Η Κική Δημουλά, ποιήτρια της σιωπής και του κενού, θα γράψει:
«Έστρεψα την πλάτη μου στο φως,
γιατί φοβήθηκα να φανώ.»
(Πληθυντικός αριθμός,(από τη συλλογή : Ποιήματα, Ίκαρος 1998))
Η πλάτη εδώ δεν είναι μόνο ερωτική, είναι υπαρξιακή άμυνα. Το φως ,δηλαδή το βλέμμα, η κρίση, η αποκάλυψη τρομάζει. Η πλάτη προστατεύει τον εσωτερικό κόσμο από τη διάλυση της διαφάνειας. Η γυναίκα φυλά την ακεραιότητά της όχι πίσω από το βλέμμα, αλλά μέσα στην κατεύθυνση του μη βλέμματος.
Η Δημουλά κατανοεί βαθιά ότι κάθε μορφή θέασης είναι και μια μορφή βίας. Γι’ αυτό, η γυναικεία φιγούρα της αποσύρεται, όχι από ντροπή, αλλά από περηφάνια. Από τη βαθιά ανάγκη να παραμείνει απροσδιόριστη, να διατηρήσει τη σκιά ως τόπο ελευθερίας.
VI. Ο μύθος και το φύλο: Η αποποίηση του «βλέμματος του Άλλου»
Στη μυθολογία, η γυναίκα που αποστρέφεται είναι πάντοτε ιερή. Η Δάφνη που φεύγει από τον Απόλλωνα, η Εύα που κρύβεται μετά το δέντρο, η Ευριδίκη που χάνεται όταν ο Ορφέας στρέφεται να τη δει ,όλες μορφές της γυναικείας απόσυρσης.Η απομάκρυνση είναι σωτηρία, γιατί η θέαση σκοτώνει το άρρητο.
Η Βρετανίδα φεμινίστρια θεωρητικός του κινηματογράφου και σκηνοθέτης, Laura Mulvey, ( Λάουρα Μάλβει) , καθηγήτρια κινηματογραφικών και μελετών μέσων στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, που είναι γνωστή για τη συνεισφορά της στη φεμινιστική θεωρία του κινηματογράφου, ιδιαίτερα για το δοκίμιό της «Οπτική Ευχαρίστηση καί Αφήγηση(Εκδ.Παπαζήση,2005),μέσω της θεωρίας του male gaze (ανδρικό βλέμμα) που εισήγαγε το 1975, υποστηρίζει ότι ο κινηματογράφος και τα ΜΜΕ παρουσιάζουν τις γυναίκες από μια πατριαρχική, ανδρική σκοπιά, αντικειμενοποιώντας τες ως παθητικά σεξουαλικά αντικείμενα για την ευχαρίστηση του ετεροφυλόφιλου αρσενικού θεατή. Αυτή η προοπτική, σύμφωνα με τη θεωρία της, αρνείται στις γυναίκες την ταυτότητά τους και τις περιορίζει σε ρόλους «προς-θέαση» (to-be-looked-at-ness), ενώ οι άνδρες είναι οι ενεργοί δράστες και οι θεατές.Πιό συγκεκριμένα υπογραμμίζει ότι η κλασική τέχνη «κατασκευάζει» τη γυναίκα ως θέαμα, ως σιωπηλό αντικείμενο της επιθυμίας. Στον πίνακα που περιγράφουμε, όμως, συμβαίνει το αντίθετο: η γυναίκα ακυρώνει το βλέμμα που την παράγει. Δεν προσφέρεται στο θεατή, τον υποχρεώνει να σταθεί έξω από το κάδρο, αμήχανος.
Έτσι, η πλάτη λειτουργεί ως χειρονομία αυτοκυριαρχίας. Είναι μια πράξη απο-αντικειμενοποίησης, μια επιστροφή της γυναίκας στο χώρο της εσωτερικής της ιδιοκτησίας. Η λευκή πουκαμίσα της δεν είναι προοίμιο γυμνότητας, είναι ένδυμα ελευθερίας.
VII. Το σώμα ως χώρος φιλοσοφίας
Ο Μερλώ-Ποντύ μιλά,επίσης, για το σώμα ως «το όργανο της ύπαρξης στον κόσμο». Η πλάτη, ως μέρος αυτού του σώματος, φέρει το ίχνος της σχέσης μας με το άγνωστο. Δεν βλέπει, αλλά αισθάνεται. Δεν μιλά, αλλά ακούει τον χώρο πίσω της. Είναι το πεδίο της αντίληψης του απρόσιτου.
Η γυναικεία πλάτη, έτσι, δεν είναι μόνο σάρκα, είναι φιλοσοφική πρόταση.Μας θυμίζει ότι το Είναι δεν αποκαλύπτεται ολόκληρο , πάντοτε κρατά κάτι πίσω του. Όπως η πλάτη κρατά το πρόσωπο μακριά, έτσι και η ύπαρξη διατηρεί το πρόσωπο του μυστηρίου της αθέατο.
_
VIII. Η ποιητική της σιωπής
Ο Γκαστόν Μπασελάρ, Γάλλος φιλόσοφος πού συνέβαλε στους τομείς της ποιητικής και της φιλοσοφίας της επιστήμης ,που επηρέασε το έργο του Οδυσσέα Ελύτη -μάλιστα το 1949 είχε παρακολουθήσει μαθήματά τουως φοιτητής στη Σορβόννη- στο «Νερό και τα Ονειρα»(Εκδ.Χατζηνικολή,2007), γράφει ότι «το βάθος δεν βλέπεται, το βάθος ονειρεύεται». Η πλάτη, λοιπόν, δεν είναι επιφάνεια αλλά βάθος. Μας επιτρέπει να ονειρευτούμε ό,τι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε. Η απόκρυψη γίνεται μορφή φαντασίας. Κάθε ίσκιος πάνω στο δέρμα της είναι ένα άγραφο ποίημα, κάθε σιωπή, ένα κάλεσμα.
Στην ποίηση, η πλάτη είναι συχνά ο καθρέφτης της απουσίας.
Η Μαρία Λαϊνά («Σε Τόπο Ξερό-Ποιήματα 1970-212» (Εκδ.Πατάκης,2015) ,γράφει:
«Η πλάτη σου φεύγει πριν απ’ το σώμα σου·
πάντα φεύγει κάτι πριν από σένα.»
Αυτή η πρόταση συνοψίζει την ουσία του αινίγματος: η πλάτη προηγείται της φυγής, είναι το προανάκρουσμα του τέλους. Εκεί όπου το φως τελειώνει, αρχίζει η ποίηση.
_
IX. Το μυστήριο ως ηθική στάση
Αν το πρόσωπο είναι η αποκάλυψη, η πλάτη είναι η σεμνότητα της ύπαρξης. Στον κόσμο της υπερέκθεσης, όπου κάθε τι πρέπει να ειπωθεί, να φωτογραφηθεί, να κοινοποιηθεί, η πλάτη της γυναίκας που στρέφεται μακριά είναι μια ηθική χειρονομία. Μας υπενθυμίζει ότι η ομορφιά δεν βρίσκεται στην έκθεση, αλλά στην αποχή από αυτήν.Η σιωπή της μορφής δεν είναι αδυναμία· είναι αξιοπρέπεια. Η απόσυρση δεν είναι φόβος· είναι δικαίωμα.
Στον χώρο της τέχνης — και της ζωής — το αθέατο δεν είναι ελάττωμα, αλλά χώρος σεβασμού.
Χ. Η γυναικεία πλάτη και η τέχνη
Η γυναικεία πλάτη αποτελεί σημείο αναφοράς στην τέχνη, τη ζωγραφική και τη γλυπτική και έχει αποτελέσει πεδίο έμπνευσης για σημαντικούς καλλιτέχνες ανά τους αιώνες. Το μυστήριο, η γοητεία και η κρυμμένη μουσικότητα που μπορεί να αναδεικνύει μία γυναικεία πλάτη είναι κεντρική θεματική σε αρκετά έργα τέχνης. Είτε βασισμένες σε μία ρεαλιστική απεικόνιση, είτε τελειοποιημένες μέσα από την προσδοκία και τα πρότυπα ομορφιάς, αυτές οι εικόνες καθόρισαν ρεύματα της τέχνης, μεγάλους ζωγράφους και καλλιτέχνες κάθε εποχής και τεχνοτροπίας, οι οποίοι δημιούργησαν εκπληκτικές αναπαραστάσεις και συμβολισμούς. Σχετικά έργα μεγάλης τέχνης δημιούργησαν οι : Kitagawa Utamaro, Degas, Courbet, Giulio Campagnola, Salvador Dalí ,Andrew Wyerth κ.α.
Μπορείτε να δείτε αυτά τα έργα με σχετικές αναλύσεις εδώ:
https://www.koutipandoras.gr/.../i-gynaikeia-plati-kai-i.../
_
Η γυναίκα της πλάτης, με το πρόσωπο στραμμένο αλλού, μας μαθαίνει κάτι πολύτιμο: πως η θέαση δεν είναι κατοχή, και η γνώση δεν είναι αποκάλυψη.Το να βλέπεις, καμιά φορά, σημαίνει να αποδέχεσαι ότι δεν βλέπεις.Η πλάτη, ως μορφή και ως έννοια, γίνεται ο καθρέφτης του αθέατου μέσα μας. Εκεί κατοικεί η ευγένεια του πόθου, η τρυφερότητα του ορίου, η σοφία της απόστασης.
Όπως θα έλεγε ο Οκτάβιο Πας:
«Η ομορφιά δεν είναι το φανερό.
Είναι εκείνο που μας αποσύρει από τη θέα.»
Η γυναίκα του πίνακα δεν μας απορρίπτει, μας προσκαλεί να σταθούμε μπροστά της χωρίς να την καταναλώσουμε. Να σεβαστούμε το μυστήριο ως τελευταία μορφή ιερότητας. Και ίσως, μέσα σ’ αυτή τη σιωπηλή στάση της, να αντικρίσουμε επιτέλους τη δική μας πλάτη: το σημείο απ’ όπου αρχίζει ο εαυτός που δεν γνωρίζουμε.
* Σταμάτης Παγανόπουλος, Οικονομολόγος-Επιχειρησιακός Ερευνητής -Αναλυτής Συστημάτων, Ph.D, Εικαστικός
