Περάστε, λοιπόν, από την Έκθεση Βιβλίου στο Πεδίον του Άρεως, για να δείτε τη νεκρική ακολουθία του έντυπου λόγου.
Τέντες τρία επί τρία, πλαστικές καρέκλες, υγρασία, σκοτάδι, κι ένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας να περιφέρεται με δεκαπέντε αστυνομικούς μέσα στο τίποτα, ανάμεσα σε εξώφυλλα που κιτρινίζουν και εκδότες που πληρώνουν 2.000 ευρώ για να σταθούν κάτω από λευκό πανί, επειδή το κράτος δεν έχει τι να τους προτείνει.
Η εικόνα είναι φτωχή, θλιβερή, ρημαγμένη.
Και ο ήχος; Βουβός.
Δεν διαβάζει κανείς. Δεν συζητά κανείς.
Δεν διαφωνεί κανείς.
Κι όμως, όλοι υποκρίνονται πως βρίσκονται σε έκθεση βιβλίου.
Στην πραγματικότητα, συμμετέχουν σε ένα συλλογικό θέατρο ακινησίας.
Το Υπουργείο Πολιτισμού δεν έχει πολιτική βιβλίου.
Το Υπουργείο Πολιτισμού δεν έχει πολιτική βιβλίου.
Έχει προϋπολογισμούς.
Κάθε του κίνηση μοιάζει με αυτοματισμό γραφειοκρατίας κι όχι με βούληση πολιτισμού. Δεν υπάρχει όραμα, δεν υπάρχει αφήγηση, δεν υπάρχει κεντρικός σχεδιασμός.
Υπάρχουν μόνο φορείς που εναλλάσσονται, διαχειριστές που σιωπούν, και κάποια «φεστιβάλ» –υποκατάστατα δομών που ποτέ δεν συγκροτήθηκαν.
Αντιλαμβάνονται τον συγγραφέα ως διακοσμητικό στοιχείο, τον εκδότη ως λογιστικό κωδικό και τον αναγνώστη ως φάντασμα.
Είναι η πιο καθαρή μορφή πολιτισμικού μηδενός: να έχεις τη γλώσσα, να έχεις τη γραμματεία, να έχεις το παγκόσμιο κεφάλαιο των κειμένων σου, και να μην κάνεις τίποτα.
Μα η σιωπή των συγγραφέων είναι η πιο τρομακτική.
Μα η σιωπή των συγγραφέων είναι η πιο τρομακτική.
Γιατί δεν μιλούν;
Γιατί δεν καταγγέλλουν;
Πού είναι η φωνή τους απέναντι σε αυτή την κρατική χλεύη;
Είναι ποτέ δυνατόν να γίνεται κάθε χρόνο αυτό το μνημόσυνο της ελληνικής έκδοσης και να σιωπά το σύνολο της συγγραφικής κοινότητας; Ούτε μία συλλογική τοποθέτηση, ούτε ένα δημόσιο μανιφέστο, ούτε μια πολιτική απεύθυνση.
Αντί να ορθώνουν λόγο, ορισμένοι φωτογραφίζονται χαμογελαστοί στις πλαστικές καρέκλες, περιμένοντας να διαβαστεί ένα απόσπασμα που δεν συγκινεί κανέναν.
Η σιωπή των συγγραφέων είναι συνέργεια.
Η σιωπή των συγγραφέων είναι συνέργεια.
Το σύστημα της πολιτιστικής απραξίας στηρίζεται ακριβώς σε αυτή τη συνενοχή: σε όσους επιλέγουν να σιωπήσουν για να μην τα βάλουν με τα μικρά κυκλώματα εξουσίας –με τους συμβούλους, τους διευθυντές, τις επιτροπές, τα φεστιβάλ, τους θεσμοθετημένους μηχανισμούς ορατότητας.
Όμως αυτή η σιωπή δεν είναι απλώς αδυναμία φίλες και φίλοι, είναι απόφαση.
Και η απόφαση να σιωπάς μπροστά στην υποβάθμιση του πολιτισμού είναι μορφή πνευματικής προδοσίας.
Μην απορείτε γιατί το βιβλίο στην Ελλάδα δεν πουλά.
Μην απορείτε γιατί το βιβλίο στην Ελλάδα δεν πουλά.
Μην απορείτε γιατί κλείνουν τα μικρά βιβλιοπωλεία, γιατί δεν υπάρχει διανομή, γιατί δεν υπάρχει στρατηγική μετάφρασης, γιατί δεν υπάρχει καμία πλατφόρμα ουσιαστικής ενίσχυσης της ανάγνωσης.
Η απάντηση είναι βαθιά πολιτική: γιατί δεν υπάρχει ούτε μία πολιτική βούληση.
Υπάρχει μόνο το υπουργικό σώμα της ακινησίας. Οι γενικές γραμματείες της υποκρισίας.
Οι επιτροπές της διαχείρισης θανάτου.
Ο χώρος του βιβλίου έχει αφεθεί στη φθορά.
Ο χώρος του βιβλίου έχει αφεθεί στη φθορά.
Οι εκθέσεις είναι διοργανώσεις χωρίς περιεχόμενο· τα φεστιβάλ είναι φωτογραφικά event· οι συγγραφείς είναι τροχοί του ίδιου μηχανισμού που τους στραγγαλίζει.
Κανείς δεν μιλά γιατί όλοι περιμένουν κάτι: μια επιχορήγηση, μια μετάφραση, μια συμμετοχή, μια πρόσκληση.
Όμως αυτό δεν είναι πια πολιτισμός.
Είναι θεσμική δουλοπρέπεια.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται άλλη μία έκθεση βιβλίου.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται άλλη μία έκθεση βιβλίου.
Χρειάζεται έκθεση ιδεών.
Και καταλογισμό. Χρειάζεται αποκαθήλωση ενός συστήματος που παριστάνει ότι αγαπά το βιβλίο, ενώ στην πραγματικότητα δεν το αντέχει. Το Υπουργείο Πολιτισμού έχει αποτύχει οικτρά στον τομέα αυτό.
Και πρέπει να το πούμε καθαρά: όχι απλώς για λόγους ελέγχου, αλλά για λόγους πολιτισμικής επιβίωσης.
Γιατί ένα κράτος που δεν επενδύει στο βιβλίο, επενδύει στην συλλογική αποβλάκωση.
Γιατί ένα κράτος που δεν επενδύει στο βιβλίο, επενδύει στην συλλογική αποβλάκωση.
Ένα κράτος που δεν προστατεύει τον συγγραφέα, προστατεύει την άγνοια.
Και μια κοινωνία που δεν εξεγείρεται γι’ αυτό, είναι ήδη έτοιμη να υπογράψει τη θανατική καταδίκη της σκέψης της.
Αυτό δεν είναι απλώς κρίση.
Αυτό δεν είναι απλώς κρίση.
Είναι συνθηκολόγηση με το τίποτα.
Την κατάρρευση δεν την προκαλεί η φωτιά, αλλά η αποδοχή της στάχτης ως κανονικότητα.
Την κατάρρευση δεν την προκαλεί η φωτιά, αλλά η αποδοχή της στάχτης ως κανονικότητα.