7.10.25

Λογοτεχνική παρέα Κατερίνης-ΣΕΛΙΔΟΔΕΙΚΤΕΣ: Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Του Σταμάτη Παγανόπουλο

Στην Δημοτική Βιβλιοθήκη Κατερίνης, στο αναγνωστήριο "Ιγνάτιος Μεϊμάρης" συνεχίζοντας για δεύτερη χρονιά, πραγματοποίησαν τη συνάντηση του Οκτωβρίου οι "ΣΕΛΙΔΟΔΕΙΚΤΕΣ", η «Λογοτεχνική Παρέα Κατερίνης». Το θέμα, κείμενα του οποίου αναζήτησαν  και παρουσίασαν τα μέλη της "παρέας" με εισηγητή τον Σταμάτη Παγανόπουλο, (-Επιχειρησιακό Ερευνητή -Αναλυτή Συστημάτων, Ph.D, Εικαστικό), ήταν "Ο μονόλογος στη λογοτεχνία".

Ολόκληρη η εμπεριστατωμένη παρουσίασή του, εδώ: 
Ο μονόλογος αποτελεί διαχρονικά έναν από τους θεμελιώδεις τρόπους έκφρασης στη λογοτεχνία και το θέατρο. Η πορεία του εκτείνεται από την αρχαία ελληνική τραγωδία και τη ρωμαϊκή δραματουργία ως την Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό και τη σύγχρονη ξένη και ελληνική λογοτεχνία. Λειτουργεί με διάφορες μορφές: εξομολόγηση, εσωτερική πάλη, ρητορική δήλωση και δίνει στον αναγνώστη ή στον θεατή την ευκαιρία να εισχωρήσει στον εσωτερικό κόσμο του ήρωα, αποκαλύπτοντας βαθύτερα υπαρξιακά, κοινωνικά και φιλοσοφικά νοήματα. Θα προσπαθήσω να δώσω πολύ συνοπτικά τη διαχρονική εξέλιξη του μονολόγου αναλύοντας τις μορφές, τις λειτουργίες και τη σημασία του, με ενδεικτικές αναφορές.

Η αρχαία ελληνική τραγωδία υπήρξε το πρώτο μεγάλο εργαστήρι μονόλογων και αποτέλεσε θεμελιώδες στοιχείο της δραματικής της δομής. Οι μεγάλοι μας δραματουργοί , αξιοποίησαν τον μονόλογο-στον πρόλογο,στη βουλή, στη ρήση- για να εκθέσουν τις εσωτερικές συγκρούσεις των ηρώων τους ,συνδυάζοντας το προσωπικό δράμα με το πανανθρώπινο, δίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στους θεατές τη δυνατότητα να βιώσουν την κάθαρση. Για παράδειγμα :

Στους «Πέρσες» του Αισχύλου ο μονόλογος της Άτοσσας λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό δράμα αποκαλύπτοντας τον εσωτερικό της κόσμο και τη συλλογική αγωνία ενός λαού μετά την ήττα στη Σαλαμίνα. Στον «Προμηθέα Δεσμώτη», ο μονόλογος του Προμηθέα ,όταν δηλώνει την άρνησή του να υποκύψει στη θέληση του Δία , συνιστά έναν ύμνο για την εξέγερση απέναντι στην εξουσία.  
Ο Σοφοκλής εξελίσσει περαιτέρω τη τεχνική του μονόλογου. Στην «Αντιγόνη», ο μονόλογος της ηρωίδας για την ταφή του Πολυνείκη αποτελεί μνημείο ηθικής στάσης απέναντι στην εξουσία. Ο μονόλογός της, όταν ο Κρέοντας διατάζει τον εγκλεισμό της σε θολωτό τάφο, και η ίδια αποδέχεται τη μοίρα της με αξιοπρέπεια και αίσθηση του καθήκοντος , αποτελεί ένα από τα πιο συγκινητικά κείμενα της αρχαίας λογοτεχνίας και γίνεται όχημα φιλοσοφικού και ηθικού προβληματισμού.

Ο Ευριπίδης, από την πλευρά του, εισάγει μια πιο ψυχολογική διάσταση στον μονόλογο. Στη «Μήδεια», οι μονόλογοι της πρωταγωνίστριας αποκαλύπτουν την εσωτερική της πάλη μεταξύ μητρικής αγάπης και επιθυμίας εκδίκησης. Η διάσπαση της προσωπικότητας, η εσωτερική σύγκρουση και η ψυχολογική ανάλυση γίνονται κεντρικά στοιχεία του μονόλογου.
   
Η ρωμαϊκή τραγωδία και κωμωδία, προετοιμάζει το έδαφος για τη μεσαιωνική και αναγεννησιακή αντίληψη του μονόλογου.Ιδίως μέσω του Σενέκα .Οι ηρωίδες του , «Μήδεια» και «Φαίδρα», εκφράζουν στωικές και ηθικοφιλοσοφικές ιδέες μέσα από εκτενείς μονολόγους, προσδίδοντας στο δράμα έναν στοχαστικό χαρακτήρα. Στην «Αινειάδα» του Βιργίλιου, οι μονόλογοι του Αινεία αποτελούν στιγμές αυτογνωσίας και προσωπικής αμφιβολίας μέσα στο μεγάλο αυτό επικό αφήγημα.Στην ελεγειακή ποίηση του Οβίδιου, εισάγεται μια νέα διάσταση στην τέχνη του μονόλογου , αυτή του επιστολικού τύπου .Στους μονόλογους των ηρωϊδων του : Πηνελόπης, Διδούς, Αριάδνης,υψώνεται η φωνή της γυναίκας και η υποκειμενική εμπειρία της εγκατάλειψης και του πόνου. Αυτοί οι μονόλογοι επηρέασαν σημαντικά τη μεταγενέστερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία.

Κατά τη μεσαιωνική περίοδο, ο μονόλογος εξελίσσεται μέσα από τις θρησκευτικές και κοσμικές μορφές τέχνης. Στη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, ένα από τα σπουδαιότερα λογοτεχνικά έργα του παγκόσμιου πολιτισμού,οι μονόλογοι των διαφόρων προσώπων που συναντά ο ποιητής στην περιπλάνησή του,αποτελούν τις ποιητικές και φιλοσοφικές κορυφώσεις του έργου.

Στο θέατρο της Αναγέννησης, και ειδικότερα στο έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ο μονόλογος αναδεικνύεται στην κορυφαία μορφή του, τον σόλοκβι (soliloquy).

Ο Σαίξπηρ αξιοποίησε τον εσωτερικό λόγο με τρόπο μοναδικό:

Ο Άμλετ αναρωτιέται «να ζει κανείς ή να μη ζει», μετατρέποντας τον μονόλογο σε φιλοσοφικό στοχασμό για την ύπαρξη.Ο Μάκβεθ μονολογεί( («Tomorrow, and tomorrow, and tomorrow») για την ματαιότητα του χρόνου.Ο Ιάγος στον «Οθέλλο», ο Lear στον «Βασιλιά Ληρ» αποκαλύπτουν την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχής.Αυτοί οι μονολόγοι δεν λειτουργούν μόνο ως σημεία δραματικής κορύφωσης, αποκαλύπτουν την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχής καί ταυτόχρονα χαράσσουν οδούς επικοινωνίας του ήρωα με τον θεατή, μετέχοντας έτσι στον διάλογο για την ανθρώπινη μοίρα.

Στα επικά έργα της Ιταλικής λογοτεχνίας «Ορλάνδος Μαινόμενος» και «Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ», των Αριόστο και Τάσο αντίστοιχα,εξαίρετοι μονόλογοι περιγράφουν την ιπποτική παράδοση συνδιάζοντάς την με τη ψυχολογική ανάλυση των ηρώων.Σ το δεύτερο έργο ,που αφηγείται τη μάχη των Σταυροφόρων κατά την Πρώτη Σταυροφορία ,ο μονόλογος αποκτά μελαγχολικό τόνο που προαναγγέλλει τη μπαρόκ αισθητική.

Κατά την περίοδο του διαφωτισμού και του ρομαντισμού, ο μονόλογος εμπλουτίζεται με φιλοσοφικό περιεχόμενο, αποκτά διδακτικό χαρακτήρα,λογική, ατομικισμό και ηθική ανάλυση.Στον «Φάουστ» του Γκαίτε, οι μονόλογοι του πρωταγωνιστή εκφράζουν τη διαφωτιστική επιθυμία γνώσης αλλά και τους κινδύνους της ύβρης. Ο διάλογος με τον Μεφιστοφελή μπορεί να θεωρηθεί -ακόμη και σήμερα-ως εσωτερικός μονόλογος του σύγχρονου ανθρώπου.

Ο Βολταίρος και οι σύγχρονοί του αξιοποιούν το μονόλογο ως μέσο έκθεσης ιδεών και κοινωνικής κριτικής. Στο θέατρο του Διαφωτισμού, ο μονόλογος συνδέεται με την αναζήτηση της αλήθειας, την κοινωνική πρόοδο και την αμφισβήτηση παραδοσιακών αξιών.Ο γαλλικός κλασικισμός, με τον Κορνέιγ, τον Ρακίνα , διαμορφώνει νέες αρχές για τον μονόλογο. Στη «Φαίδρα» του Ρακίνα , οι μονόλογοι της πρωταγωνίστριας αποτελούν κορυφώσεις ψυχολογικής ανάλυσης, όπου το πάθος και η ηθική συνείδηση συγκρούονται με τραγικό τρόπο. Η γλώσσα πιά είναι εκλεπτυσμένη, η δραματική ένταση συμπυκνωμένη. Στις κωμωδίες του Μολιέρου , ο μονόλογος είναι εργαλείο κωμικής φυσικής αυτογνωσίας. Ο διάσημος μονόλογος του Αρπάγον στο «Μισάνθρωπο» είναι μια πικρή και αυτογνωστική εξέταση των κοινωνικών συμβάσεων. Πιο σατιρικά, ο μονόλογος του Ταρτούφου αποκαλύπτει την υποκρισία του μέσα από μια προσποιητή αυτοκριτική.Στο αφηγηματικό και αυτοβιογραφικό έργο του «Οι Ομολογίες» ο Ρουσσώ δημιουργεί έναν συνεχή λογοτεχνικό μονόλογο που απευθύνεται απευθείας στον αναγνώστη, αποκαλύπτοντας τις πιο προσωπικές σκέψεις και πράξεις του με έναν πρωτοφανή βαθμό ειλικρίνειας (ή αυτο-δικαιολόγησης). Εδώ, ο μονόλογος γίνεται όχι μόνο ψυχογράφημα, αλλά και φιλοσοφική διάλεξη για τη φύση του ατόμου.

Στην αγγλική ποίηση, ο Μπαϊρον στον «Τσάιλντ Χάρολντ» δημιουργεί μια νέα μορφή ποιητικού μονόλογου, όπου η προσωπικότητα του ποιητή συγχωνεύεται με αυτή του πρωταγωνιστή. Ο «μπάϊρονικος ήρωας» γίνεται πρότυπο για τη ρομαντική λογοτεχνία.

Στη ρωσική λογοτεχνία, ανοίγονται νέοι ορίζοντες για την τέχνη του μονόλογου :

Ο εσωτερικός μονόλογος της Άννας Καρένινας πριν από την αυτοκτονία της, στο ομότιτλο βιβλίο του Τολστόϊ αποτελεί κορύφωμα ψυχολογικού ρεαλισμού. Oι μονόλογοι των : Πιερ (Μπεζούχοφ), Αντρέι (Μπολκόνσκι ) και της η Νατάσας (Ροστόβα) στο «Πόλεμος και Ειρήνη», συνδυάζoυν την ψυχολογική ανάλυση με τον κοινωνικό στοχασμό. Η Σονάτα για βιολί αρ. 9 του Μπετόβεν, γνωστή ως «Σονάτα του Κρόιτσερ»,αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τη διάσημη νουβέλα του , που είναι ολόκληρη ένας μονόλογος, και έδωσε την ευκαιρία στον γίγαντα αυτόν της λογοτεχνίας ,από τη μια να αναλύσει με ωμότητα την ανθρώπινη φύση, τη ζήλια, τη σαρκική επιθυμία και την αποξένωση μέσα στον γάμο και, από την άλλη, να παρουσιάσει τη μουσική ως δύναμη που διεγείρει τα πάθη.

Ο Ντοστογιέφσκι εισάγει την τεχνική του «ρεύματος συνείδησης» ,δηλαδή την απεικόνιση της συνεχούς και αδιάκοπης ροής των σκέψεων, των συναισθημάτων και των αισθητηριακών εμπειριών ενός χαρακτήρα, με σκοπό να αποδώσει μια πιο αληθινή και υποκειμενική ανθρώπινη εμπειρία, πολύ πριν αυτή επικρατήσει στη σύγχρονη λογοτεχνία.Στο «Εγκλημα και Τιμωρία » οι εσωτερικοί μονόλογοι του Ραζκόλνικοφ, αποκαλύπτουν τη ψυχολογία του εγκληματία και τις φιλοσοφικές διαστάσεις του ηθικού προβλήματος. Στις «Σημειώσεις από το υπόγειο», ο μονόλογος μετατρέπεται σε εσωτερική εξομολόγηση, όπου ο ήρωας συνομιλεί με τον εαυτό του και τον αναγνώστη.Οι μονόλογοι των : Αλιόσα και του Ιεροεξεταστή ,στους αδελφούς Καραμαζώφ ,αποτελούν ακόμη και σήμερα αντικείμενα φιλοσοφικής έρευνας.

Ο 20ός αιώνας φέρνει επαναστατικές αλλαγές στην τεχνική του μονόλογου. Στον «Οδυσσέα» του Τζόις, ο διάσημος μονόλογος της Μόλι Μπλουμ στο τέλος του έργου αποτελεί κορύφωση της τεχνικής του «ρεύματος συνείδησης». Η Βιρτζίνια Γούλφ στη «Κυρία Ντάλοουεϊ» χρησιμοποιεί τον εσωτερικό μονόλογο για να αποδομήσει τη γραμμική αφήγηση και να διεισδύσει στην ψυχή διαφορετικών χαρακτήρων κατά τη διάρκεια μιας ημέρας, δημιουργώντας μια πολυφωνική σύνθεση της συνείδησης.Στο “Μέχρι το Φάρο”χρησιμοποιεί τον εσωτερικό μονόλογο για να αποκαλύψει την αστική ψυχολογία.

Στον Προυστ, η «Αναζήτηση του Χαμένου Χρόνου» αποτελεί έναν μακρό μονόλογο μνήμης, όπου η συνείδηση ανασυνθέτει το παρελθόν. Στον Κάφκα, οι μονόλογοι του Τζόζεφ Κ και του Γκρέγκορ Σάμσατ ,των πρωταγωνιστών , αντίστοιχα της «Δίκης» και της «Μεταμόρφωσης» , εκφράζουν την αποξένωση και το άγχος του σύγχρονου ανθρώπου.

Ο μονόλογος του Μερσώ στο δεύτερο μέρος του Ξένου του Αλμπέρ Καμί, ειδικά στο κεφάλαιο 5, αποτελεί μια κορύφωση της φιλοσοφίας του παραλόγου. Εκεί, ο Μερσώ, απομονωμένος στη φυλακή και αντιμέτωπος με την επικείμενη εκτέλεσή του, φτάνει σε μια βαθιά υπαρξιακή συνειδητοποίηση.

Στο σύγχρονο θέατρο ο μονόλογος της Νίνας στο «Γλάρο» του Τσέχωφ λειτουργεί σαν καλλιτεχνικό και υπαρξιακό μανιφέστο: Αναδεικνύει την κεντρική ιδέα του έργου,ότι η ζωή είναι γεμάτη πίκρες, αλλά η αξία της κρύβεται στο να υπομένουμε και να δημιουργούμε παρά τον πόνο.Ο μονόλογος της Ρανέφσκαγιας στον « Βυσσινόκηπο» για την απώλεια του κτήματος,περιγράφει με τον πιό περίτεχνο τρόπο ,από άποψη λογοτεχνικής γραφής,την παρακμή, και την αδυναμία προσαρμογής των ανθρώπων στην αλλαγή των καιρών.

Στη σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία, Ο Φίλιπ Ροθ στο «Ανθρωπινο Στίγμα» ,ο Σάλιντζερ στον «Φύλακα στη Σίκαλη» δημιουργούν μονόλογους που εξέφρασαν την αμερικανική εμπειρία στην πιο δυνατή της έκφραση .

Στη γαλλική λογοτεχνία, η Μαργκερίτ Ντουράς στον «Εραστή» χρησιμοποιεί τον μονόλογο για να εκφράσει τη γυναικεία υποκειμενικότητα.Ο Μπέκετ στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» περιλαμβάνει μονόλογους που εκφράζουν την υπαρξιακή ματαιότητα. Ο Ιονέσκο στους μονολόγους του στη «Φαλακρή Τραγουδίστρια» και τον «Ρινόκερο» εκφράζει τη γλωσσική κρίση ,την δυσκολία στην επικοινωνία και την κοινωνική αποσύνθεση.

Η παγκόσμια λογοτεχνία βρίθει από αριστουργηματικούς μονόλογους ,θάταν πλεονασμός να τους αναφέρω σ’ αυτό το κείμενο .Ενδεικτικά και πάλι θα αναφερθώ σε δύο μόνον περιπτώσεις μονόλογων που τη μνήμη τους διατηρώ ανεξίτηλη ως σημαντικούς ,γιατί ,πέραν της καλλιτεχνικής έκφρασης ,αναλύουν την ανθρώπινη ψυχή και διευρύνουν το φιλοσοφικό στοχασμό.Αναφέρομαι στη μακρά, αποσπασματική σειρά υψηλού επιπέδου λογοτεχνικής γραφής μονόλογων-αναφορών για τα ταξίδια και τις περιπέτειες του Αρτούρο Μπελάνο και του Ουλίσες Λίμα,από το βιβλίο του Ρομπέρτο Μπολάνιο «Αγριοι Ντετέκτιβς»,ένα έργο για το οποίο έχει γραφτεί ότι «είναι τόσο πλούσιο και εκθαμβωτικό, ώστε θα προσελκύει σίγουρα αναγνώστες και φιλόλογους για αιώνες» και στον εικοσασέλιδο μονόλογο του «Νίτσε»,στο τέλος του βιβλίου του Ιρβιν Γιάλομ «Όταν έκλαψε ο Νίτσε».Οι λέξεις αυτού του μονόλογου διαπερνούν σαν νετρόνια όχι μόνο το νού και τη καρδιά ,αλλά όλη την ύπαρξη, αφήνοντας άπλετο χώρο για κατανοηθεί βαθειά μέσα μας το νόημα της αγάπης.

Ο μονόλογος εμφανίζεται ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα στην νεοελληνική λογοτεχνία φέρνοντας καινοτομίες στην τεχνική του ,ενδεικτικά :

Ο Γεώργιος Βιζυηνός στο ψυχολογικό του διήγημα «Το Αμάρτημα της Μητρός μου» - πρωτοποριακό για την εποχή του-εξερευνά τη σχέση μητέρας-παιδιού και την ενοχή,επιχειρώντας μια ιδανικη ανάλυση της ηθογραφίας και μιάς πρώτη ψυχολογικής προσέγγισης στη λογοτεχνία.

Ο Νίκος Καζαντζάκης χρησιμοποιεί εκτεταμένους, δυναμικούς και συχνά μυστικιστικούς εσωτερικούς μονόλογους για να εκφράσει τον αγώνα του ανθρώπου για υπαρξιακή λύτρωση, όπως στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» , όπου ο Μανολιός πολεμά με τον εαυτό του και τον θεό.

Η ποιητική συλλογή «Μυθιστόρημα» του Γιώργου Σεφέρη ,αποτελεί ουσιαστικά ένα σύνολο εκτεταμένων μονόλογων , παρόλο ότι χρησιμοποιεί τον α’ πληθυντικό «εμείς» ,δημιουργώντας μ’ αυτόν τον τρόπο ένα συλλογικό ποιητικό υποκείμενο, που διερευνά θέματα όπως η μνήμη, η απουσία, το ταξίδι και η ανθρώπινη αναζήτηση για νόημα, μέσα από μια γλώσσα γεμάτη συμβολισμούς και αίσθηση της ελληνικής πραγματικότητας. Στο έργο του αυτό βλέπει τον Έλληνα να αναζητά την ταυτότητά του έχοντας αφομοιώσει το ίνδαλμα του αρχαίου πολιτισμού, ενώ πασχίζει να συγχρονίσει το βήμα του προς τη φερέλπιδα «Δύση».

Ο Γιάννης Ρίτσος, στην «Τέταρτη Διάσταση»- την οποία ο ίδιος θεωρούσε ως «μια σύνοψη όλων των άλλων βιβλίων» του-, αναβιώνει τις αρχαίες ηρωϊδες : Περσεφόνη,Χρυσόθεμη,Ελένη,Ισμήνη,Ιφιγένεια,Φαίδρα, μέσα από εσωτερικούς εκτεταμένους μονόλογους γεμάτους συμβολισμούς και φιλοσοφικούς στοχασμούς.Για τον ποιητή η γυναίκα , εναρμονισμένη με τη φύση, ευαίσθητη και δυνατή, πίσω από εκείνες τις αιώνιες ηρωίδες φαίνεται να αποκτά τη δύναμη να μιλήσει για τους σημαντικότερους κοινωνικούς προβληματισμούς, τα πιο εσωτερικά υπαρξιακά της αισθήματα και παράλληλα τις δικαιώνει. Ο μονόλογος της «Γυναίκας με τα Μαύρα» στη « Σονάτα του Σεληνόφωτος»είναι μια εκτενής ποιητική εξομολόγηση που εκφράζει την απομόνωση, τη φθορά και τη ματαιότητα του κόσμου. Χρησιμοποιεί τον μονόλογο για να εκφράσει την συλλογική ελληνική μεταπολεμική εμπειρία (απώλεια, απογοήτευση) μέσω της φωνής ενός τραγικού, αλλά και οικουμενικού, προσώπου.  

Το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου, που θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά ελληνικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα ,είναι ολόκληρο ένας μονόλογος-εξομολόγηση ενός πολιτικού κρατούμενου που μεταφέρει ένα μυστηριώδες κιβώτιο. Το έργο είναι μια αλληγορία για την ιδεολογική σύγκρουση και την αποδόμηση της πίστης.

Το Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη, είναι ένας μονόλογος -μαρτυρία από την αιχμαλωσία του συγγραφέα στα τάγματα εργασίας μετά τη Μικρασιατική Εντάξει! Αν θέλετε να συνοψίσετε το κείμενό σας, παρακαλώ αντιγράψτε το εδώ και θα σας βοηθήσω να το κάνετε πιο συνοπτικό. Καταστροφή. Σκληρό, αλλά βαθιά ανθρώπινο έχει ιστορική και συναισθηματική αξία, και αποτελεί ντοκουμέντο για τις φρικαλεότητες της εποχής του.

Στο σύγχρονο ελληνικό δράμα, ο μονόλογος συχνά αποτελεί μέσο για την αποκάλυψη της δυσκολίας της επικοινωνίας και της κοινωνικής κριτικής.

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης χρησιμοποιεί τον μονόλογο για να δώσει φωνή στους «μικρούς» ανθρώπους, στα θύματα της κοινωνίας στην «Αυλή των Θαυμάτων» , οι χαρακτήρες του βγαίνουν μπροστά σε μια φανταστική "κamera obscura" και μιλούν απευθείας στο κοινό, αποκαλύπτοντας τα όνειρα και τις απώλειές τους.

Στα έργα της Λούλας Αναγνωστάκη, όπως «Η Διανυκτέρευση», οι χαρακτήρες συχνά μονολογούν εντός του διαλόγου, παραδίδοντας μακροσκελείς εξομολογήσεις που αποκαλύπτουν κρυμμένα τραύματα και αδιέξοδα ,αδυνατώντας ωστόσο να βρουν πραγματικό αντίκρισμα στους άλλους. Ο λόγος τους είναι καίριος και διαχρονικός.

Ο Δημήτρης Δημητριάδης γράφει ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο - μονόλογο το “Πεθαίνω σα χώρα” που ανήκει, πιστεύω, στα ελάχιστα εμβληματικά, συγκλονιστικά -καί προφητικά -κείμενα της λογοτεχνίας μας (από μιαν άποψη μπορώ να το συγκρίνω με “Το κιβώτιο” του Άρη Αλεξάνδρου), όπου η λογοτεχνία παύει να είναι “λογοτεχνία” και μεταμορφώνεται σε ασυνήθιστο και δυσθεώρητο κατόρθωμα. .

Μονόλογοι στο θεατρικό έργο του Γ.Διαλεγμένου «Μάνα, μητέρα, μαμά» αποτυπώνουν την αγωνία του σύγχρονου Έλληνα σε κοινωνικό και υπαρξιακό επίπεδο.

Ο Κώστας Μουρσελάς στη σειρά «Εκείνος και Εκείνος» (Β.Διαμαντόπουλος,Γ.Μιχαλακόπουλος) αξιοποιεί τον μονόλογο για να δείξει τη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου.

Ο Βασίλης Αλεξάκης στο βιβλίο του «Η Γλώσσα μου» , χρησιμοποιεί μια μονολογική, αυτοβιογραφική φωνή, όπου ο αφηγητής απευθύνεται στον εαυτό του, εξερευνώντας θέματα ταυτότητας, μνήμης και γλώσσας.

Στη σύγχρονη εποχή, αναπτύσσεται επίσης το «θέατρο του ενός ηθοποιού», όπου ολόκληρο το έργο αποτελείται από έναν εκτεταμένο μονόλογο. Πρωτοπόρησε σ’ αυτό ο Μπέκετ με το «Krapp's Last Tape» ,ενώ σημείωσαν τεράστια επιτυχία οι διάσημες παραστάσεις-μονόλογοι της Anna Deavere Smith στην Αμερική ,δημιουργώντας νέες δυνατότητες για τον μονόλογο.Στην Ελλάδα, σε μια παράσταση που είχα τη τύχη να ζήσω -όντας πρωτοετής φοιτητής-με τον Δημήτρη Χορν στο «Ημερολόγιο ενός τρελού»του Γκόγκολ ,στο θέατρο Κεντρικό, το 1963,αποθεώνεται η υποκριτική τέχνη. Πολύ αργότερο είχα επίσης την τύχη να παρακολουθήσω παραστάσεις σπουδαίων ηθοποιών που διέπρεψαν σε παραστάσεις μονόλογου , όπως του Λευτέρη Βογιατζή στην « Ημερη» του Φ. Ντοστογιέφσκι,στο Θέατρο Οδού Κυκλάδων το 2007 και, αργότερα ,του Κιμούλη στο «Απλά περίπλοκος» του Thomas Bernhard στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης το 2011.

Ο κινηματογράφος εισάγει νέες μορφές μονόλογου. Στον Μπέργκμαν, οι μονόλογοι στην «Περσόνα» ,στη «Σιωπή» ,στις «Σκηνές από έναν γάμο» ,εκφράζουν την ψυχολογική κρίση του σύγχρονου ανθρώπου. Στον Φελίνι, οι μονόλογοι λειτουργούν ως ονειρικές εξομολογήσεις.Στον ελληνικό κινηματογράφο, οι οπτικοί μονόλογοι στις ταινίες Εκδρομή , Παρένθεση , Ρομαντικό σημείωμα του Θεσσαλονικιού σκηνοθέτη Τάκη Κανελλόπουλου αποτελούν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και ποιητικά στοιχεία της κινηματογραφικής του γραφής. Δεν πρόκειται για λεκτικούς διαλόγους ή εσωτερικές φωνές, αλλά για εικόνες που «μιλούν» από μόνες τους, μεταφέροντας συναισθήματα, σκέψεις και υπαρξιακά ερωτήματα χωρίς την ανάγκη λόγου.Το ίδιο θαυμάζουμε στις αριστουργικές ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου.Ο αριστοτέχνης του «long scene” δημιουργεί ποιητικούς μονολόγους που αναλύουν εκφάνσεις της ανθρώπινης ψυχής και συνδέουν το παρόν με την ιστορία,προσωπικά ξεχωρίζω την «Αιωνιότητα και μια Μέρα» .

Ο μονόλογος, από την αρχαία ελληνική τραγωδία ως τις σύγχρονες μορφές τέχνης, αποτελεί έναν από τους πιο διαχρονικούς και αποτελεσματικούς τρόπους έκφρασης της ανθρώπινης εμπειρίας. Κάθε εποχή διαμορφώνει τις δικές της μορφές μονόλογου, ανάλογα με τις κοινωνικές, φιλοσοφικές και αισθητικές ανάγκες της.

Στην αρχαία ελληνορωμαϊκή γραμματεία, ο μονόλογος λειτουργούσε ως έκφραση του μοίρας και της θείας βούλησης. Στην κλασική εποχή, γίνεται όχημα φιλοσοφικού στοχασμού και ηθικής προβληματικής. Ο Ρομαντισμός τον μετατρέπει σε έκφραση υποκειμενικότητας και αισθήματος. Η μοντέρνα εποχή τον χρησιμοποιεί για να εκφράσει την ψυχολογική πολυπλοκότητα και την αποξένωση.

Στη σύγχρονη εποχή, ο μονόλογος συνεχίζει να εξελίσσεται, αφομοιώνοντας νέες τεχνολογίες και νέες μορφές επικοινωνίας. Από τα κοινωνικά δίκτυα έως τα νέα μέσα, ο μονόλογος βρίσκει νέους τρόπους έκφρασης, διατηρώντας όμως την ουσιαστική του λειτουργία: να αποκαλύπτει τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου και να τον συνδέει με τη συλλογική εμπειρία.

Σ. Χ. Παγανόπουλος