19.9.25

Αναφορά στον Γκρέκο …(Του Μάρκου Μπόλαρη)

Κατέβηκα στο λιμάνι .
Το παλιό το βενετσιάνικο.
Κάστρα , καρνάγια, ο φάρος ο αιγυπτιάνικος,τουρίστες, καίκια, ιστιοφόρα, ντάμπιες, τάφροι,
στες αλογοάμαξες πάσαι αι φυλαί,
σφύζει η πόλη από περίεργους, από αδιάφορους,
έμορφος ένας τόπος , ιστορικός,
χίλια - μύρια κύματα μιάς διαχρονίας,
από τους Μινωίτες ίσαμε την Κυδωνία,
από τους Κυδωνιάτες ίσαμε τους Ρωμαίους,
κι ύστερα τους Αραπάδες και τον Νικηφόρο Φωκά τους Βενετσιάνους και τους Οθωμανούς,
τις Επαναστάσεις και τον Δασκαλογιάννη
μέχρι την Κρητική Πολιτεία,
Αγώνες Λευτεριάς κι ο Λευτέρης Βενιζέλος,
ίσαμε τους Γερμανούς του Χίτλερ
που ματώβαψαν τον τόπο,
την Αντίσταση την Εθνική,
σπρωχνόμουν μέσ’ το πλήθος των τουριστών,
μαγεία το λιμάνι το Χανιώτικο,
αφηρημένος φαινόμουν,
μα όχι, δεν ήμουν,
ο νούς πετούσε σ’ άλλες εποχές και χρόνους,
νούς και γαρ ορά και νούς ακούει,
τα δικά μου μάθια ,
άλλα αναζητούσαν , άλλα έψαχναν,
και νά,
νά τος , τον είδα που έστριβε
προς τα καρνάγια τα βενετσιάνικα,
ένα βαπόρι φόρτωνε εκεί
λάδι και κρασί για τον Περαία,
αμούστακος ήταν ακόμη δεκατέσσερα χρονώ
στα δεκαπέντε, άγουρο ένα αγόρι,,
η μάννα του η κερά ‘Ρήνη
μου το ‘πενε,
ένα ραβασάκι έλαβε από τον μεγάλο του αδερφό
τον καπετάν Γιάννη, εκείνος δεκαεννιά χρόνους
τον πρώτευε , στα τριάντα πέντε του,
να πάει τον κάλεσε στον Αγώνα,
στην Φλώρινα, στην Μακεδονία,
πόλεμος σωστός με δύο οχτρούς,
κομιτατζήδες Βούλγαροι απ’ την μιά ,
φονιάδες αδίστακτοι,
τις κεφαλές των Ρωμιών να κόψουν,
ακέφαλη των υπόδουλη Ρωμιοσύνη να αφήσουν,
κι οι Τούρκοι απ’ την άλλη,
στριμωγμένοι μα κι αδίστακτοι, την φαγωμάρα ων χριστιανών υποδαύλιζαν,
ένα μπογαλάκι κρατά στον ώμο,
βιάστηκα να τον ακολουθήσω τρέχοντας
να τον προλάβω , μπάρκαρε,
στην σκάλα του καραβιού νά τος που στέκεται,
το ναύλο παζαρεύει,
λίγα μα λίγα, του έδωσε ο κύρης του,
σαν βγεί στην Αθήνα με τον σύνδεσμο
θα συνεννοηθεί για τα υπόλοιπα,

μιά φωτογραφία με ευζωνικά ,

ενθύμιον Αθηνών, κι ύστερα,
με παλιόρουχα, τάχα και ζωέμπορος,
τζαμπάζης ζώων τα σύνορα θα διαβεί,
χρόνους τρείς στον Μακεδονικό αγώνα,
πρόλαβα κι έφθασα στον μώλο, είχε λύσει τον κάβο το καράβι , σφύριξε μιά,

σφύριξε δυό , σφύριξε τρείς,

ο Μάρκος, παιδαρέλι
άγουρο στην κούπαστή, το χέρι σήκωσε,
εμάς λές και χαιρετούσε.
εμάς που εκατόν είκοσι χρόνους μετά ,
μέσα στο στριμωξίδι των τουριστών,

παραμερίζοντας άμαξες κι άλογα,

εμάς που έναν αιώνα και μετά ,
σπρώχνοντας και παραμερίζοντας τραπέζια
να τον αποχαιρετίσουμε
τον πολεμιστή
μαζωχτήκαμε στο βενετσιάνικο λιμάνι,
εγγόνια και δισέγγονα, αμή και τρισάγγονά του,

συγκινημένοι που αξιωθήκαμε

σε τούτον τον νόστιμο αποχαιρετισμό
να συμμετάσχουμε , 
του Μακεδονομάχου άγουρου από το Δράπανο
και του Βαλκανιονίκη τον χαιρετισμό,
του πολεμιστή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου,
και της Εκστρατείας στην Μικρασία,

ένα μαντήλι λευκό να κουνήσουμε,

του εθελοντή στον πόλεμο κατά των φασιστών
στης Πίνδος και της Βόρειας Ήπειρος τα βουνά,
στης Εθνικής Αντίστασης τον αντάρτη
κατά Γερμανοβουλγάρων κι Ιταλών,
πόσες φορές , μα πόσες ,
με την ευκή της κερά Ρήνης, και της Παναγιάς αντάμα,
μα και του κύρη του,
του πολεμιστή των Κρητικών Επαναστάσεων
του Μανώλη ,
πόσες τάχα φορές μ’ ένα φτενό μπόγο στην πλάτη,
από τούτηνε την αποβάθρα
του ενετικού λιμανιού , μπάρκαρε,
για του Χριστού την πίστη και της Ελλάδας
την ελευθερία,
νά, αξιωθήκαμε κι εμείς , κι ας βούλιαζε ο τόπος
από αδιάφορους τουρίστες,
ακόμη μια φορά ,
σινιάλο να του πάμψουμε,
νούς ορά και νούς ακούει ,
ήρθαμε , πάλιν , εδώ , εδώ είμαστε, στα καρνάγια,
στο ενέτικο λιμάνι, να χαιρετιστούμε,
αναφορά να σου δώσουμε,
κι ημείς,
σε Χαρά γαμήλια ,
του δισεγγονού σου την Χαρα ,
τοις δικοίς σου ρήμασι πειθόμενοι,
στον Προφήτη Ηλία,
στ’ Ακρωτήρι,
ναί, στους Τάφους των Βενιζέλων,
της Δημοκρατίας σημείο αναφοράς,
με μαντινάδες και ριζίτες,
με χανιώτη και πεντοζάλη,
της νέας οικογένειας, που το Σάββατο θα σμίξει,
να ευχηθούμε ολόψυχα
στεριωμένοι !
Για τούτο νοιάζομαι ,
για τούτο σπεύδω,
την αναφορά στον Γκρέκο να υποβάλλω,
στον καπετάν Μάρκο , το κατέχετε ,
στον καπετάν Μάρκο,
εννοώ !
Στεριωμένοι, χαρούμενοι, ομονοιασμένοι
να πορεύεστε,
χέρι - χέρι και σε μπονάτσες και σε φουρτούνες, έχει , μαθές , και φουρτούνες η ζωή,
αγαπημένοι δια βίου να είστε

Ηλία και Αντέλ !
Ελαία πολύκαρπος και καλλίκαρπος
η οικογένειά σας !
Την αγάπη μας !
Πάντων Ημών , παρόντων αμή κι απόντων !