Ἡ μπάντα ἔφυγε, τά παιδιά ξαναγύρισαν στό παιχνίδι, ἀλλά ἐγώ πῆγα σπίτι. Διέσχισα ἀμίλητος τό σαλόνι, πῆγα στήν κουζίνα, ἀνέβηκα σέ μιά καρέκλα, πῆρα δυό καπάκια ἀπό τούς μεγάλους τεντζερέδες τῆς μαμᾶς, πῆγα στήν πίσω αὐλή καί σήκωσα ἀργά ἀργά τά χέρια γιά νά κρούσω τά δυό καπάκια. Νόμιζα ὅτι, ἄν μιμηθῶ τή μεγαλειώδη κίνηση τοῦ μουσικοῦ, θά παραχθεῖ ὁ ἴδιος πλούσιος ἦχος. Ἀντ‘ αὐτοῦ, ἀκούστηκε ἕνα ἀπαίσιο “πλάφ”, πού στή μουσική ὀνομάζεται ψόφος. Ἔμεινα ἐνεός.
Στό διπλανό σπίτι ἀνέβαινε τή σκάλα ὑπηρεσίας ὁ μεγάλος γιός τῆς γειτόνισσας, μέ εἶδε μέ δυό καπάκια στά χέρια σέ ἀνάταση:
—Τί κάνεις ἐκεῖ, Διονυσάκη; ρώτησε.
Καί ἐγώ γιά πρώτη φορά τραύλισα· εἶπα:
—Παίζω μου-μου-μου-θική!
Καί μοῦ ‘μεινε.
Ὅ,τι ἔγραψα εἶναι ἕνα τραύλισμα νομίζω.
Αὐτό εἶναι γιά μένα ἡ μουσική: τό θεῖο τραγούδι πού ἕνα ἀδέξιο παιδί τό λέει κομπιάζοντας, ἔχοντας στήν καρδιά τήν ἀκατόρθωτη μελωδία μιᾶς λαχτάρας γιά τελειότητα ἀπό ἕνα πλάσμα πού δέν τήν ἔχει»…
Διονύσης Σαββόπουλος, «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» (αυτοβιογραφία), Εκδόσεις Πατάκη.