24.8.25

Διονύσης Σαββόπουλος, «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα»

…«Ἕνα ἀπόγευμα, ἐκεῖ πού παίζαμε στή γειτονιά, ἀκοῦμε μουσικές στή λεωφόρο. Ὅλα τά παιδιά παρατήσαμε τό παιχνίδι καί τρέξαμε. Περνοῦσε ἡ Φιλαρμονική. Οἱ ἄντρες τῆς Φιλαρμονικῆς παρήλαυναν μέ τίς στολές τους παιανίζοντας. Ὁ μαέστρος πήγαινε μπροστά, πετώντας στόν ἀέρα τή στολισμένη ράβδο του, καί τήν ξανάπιανε ἐντός τοῦ ρυθμοῦ σάν μάγος. Τά χάλκινα λαμποκοποῦσαν στόν ἥλιο· οἱ σάλπιγγες, οἱ τρομπέτες, τά τρομπόνια, τά μεγάλα χάλκινα μπάσα... ὁ ἦχος πλούσιος ἀντανακλοῦσε στά παλιά διώροφα τῆς λεωφόρου μέ τά πεῦκα. Ὁ ἦχος πολλαπλασιαζόταν, καί ὅλα λάμπανε κάτω ἀπό τόν διάφανο οὐρανό. Τά παιδιά σώπασαν, ἀλλά μόνο ἕνα βούρκωσε: ἐγώ.
Ἡ μπάντα ἔφυγε, τά παιδιά ξαναγύρισαν στό παιχνίδι, ἀλλά ἐγώ πῆγα σπίτι. Διέσχισα ἀμίλητος τό σαλόνι, πῆγα στήν κουζίνα, ἀνέβηκα σέ μιά καρέκλα, πῆρα δυό καπάκια ἀπό τούς μεγάλους τεντζερέδες τῆς μαμᾶς, πῆγα στήν πίσω αὐλή καί σήκωσα ἀργά ἀργά τά χέρια γιά νά κρούσω τά δυό καπάκια. Νόμιζα ὅτι, ἄν μιμηθῶ τή μεγαλειώδη κίνηση τοῦ μουσικοῦ, θά παραχθεῖ ὁ ἴδιος πλούσιος ἦχος. Ἀντ‘ αὐτοῦ, ἀκούστηκε ἕνα ἀπαίσιο “πλάφ”, πού στή μουσική ὀνομάζεται ψόφος. Ἔμεινα ἐνεός.
Στό διπλανό σπίτι ἀνέβαινε τή σκάλα ὑπηρεσίας ὁ μεγάλος γιός τῆς γειτόνισσας, μέ εἶδε μέ δυό καπάκια στά χέρια σέ ἀνάταση:
—Τί κάνεις ἐκεῖ, Διονυσάκη; ρώτησε.
Καί ἐγώ γιά πρώτη φορά τραύλισα· εἶπα:
—Παίζω μου-μου-μου-θική!
Καί μοῦ ‘μεινε.
Ὅ,τι ἔγραψα εἶναι ἕνα τραύλισμα νομίζω. 
Αὐτό εἶναι γιά μένα ἡ μουσική: τό θεῖο τραγούδι πού ἕνα ἀδέξιο παιδί τό λέει κομπιάζοντας, ἔχοντας στήν καρδιά τήν ἀκατόρθωτη μελωδία μιᾶς λαχτάρας γιά τελειότητα ἀπό ἕνα πλάσμα πού δέν τήν ἔχει»…


Διονύσης Σαββόπουλος, «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» (αυτοβιογραφία), Εκδόσεις Πατάκη.