Γίνεται ενώ είσαι νικητής ,
ενώ έχεις ταπεινώσει τον αντίπαλο,
ενώ έχεις συντρίψει την εαρινή του επίθεση,
γίνεται , άραγες, να πισωγυρίζεις ηττημένος ;
Ανίκητος αλλά ηττημένος !
Τι αισθήματα, ανάκατα αισθήματα, τι σύγκρουση
μέσα στις καρδιές , μέσα στα μυαλά,
επέστρεφαν, συντεταγμένοι, μέχρι τα Γιάννενα,
τούτο το ταπεινό κείμενο ας λογιστεί
ως ένα κεράκι στη μνήμη
του ωραίου αυτού ανθρώπου,
του ποιητή Μιχάλη Γκανά, που ώχετο σήμερον,
σπεύδων , χωρίς τα βάρη της εφήμερης ζωής,
για τα Γυάλινα Γιάννενα , τα Άνω Γιάννενα,
κι έξω από την πόλη των Ιωαννίνων,
τους περίμενε το πρώτο μπλόκο των Γερμανών,
μπλόκο που αξίωνε την παράδοση του οπλισμού,
την παράδοση του οπλισμού ενός στρατού
που δεν ηττήθηκε, τι αναταραχή στο μυαλό,
να φτύνεις και το φτύσμα να ‘ναι αίμα ,
όχι από φυματίωση αλλά από οργή κι αγανάκτηση,
παρέδιναν τον οπλισμό και καθώς διαλύονταν οι μονάδες , ο καθείς και τα πόδια του, άντε να πορπατήσεις τώρα για τη Λάρισα ή για τη Σαλονίκη, αφάνταστος ο κόπος να φτάσουμε στην Αθήνα ή στην Πάτρα, μέρες και μέρες, ζητιανεύοντας μιά κόρα ψωμί , σε Κατοχή έμπαινε η χώρα, μα κι άλλοι στην Αλεξανδρούπολη πρέπει να φτάσουν, και στην Ορεστιάδα, είναι κι η Καλαμάτα και το Γύθειο, είναι κι η Μυτιλήνη , η Χιός, η Κρήτη , βδομάδες πεζοπορία κι ύστερις η απαντοχή στο λιμάνι, πότες θα βρεθεί πλοίο να σαλπάρουμε,
κι ένας πόνος στα σωθικά ,
ένας σκώληκας ακοίμητος, νικήσαμε μα χάσαμε ,
να τρώει τα μηνίγγια , να πονά η κεφαλή,
συναντηθήκανε όξω από τα Γιάννενα,
πριχού να φτάσουνε στο Γερμανικό μπλόκο ,
αγκαλιαστήκανε , φιληθήκανε , είχαν να ιδωθούνε
έξι μήνες κοντά, από τότες που κηρύχτηκε επιστράτευση , είχαν αφήσει στα Σέρρας τις οικογένειες , να γυρίσουν τώρα έχουν έγνοια ,
τούτο τα σαράκι αυτής της νίκης που δεν ολοκληρώθηκε θα τους κατάτρωγε σ’ όλη την ζωή,
Τι θα κάνεις, τον ρώτησε ο μικρότερος, πάμε να παραδώσουμε ;
Εσύ πήγαινε , του γύρισε τον λόγο , ο άλλος , ο μεγαλύτερος που είχε έρθει εθελοντής στο μέτωπο, εγώ βρήκα άλογο , θα πάρω τον οπλισμό μαζί , δύσκολες μέρες έρχονται , θα μας χρειαστεί, νύχτα θα πορεύομαι, τους δρόμους τους γνωρίζω από παλιά, και τα μονοπάτια, στα Σέρρας τώρα, καλή αντάμωση !
Παλιός αντάρτης στο Μακεδονικό Αγώνα σε τούτα τα μέρη, από τα βουνά και τα απάτητα μέρη της Ηπείρου σχεδίασε και βγήκε στη Μακεδονία, την μέρα κούρνιαζε να ξεκουραστεί , να ξεκουράσει το ζώο , και την νύχτα, κρύο τάντανο στα βουνά, Απρίλης καιρός, με μιά ταλαιπωρημένη στρατιωτική χλαίνη τυλιγμένος, νηστικός, άλλοτες καβάλα κι άλλοτες πεζός κίνησε κι έφθασε στα Σέρρας, όπου βρήκε τους Βουλγάρους , αυτούς που είχε πολεμήσει κι είχε νικήσει στον Μακεδονικό, στους Βαλκανικούς, στον Α’ Παγκόσμιο, τους βρήκε τώρα , χωρίς να πολεμήσουν, χωρίς να νικήσουν, τους βρήκε με την βούλα του Χίτλερ να έχουν ενσωματώσει την Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη στη Βουλγαρία ! Είχε αρχίσει μιά μαύρη περίοδος, περίοδος ανελέητης σκλαβιάς , σφαγών επί σφαγών, καθημερινών εκβιασμών, επιχειρήσεων εκβουλγαρισμών, προδοσιών, κουκουλοφόρων, λαδοβούλγαρων ! 
Ο άλλος ο μικρότερος, ποιός να του τό λέγε πώς σε λίγους χρόνους θα συμπεθεριάζανε, πορεύτηκε με τους λοιπούς της μονάδας, υπέστη τον εξευτελισμό της παράδοσης του οπλισμού , του νικηφόρου οπλισμού, και μπήκε στο δρόμο για το Μέτσοβο, γιά τη Λάρισα, γιά την Θεσσαλονίκη.
Μιλιούνια στρατιώτες , άπλυτοι, αξύριστοι, νηστικοί , ξεθεωμένοι από το περπάτημα, καταπώς τα μερμήγκια στη σειρά , τα κεφάλια ταπεινωμένα και το σφίξιμο στην καρδιά , τόσες μάχες, τόσες έφοδοι, τόσοι νεκροί , τόσα νέα παιδιά σακατεμένα, κάτω από την γλώσσα ακόμη πιπιλίζει η λέξη , Αέρα, αδέρφια , για να ξεχυθούμε στο ανηφόρι, κορφή την κορφή, στο Αργυρόκαστρο και στη Χειμάρρα , στην Κορυτσά και το Τεπελένι, σφίξιμο στην ψυχή ,
του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνουν
και του τροχού π’ ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηγαίνουν,
ο Ερωτόκριτος, στα χείλη ενός Λαού, της σοφίας του δείγμα και της αστείρευτης ποιητικής του φλέβας τεκμήριο , σε χρόνους δίσεκτους γραμμένο,
σαν τα μυρμήγκια, μήτε βιάζονται μήτε αργοπορούν, νοιώθουν ότι οικονομία στις δυνάμεις πρέπει να κάνουν, μέρες, μπορεί βδομάδες περπάτημα , χωρίς ψωμί, χωρίς φαγί, κάπου να κουρνιάζουν την νύχτα , να κουρνιάζουν και να ξύνονται οληνυχτίς από την βάσανο της ψείρας, ψείρες μυριάδες να τρώνε το γαίμα που δεν τους είχε απομείνει, να πεθαίνουν από το κρύο της Πίνδος,
μα, ξεχνιέται αυτό, έλεγε,
ποτές,
σταματούσε την διήγηση πάντοτες σ’ αυτό,
κάθε φορά που την διήγηση τούτη της οπισθοχώρησης αφηγούνταν, ρούφηξε μιά γουλιά φασκόμηλο, με μέλι το έπινε πάντοτες,
ο Θεός να την έχει στην αγκαλιά του
τούτη την γυναίκα ελεγε ,
νύχτωνε, είχε μεγαλώσει η μέρα,
ζύγωνε Πάσχα ,
μα η Ελλάδα σε ατελείωτη
Μεγαλοβδομάδα Παθών και εμπτυσμών
και κολαφισμών και Σταυρού και Θανάτου
είχε εισέλθει , κανείς δεν γνώριζε
το Χριστός Ανέστη
πότες θα ξαναζούσαμε ελεύθεροι,
νύχτωνε κι εμείς , μυρμηγκιά ολάκερη,
φτάξαμε σ’ ένα χωριό , βλαχοχώρι,
της Πίνδος χωριό , μιά έγνοια είχαμε,
όλοι μας μιά έγνοια , μιά κόρα ψωμί ,
και μιά γωνιά απάγκεια να κοιμηθούμε,
όσο μας αφήναν οι ψείρες, ματώναμε ξύνοντας,
τι θέλει ο άνθρωπος ,
για να ζήσει , ένα γλυκό λόγο
και μιά μπουκιά ψωμί ,
κι ήταν , Άγγελος λές,
ήταν στο στρατί απάνω και μας καλωσόριζε
ήταν στο στρατί απάνω και μας έδειχνε τον δρόμο για το σπίτι της, χήρα γυναίκα ,
ύστερις μάθαμε πώς είχε χάσει
και τον λεβέντη της στη Αλβανία,
κι είχε ,
Άγγελος, άραγες, ή Μάννα χαροκαμένη,
είχε ανάψει τον φούρνο
κι οι γειτόνισσες
ξεφούρνιζαν ζεστό ψωμί,
κι είχε , ακούστε η αγάπη τι κατορθώματα,
κι είχε αναμμένες τις πυροστιές,
τα καζάνια να βράζουν νερό,
και βαρέλια μεγάλα, νεροβάρελα,
νεροβάρελα για λουτρό,
να μπαίνουν μέσα οι στρατιώτες να πλυθούν,
να πλυθούν τα ταλαιπωρημένα κορμιά τους,
μήνες τώρα άπλυτα και λερά
να πλυθούν στο καυτό νερό για να ψοφήσουν
Α ! δώρο τούτο απροσδόκητο κι ανέλπιστο
να πλυθούν και να ψοφήσουν οι ψείρες,
μέρες τώρα, τούτη η Κυρά ,
της Πίνδος μιά Κερά ,
κι οι άλλες του χωριού κυράδες,
ανώνυμες κη άγνωστες ,
φτωχές , φτωχότερες κι από την φτώχεια ,
το αλεύρι , ότι τους βρισκόταν, ζύμωσαν για ψωμί ,
όπως το δεκάλεπτο της χήρας
προσφορά ατίμητη, υπέρ χρυσίον,
τι άφταστη πολυτέλεια μιά μπουκιά ζεστό ψωμί,
τι απερίγραπτη πολυτέλεια το λουτρό
στο νεροβάρελα, καυτό το νερό,
ξεχνιέται αυτό,
ποτές,
τι αναψυχή αυτή , τι αναπτέρωση ηθικού ,
φτερά βγάλανε τα πόδια μας ,
Α ! Κερά ‘Λένη ,
μιά μερμηγκιά στρατιώτες , νικητές ,
τι τραγωδία πάλιν κι αυτή,
νικητές που ηττήθηκαν χωρίς να νικηθούν,
Α ! Κερά ‘Λένη ,
μιά ατέλειωτη μερμηγκιά στρατιώτες
μύριες ευχές ευγνωμοσύνης σου πέμπουμε,
τι σημασία έχει
εάν η Πατρίς έλαθε ευγνωμονούσα,
την ζεσταςιά του ψωμιού σου νά ‘χεις
στα περιβόλια του Παραδείσου,
την ευφορία που νιώσαν τα κορμιά μας
βγαίνοντας από το νεροβάρελα του λουτρού σου,
η ευγνωμοσύνη δική μας άπειρη,
από στόμα σε στόμα ,
από του νύν και έως του αιώνος !
Δάκρυζε όταν τούτη την φιλοξενία θυμόταν
στο βλαχοχώρι της Πίνδος
από τις Ηπειρώτισσες κυράδες,
και κάθε φορά πρίν κλείσει την διήγηση
χαμήλωνε τον τόνο και σαν να μου έλεγε εμπιστευτικά :
όταν τέλειωσα το λουτρό
και πήγα να βγώ από το βαρέλι
είδα να επιπλέει
στο νερό ένα παράξενο πράγμα , απόρησα,
λίγο τρόμαξα κι ύστερα , εξεστηκώς διαπίστωσα,
αντιλήφθηκα πως ήταν
δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες, εκατομμύρια ψείρες
που είχαν ψοφήσει από το καυτό νερό
κι επέπλεαν στην μικρή στρογγυλή επιφάνεια !
Γυναίκες Ηπειρώτιισσες, α ! Μιχάλη Γκανά,
Γυάλινα τα Γιάννενα, τα ώδε και τα άνω !
Η Θεσσαλονίκη το άλλο πρωί μας φάνηκε
κι ήταν πιά πολύ πιό κοντά !
Και τα Σέρρας !