Διάβαζα άτσαλα, αλλά με πάθος. Όλοι της γενιάς μου ήμασταν αυτοδίδακτοι, δεν υπήρχαν τότε τα σεμινάρια γραφής. Έγραφα και έσκιζα συνέχεια, άλλωστε αυτός ήταν και ο λόγος που σταμάτησα νεότερος τη Νομική, δεν με άφηνε αυτός ο «διάολος» να ησυχάσω, να σπουδάσω, να ζήσω καλά καλά…Όμως δεν μετανιώνω που άργησα να εκδώσω γιατί ήθελα να κατασταλάξουν μέσα μου και τα πράγματα, ο Βασίλης Βασιλικός μάλιστα είχε πει για το πρώτο μου βιβλίο ότι είναι σαν έχω σκίσει χίλια ποιήματα και να έμειναν αυτά που περιέχονται.
Πριν από το πρώτο βιβλίο μου έγραφα διάφορα στιχουργήματα σε παραδοσιακές φόρμες αλλά δε δημοσιεύτηκαν ποτέ. Στο δεύτερο βιβλίο ένιωσα την ανάγκη να μπω σε ένα πιο αυστηρό καλούπι όπως είναι το σονέτο, το είδα και ως άσκηση γραφής. Το τραγούδι με συγκινούσε από πάντα και έτσι μέσω φίλων είχα δώσει σε ορισμέ-νους συνθέτες, όπως στον Μούτση, αλλά δεν γινόταν τίποτα. Κάποια στιγμή ο Μάνος Ελευθερίου έδωσε δυο στίχους μου στον Θάνο Μικρούτσικο μετά έκανα με τον Νίκο Ξυδάκη τρία τραγούδια -ανάμεσα σε αυτά και το «Σου-Μιτζου» που ακούγεται και σήμερα- . Ακολούθησε αργότερα ένα μεγάλο διάστημα χωρίς καμία συνεργασία και στη συνέχεια πέρασα στην παραγωγή κανονικά. Και αυτό έγινε συνειδητά γιατί δεν ήθελα να είμαι ο ποιητής με π κεφαλαίο που κάποια στιγμή γράφει και στίχους…
Όταν γράφω ποιήματα δεν σκέφτομαι τον αναγνώστη, ξέρω ότι είναι γυμνασμένος, δεν χρειάζεται να τον βοηθήσω εγώ. Όταν γράφω στίχους έχω πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι πρέπει να γράψω κάτι πιο απλό που ο άλλος θα το εισπράξει αμέσως γιατί και εγώ έχω νιώσει άσκημα όταν ακούω στίχους που είναι πολύ δύσκολοι για τραγούδι.
Ο λαϊκός στίχος είναι εξ’ ίσου κάτι πάρα πολύ δύσκολο με την ποίηση, απλά προσωπικά, τα ποιήματα τα περιμένω να έρθουν. Δεν ξέρω τι είναι αυτό, έμπνευση ή κάτι άλλο.»
(Από τη συνέντευξη του Μιχάλη Γκανά στον Σπύρο Αραβανή, περιοδικό «Δίφωνο», 2007).