Καλοί άνθρωποι, το ζεύγος Μποντέλ, αν και λιγάκι φιλόνικοι. Καβγάδιζαν συχνά, για ασήμαντες αιτίες, κι ύστερα μόνοιαζαν,
Πρώην έμπορος που αποσύρθηκε από τα επιχειρηματικά τεκταινόμενα αφού συγκέντρωσε αρκετή περιουσία ώστε να καλύπτει τις μετριοπαθείς του ανάγκες, ο Μποντέλ νοίκιασε στο Σαν Ζερμαίν μια μικρή έπαυλη κι είχε εγκατασταθεί εκεί με τη γυναίκα του.
Άνθρωπος ήρεμος, του οποίου οι πεποιθήσεις, βαθιά ριζωμένες μες στο κεφάλι του καθώς ήταν, δύσκολα κλονίζονταν. Ήταν μορφωμένος, διάβαζε σοβαρές εφημερίδες αλλά παρ’ όλ’ αυτά θαύμαζε τη γαλατική ιδιοσυγκρασία. Λογικός, μυαλωμένος και προικισμένος με εξαίρετο πρακτικό πνεύμα που αποτελεί την πρωταρχική αρετή του εργατικού Γάλλου αστού, σκεφτόταν λίγο, αλλά με διαύγεια, και οι αποφάσεις που έπαιρνε ήταν εκείνες που το ένστικτό του του υπαγόρευε ως αλάνθαστες,
Είχε μέτριο ανάστημα, γκριζωπά μαλλιά και ευγενική φυσιογνωμία.
Η γυναίκα του, προικισμένη με σημαντικές αρετές, είχε κι αυτή τα ελαττώματά της. Χαρακτήρας ευερέθιστος, ειλικρινής σε σημείο που ν’ αγγίζει τα όρια της βίας και αδιόρθωτα ισχυρογνώμων, διεπόταν από μια ἀσβεστη μνησικακία προς τους ανθρώπους. Κοπέλα όμορφη στο παρελθόν, αλλά παχιά και ροδαλή πλέον, περνιόταν ακόμη από τον κόσμο – στη συνοικία τους στο Σαιν Ζερμαίν – για πολύ ωραία γυναίκα ενώ θεωρούνταν η προσωποποίηση της υγείας και στρυφνή ως προσωπικότητα.
Οι διενέξεις τους ξεκινούσαν σχεδόν πάντα την ώρα του γεύματος, κατά τη διάρκεια κάποιας συζήτησης άνευ σημασίας, και το ζεύγος παρέμενε θυμωμένο μέχρι το βράδυ ή – συχνά – μέχρι την επόμενη μέρα. Η ζωή τους, που ήταν τόσο απλή, τόσο περιορισμένη, έκανε να φαίνονται σοβαρά και τα πιο ασήμαντα μικροζητήματα με αποτέλεσμα κάθε θέμα συζήτησης να γίνεται αφορμή για καβγά. Δεν ήταν έτσι μεταξύ τους κάποτε, τότε που είχαν τις ασχολίες τους· έλεγαν τις έγνοιες τους ο ένας στον άλλον, τότε που φυλούσαν τις καρδιές τους μαζί κάτω από τη σκέπη της συνύπαρξης και του κοινού συμφέροντος.
Όμως στο Σαιν Ζερμαίν έβλεπαν λιγότερο κόσμο. Χρειάστηκε να κάνουν ξανά νέες γνωριμίες, να ξαναρχίσουν, ανάμεσα σ’ αγνώστους, μια νέα ζωή δίχως ασχολίες. Κι έτσι, η μονοτονία των ωρών που διαδέχονταν απαράλλακτες η μία την άλλη τούς έκανε λίγο
πικρόχολους μεταξύ τους και η ήρεμη ευτυχία, η πολυπόθητη, που προσδοκούσαν τον ερχομό της μαζί με την άνεση, δεν εμφανιζόταν.
Είχαν μόλις καθίσει στο τραπέζι, κάποιο πρωινό του Ιουνίου, όταν ο Μποντέλ ρώτησε:
«Τους ξέρεις αυτούς που μένουν στη μικρή κόκκινη έπαυλη στο τέλος της οδού Μπερσώ;».
Η κυρία Μποντέλ πρέπει να είχε ξυπνήσει στραβά. «Και ναι και όχι τους ξέρω αλλά δεν έχω όρεξη να τους γνωρίσω» αποκρίθηκε. «Και γιατί παρακαλώ; Μοιάζουν ευγενικοί άνθρωποι».
«Επειδή…»
«Συνάντησα τον άντρα σήμερα το πρωί και κάνα με μαζί δύο φορές το γύρο της αυλής».
«Καλά θα ‘ταν να το είχες αποφύγει».
«Ναι, αλλά γιατί;»
«Γιατί κυκλοφορούν κουτσομπολιά για λόγου τους ..»
«Τι είδους;»
«Τι είδους! Για τ’ όνομα του Θεού, κουτσομπολιά σαν κι αυτά που κυκλοφορούν συνήθως».
Ο κύριος Μποντέλ έκανε το λάθος να μιλήσει απότομα.
«Αγαπητή μου, γνωρίζεις ότι απεχθάνομαι τα κουτσομπολιά. Και μάλιστα, όσο πιο πολλά λέγονται για κάποιους, τόσο περισσότερο εγώ τους βλέπω με καλό μάτι. Όσο για τους συγκεκριμένους ανθρώπους, εγώ τους βρήκα πολύ συμπαθείς».
Βράζοντας από θυμό, εκείνη ρώτησε: «Και τη γυναίκα να υποθέσω;»
«Μα για το Θεό! Και τη γυναίκα βέβαια, μολονότι δεν την είδα καλά».
Και η διαφωνία συνεχίστηκε, φουντώνοντας σιγά σιγά, περιστρεφόμενη πάντα γύρω από το ίδιο θέμα, ελλείψει άλλου αντικειμένου.
Η κυρία Μποντέλ απέφευγε να πληροφορήσει το σύζυγό της τι είδους κουτσομπολιά κυκλοφορούσαν για τους εν λόγω γείτονες, αφήνοντας να εννοηθεί ότι λέγονταν άσχημα πράγματα, χωρίς όμως να εξειδικεύσει. Ο Μποντέλ σήκωνε τους ώμους και κάγχαζε κάνοντάς την ν’ αγανακτήσει. Στο τέλος, εκείνη φώνσξε:
«Ορίστε, λοιπόν! Οι φήμες λένε ότι ο κύριος είναι κερατάς!»
Ο σύζυγός της απάντησε ανέκφραστος:
«Δεν καταλαβαίνω πώς αυτό θίγει την αξιοπρέπεια ενός άντρα».
Η κυρία Μποντέλ φάνηκε να εκπλήσσεται.
«Πώς είπες; Δεν καταλαβαίνεις;.. Δεν καταλαβαίνεις; Αυτό πια παραπάει! Μα πρόκειται για σκάνδαλο! Αφού του έχει βγει τ’ όνομα!»
Της αποκρίθηκε:
«Α, μα όχι! Όποιος, δηλαδή, πέφτει θύμα εξαπάτησης, προδοσίας, κλοπής σημαίνει ότι του βγαίνει τ᾽ όνομα; Όχι, λοιπόν. Το καταλαβαίνω να πεις κάτι τέτοιο για τη γυναίκα του, αλλά όχι για τον ίδιο».
Είχε γίνει έξαλλη.
«Ισχύει και για τους δύο. Τους έχει βγει τ’ όνομα, άρα πρόκειται για δημόσιο αίσχος».
Ο Μποντέλ ρώτησε πολύ ήρεμα:
«Πρώτα πρώτα, είναι αλήθεια; Ποιος μπορεί να επιβεβαιώσει κάτι τέτοιο αν δεν έχουν πιάσει κανέναν επ’ αυτοφώρω;»
Η κυρία Μποντέλ δεν μπορούσε να μείνει ακίνητη στο κάθισμά της.
«Πώς; Ποιος μπορεί να το επιβεβαιώσει; Μα όλος ο κόσμος! Όλος ο κόσμος! Κάτι τέτοια πράγματα είναι οφθαλμοφανέστατα. Όλος ο κόσμος το ξέρει, όλος ο κόσμος το λέει. Δεν χωράει αμφιβολία. Είναι ηλίου φαεινότερο».
Ο Μποντέλ κάγχαζε.
«Και για καιρό οι άνθρωποι πίστευαν ότι ο ήλιος γυρνάει γύρω από τη γη όπως και χίλια δυο άλλα πράγματα λιγότερο προφανή, που αποδείχθηκαν εσφαλμένα. Ο άντρας αυτός λατρεύει τη γυναίκα του και μιλάει για κείνη με τρυφερότητα και σεβασμό. Όλη αυτή η ιστορία είναι παραμύθια».
Εκείνη ψέλλισε, χτυπώντας τα πόδια της στο πάτωμα:
«Σιγά μην το ξέρει ο βλάκας, ο αγαθιάρης, ο στιγματισμένος!»
Ο Μποντέλ αντί να θυμώσει επιχειρηματολογούσε.
«Με συγχωρείς, αλλά ο άνθρωπος δεν είναι βλάκας. Απεναντίας, μου φάνηκε πολύ έξυπνος και καλλιεργημένος· και δεν πρόκειται να με πείσεις ότι ένας άνθρωπος μυαλωμένος δεν παίρνει είδηση ότι μες στο ίδιο του το σπίτι γίνεται τέτοιο πράγμα, όταν οι γείτονες, που δε ζουν εκεί μέσα, γνωρίζουν κάθε λεπτομέρεια της παράνομης σχέσης – και είμαι σίγουρος ότι γνωρίζουν κάθε λεπτομέρεια».
Η κυρία Μποντέλ ξέσπασε σ’ ένα θυμωμένο γέλιο που ερέθισε τα νεύρα του άντρα της.
«Χα χα χα! Ίδιος σαν όλους τους άλλους! Δεν υπάρχει ούτε ένας στον κόσμο που να το πιστεύει εκτός κι αν του το έφερναν κάτω από τη μύτη».
Η συζήτηση πήρε άλλη τροπή. Η κυρία Μποντέλ. τα είχε βάλει με το στρουθοκαμηλισμό των απατημένων συζύγων, κάτι που εκείνος αμφισβητούσε και που εκείνη υποστήριζε με τόσο φανατισμό και περιφρόνηση ώστε κατόρθωσε να τον εκνευρίσει.
Και τότε άρχισε ένας καβγάς τρικούβερτος, μ’ ε κείνη να έχει πάρει το μέρος των γυναικών κι εκείνον το μέρος των αντρών.
Ο κύριος Μποντέλ μάλιστα είχε την αλαζονεία να δηλώσει:
«Ε, λοιπόν, αν εσύ με απατούσες, θα το είχα αντιληφθεί· ευθύς εξαρχής κιόλας. Και μάλιστα θα έκανα να σου φύγει η διάθεση για παρόμοιες ιστορίες με τέτοιο τρόπο που δε θα ‘φτανε ένας γιατρός για να ξανασταθείς στα ποδάρια σου».
Σηκώθηκε όρθια βράζοντας από θυμό και του πέταξε κατάμουτρα:
«Εσύ; Εσύ όλα αυτά; Σε πληροφορώ ότι είσαι βλάκας σαν όλους τους υπόλοιπους, τ’ ακούς;»
Ο κύριος Μποντέλ τη διαβεβαίωσε για μία ακόμη φορά: «Σου τ’ ορκίζομαι πως δεν είμαι».
Και τότε εκείνη άρχισε να γελά με τόση αυθάδεια που ο Μποντέλ ένιωσε ένα δυνατό καρδιοχτύπι και
ρίγη να τον διαπερνούν,
Για τρίτη φορά επανέλαβε: «Εγώ θα το είχα καταλάβει».
Η γυναίκα του σηκώθηκε πάνω και, γελώντας πάντα με τον ίδιο τρόπο, είπε:
«Όχι δα, αυτό παραπάει». Και βγήκε έξω βροντώντας την πόρτα.
Ο Μποντέλ έμεινε μόνος και πολύ αμήχανος. Αυτό το θρασύ, προκλητικό γέλιο ήταν σαν τσίμπημα από δηλητηριώδες έντομο που δεν το καταλαβαίνουμε μεμιάς, αλλά που σύντομα πρήζεται και γίνεται ανυπόφορο.
Βγήκε έξω, άρχισε να περπατά και να ονειροπολεί. Η μοναξιά της νέας του ζωής τού έφερε μαύρες, θλιβερές σκέψεις. Ξαφνικά, ο γείτονας που είχε συναντήσει το πρωί βρέθηκε μπροστά του. Έσφιξαν τα χέρια και άρχισαν να κουβεντιάζουν. Αφού πρώτα έθιξαν διάφορα θέματα, βάλθηκαν να μιλούν για τις γυναίκες τους. Τόσο ο ένας όσο κι ο άλλος έμοιαζαν να έχουν κάτι να εξομολογηθούν, κάτι που δεν μπορούσαν να εκφράσουν, κάτι το απροσδιόριστο, το οδυνηρό σχετικά με τη φύση του πλάσματος που συνδέεται με τη ζωή τους: τη γυναίκα.
Ο γείτονας έλεγε:
«Πράγματι, θα έλεγε κανείς ότι φορές φορές κρατούν απέναντι στον άντρα τους μια ιδιαίτερα εχθρική στάση, μόνο και μόνο επειδή είναι ο άντρας τους. Εγώ τη γυναίκα μου την αγαπώ την αγαπώ πολύ, την εκτιμώ και τη σέβομαι. Αλλά, να, είναι φορές που δείχνει περισσότερη εμπιστοσύνη στους φίλους μας απ’ ό,τι σ’ εμένα τον ίδιο».
Εκείνη τη στιγμή ο Μποντέλ συλλογίστηκε: «Να που τελικά η γυναίκα μου είχε δίκιο».
Μόλις χώρισαν, ο Μποντέλ ξανάρχισε να σκέφτεται. Ένιωθε στην ψυχή ένα μπερδεμένο κουβάρι από αλληλοσυγκρουόμενες σκέψεις, κάτι σαν επώδυνο κάψιμο, ενώ στ’ αυτιά του αντηχούσε εκείνο το αυθάδικο, το νευρικό γέλιο που έμοιαζε να λέει: «Κι εσύ σαν τους άλλους είσαι, βλάκα». Σίγουρα η γυναίκα του το ‘χε πει από γινάτι, από το γινάτι εκείνο των γυναικών που τολμούν τα πάντα, που διακινδυνεύουν τα πάντα για να πληγώσουν, για να ταπεινώσουν τον άντρα με τον οποίον έχουν θυμώσει.
Τότε, εκείνος ο κακόμοιρος ο κύριος θα πρέπει να ήταν κι ο ίδιος ένας απατημένος σύζυγος, όπως τόσοι άλλοι. Είχε πει με θλίψη: «…. είναι φορές που δείχνει περισσότερη εμπιστοσύνη στους φίλους μας απ’ ό,τι σ’ εμένα τον ίδιο». Ιδού λοιπόν πώς ένας σύζυγος – ο τυφλός αισθηματίας που ο νόμος αποκαλεί σύζυγο — σχημάτιζε τις απόψεις του σχετικά με την ιδιαίτερη προσοχή που δείχνει η γυναίκα του σ’ έναν άλλον άντρα. Αυτό ήταν όλο. Δεν είχε καταλάβει τίποτε περισσότερο. Ήταν σαν τους άλλους… Τους άλλους!
Και πώς η ίδια του η γυναίκα είχε γελάσει εις βάρος του, εις βάρος του Μποντέλ, μ’ εκείνον τον παράξενο τρόπο όταν έλεγε: «Κι εσύ… κι εσύ…». Πόσο τρελά και απερίσκεπτα είναι τούτα τα πλάσματα που σπέρνουν τέτοιες υποψίες στην καρδιά κάποιου μόνο και μόνο από γινάτι!
Αναλογιζόταν τον κοινό τους βίο, ανατρέχοντας στις παλιές τους γνωριμίες μήπως τυχόν είχε υπάρξει κανείς στον οποίον η γυναίκα του φαινόταν να δείχνει περισσότερη εμπιστοσύνη απ’ ό,τι στον ίδιο. Δεν είχε ποτέ του υποψιαστεί κανέναν τόσο επαναπαυμένος ήταν, τόσο σίγουρος για κείνη, τόσο πολύ την εμπιστευόταν.
Κι όμως, είχε ένα φίλο, ένα στενό φίλο, που εδώ και ένα χρόνο περίπου δειπνούσε στο σπίτι τους τρεις φορές την εβδομάδα, τον Τανκρέ, τον καλό και τίμιο Τανκρέ, που ο Μποντέλ αγαπούσε σαν αδελφό και που συνέχισε να τον βλέπει στα κρυφά από τότε που η γυναίκα του θύμωσε με κείνον τον αξιαγάπητο άνθρωπο, δίχως κι ο ίδιος να ξέρει το γιατί.
Σταμάτησε για να σκεφτεί κοιτώντας το παρελθόν με μάτια γεμάτα ανησυχία. Ύστερα, ένιωσε μέσα του να επαναστατεί ενάντια σ’ αυτό τον ξεδιάντροπο υπαινιγμό του δύσπιστου εγώ, του φθονερού εγώ, του κακού εγώ που όλοι κουβαλάμε εντός μας. Τα έβαλε με τον εαυτό του και άρχισε να τον κακίζει, να τον ψέγει μόλις θυμήθηκε τις επισκέψεις, τη συμπεριφορά εκείνου του φίλου που η γυναίκα του τόσο εκτιμούσε και που είχε απομακρύνει χωρίς σοβαρό λόγο. Έξαφνα, όμως, άλλες αναμνήσεις του ήρθαν στο νου, παρόμοιοι τσακωμοί που οφείλονταν στο μνησίκακο χαρακτήρα της κυρίας Μποντέλ που ποτέ της δεν συγχωρούσε μια προσβολή. Άρχισε λοιπόν να γελάει ελεύθερα τόσο με τον ίδιο του τον εαυτό όσο και με την αγωνία που τον είχε ζώσει. Και καθώς θυμήθηκε την όψη της γυναίκας του όταν, τα βράδια, κατά την επιστροφή του στο σπίτι, της έλεγε «Συνάντησα εκείνον τον καλό Τανκρέ και ζήτησε να μάθει νέα σου», ησύχασε για τα καλά.
Εκείνη αποκρινόταν πάντα: «Όταν θα ξαναδείς αυτόν τον κύριο, πες του ότι τον απαλλάσσω από τον κόπο ν’ ασχολείται μαζί μου». Ω! Με πόσο εκνευρισμό, με πόση κακία πρόφερε εκείνα τα λόγια! Πώς ήταν ολοφάνερο ότι δεν τον συγχωρούσε, ότι δεν επρόκειτο να τον συγχωρήσει καθόλου… Και ο Μποντέλ τόλμησε να υποψιαστεί; Έστω και για ένα λεπτό;… Θεέ, τι ανοησία!
Κι όμως, γιατί εκείνη είχε θυμώσει έτσι; Δεν του είχε εξηγήσει ποτέ τα ακριβή αίτια της διχόνοιάς τους και το λόγο της δυσαρέσκειάς της. Τα είχε βάλει μαζί του για τα καλά! Για τα καλά! Μήπως;… Αλλά όχι… όχι… Και ο Μποντέλ αποφάσισε ότι με κάτι τέτοιες σκέψεις εξευτέλιζε τον εαυτό του.
Ναι, το δίχως άλλο αυτό έκανε, όμως δεν μπορούσε να πάψει να το σκέφτεται και με τρόμο αναρωτήθηκε μήπως αυτή η ιδέα που είχε γεννηθεί μέσα του επρόκειτο να διατηρηθεί, μήπως – μέσα στην καρδιά του – φώλιαζε το σκουλήκι ενός παρατεταμένου μαρτυρίου. Ήξερε καλά τον εαυτό του ανήκε σ’ εκείνους τους ανθρώπους που κλωθογύριζαν την αμφιβολία στο μυαλό τους, όπως ο ίδιος άλλοτε κλωθογύριζε στο νου του τις εμπορικές του υποθέσεις, μερόνυχτα ολόκληρα, ζυγίζοντας ασταμάτητα τα υπέρ και τα κατά.
Ένιωθε κιόλας ανάστατος, τάχυνε το βήμα του και άρχισε να χάνει την ηρεμία του. Ο άνθρωπος είναι ανίσχυρος μπροστά στις έμμονες ιδέες. Δεν μπορούμε να τις πιάσουμε, να τις διώξουμε, να τις εξοντώσουμε.
Έξαφνα, συνέλαβε μες στο μυαλό του ένα σχέδιο, ένα σχέδιο τολμηρό, τόσο τολμηρό, μάλιστα, που αμφέβαλλε αν θα το πραγματοποιούσε.
Κάθε φορά που συναντούσε τον Τανκρέ, ο τελευταίος ζητούσε να μάθει νέα της κυρίας Μποντέλ. Και ο Μποντέλ αποκρινόταν: «Είναι ακόμη λιγάκι θυμωμένη». Τίποτε παραπάνω. Θεέ και Κύριε! Ήταν κι ο ίδιος σαν όλους τους συζύγους!… Ίσως!
Θα έπαιρνε λοιπόν το τρένο για Παρίσι, θα πήγαινε από το σπίτι του Τανκρέ και θα τον έπειθε να τον ακολουθήσει, το ίδιο κιόλας βράδυ, διαβεβαιώνοντάς τον ότι η ανεξιχνίαστη έχθρα της γυναίκας του είχε κοπάσει. Ναι, αλλά τι μούτρα θα έκανε η κυρία Μποντέλ!….. τι σκηνή!… τι οργή!….. τι σκάνδαλο θα ξεσπούσε!… Δεν πειράζει, δεν πειράζει… θα επρόκειτο για την εκδίκηση του γέλιου· όταν μάλιστα θα τους έβλεπε τον έναν αντίκρυ στον άλλον, έτσι απροειδοποίητα, θα διάβαζε στα πρόσωπά τους την έκφραση της αλήθειας.
Κατευθύνθηκε αμέσως στο σταθμό, πήρε το εισιτήριό του, ανέβηκε σ’ ένα από τα βαγόνια, και – μόλις αισθάνθηκε να παρασύρεται από την κίνηση του τρένου που κατέβαινε τη ράμπα του Πεκ – ένιωσε ένα μικρό φόβο, ένα είδος ιλίγγου μπροστά σ’ αυτό που επρόκειτο ν’ αποτολμήσει. Για να μη λυγίσει, να μην υποχωρήσει, να μην επιστρέψει μόνος, πίεσε τον εαυτό να πάψει να συλλογίζεται, προσπάθησε να στρέψει τη σκέψη του αλλού, να κάνει πράξη αυτό που είχε σχεδιάσει με μια τυφλή αποφασιστικότητα· έτσι βάλθηκε να σιγοτραγουδά σκοπούς από οπερέτες και από καφέ-κονσέρ μέχρι το Παρίσι ώστε να κρατά το μυαλό του απασχολημένο.
Μια παρόρμηση να σταματήσει τον κυρίευσε μόλις αντίκρισε το πεζοδρόμιο που οδηγούσε στην οδό του σπιτιού του Τανκρέ. Περιπλανήθηκε μπροστά από κάποια μαγαζιά, παρατήρησε τις τιμές ορισμένων αντικειμένων, ενδιαφέρθηκε να ενημερωθεί για κάποια καινούργια είδη, θέλησε να πιει ένα ποτήρι μπύρα, κάτι που δε συγκαταλεγόταν διόλου ανάμεσα στις συνήθειές του, και – πλησιάζοντας στο σπίτι του φίλου του – ένιωσε τη σφοδρή επιθυμία να μην τον συναντήσει. Όμως ο Τανκρέ βρισκόταν εκεί, μόνος του, και διάβαζε. Έκπληκτος, σηκώθηκε πάνω, αναφωνώντας:
«Α! Μποντέλ! Τι τύχη!»
Και ο Μποντέλ, αμήχανος, απάντησε: «Ναι, αγαπητέ μου, ήρθα στο Παρίσι για κάτι ψώνια και ανέβηκα για να σας χαιρετήσω».
«Πολύ ευγενικό, πολύ ευγενικό! Πόσο μάλλον αφότου εγκαταλείψατε τη συνήθεια να με επισκέπτεσθε». «Τι τα θέλετε, επηρεαζόμαστε από κάποια πράγματα παρά τη θέλησή μας· αφού, βλέπετε, η γυναίκα μου έδειχνε να σας κρατά κακία!…»
«Διάβολε! Δεν έδειχνε απλώς! Έκανε κάτι παραπάνω, θα έλεγα· εδώ με πέταξε έξω από το σπίτι!»
«Ναι, αλλά για ποιο λόγο; Εγώ ποτέ δεν έμαθα γιατί».
«Ω! Μα για το τίποτα… για μια ανοησία… για μια συζήτηση όπου δε συμφώνησα μαζί της».
«Και τι θέμα είχε αυτή η συζήτηση;»
«Αφορούσε μια κυρία την οποία πιθανόν γνωρίζετε εξ ακοής, την κυρία Μπουτέν, μια φίλη μου».
«Α! Πράγματι… Ε, θαρρώ πως τώρα πια η γυναίκα μου δεν σας κρατά κακία, γιατί σήμερα το πρωί μού μιλούσε για σας με πολύ φιλικά λόγια».
Ο Τανκρέ αναπήδησε και φάνηκε να εκπλήσσεται τόσο που, για μερικές στιγμές, είχε μείνει άφωνος. Ύστερα, πρόσθεσε:
«Σας μίλησε για μένα.. και μάλιστα με φιλικά λόγια…»
«Μα ναι σας λέω».
«Είστε βέβαιος;»
«Μα την αλήθεια!… Δεν ονειρεύομαι».
«Κι έπειτα;»
«Κι έπειτα….. καθώς ερχόμουν στο Παρίσι, σκέφθηκα πως θα σας χαροποιούσε να το μάθετε».
«Μα και βέβαια… Και βέβαια».
Ο Μποντέλ φάνηκε να διστάζει ύστερα, αφού σώπασε για λίγο.
«Μου ήρθε μάλιστα μια ιδέα… πρωτότυπη».
«Τι ιδέα;»
«Να σας πάρω κοντά μου για να δειπνήσουμε μαζί στο σπίτι».
Στο άκουσμα τούτης της πρότασης, ο Τανκρέ, συνετός εκ φύσεως, φάνηκε ανήσυχος.
«Ω! Βρίσκετε;… Είναι δυνατόν…. Δεν υπάρχει κίνδυνος μήπως υπάρξουν φασαρίες;»
«Και βέβαια όχι….. και βέβαια όχι».
«Είναι που… ξέρετε… η κυρία Μποντέλ είναι μνησίκακη».
«Ναι, όμως σας διαβεβαιώνω πως δεν έχει τίποτα πια εναντίον σας. Είμαι μάλιστα πεπεισμένος πως θα χαρεί πολύ να σας δει έτσι απροειδοποίητα».
«Αλήθεια το λέτε;»
«Αλήθεια».
«Εντάξει τότε! Πάμε, αγαπητέ μου. Εγώ έχω κατενθουσιαστεί. Βλέπετε, τούτη η διχόνοια μου προξενούσε μεγάλη στενοχώρια».
Κι έτσι κίνησαν αγκαζέ για το σταθμό του Σαν Λαζάρ.
Η διαδρομή ήταν ήσυχη. Οι δύο άντρες έμοιαζαν βυθισμένοι σε βαθιά περισυλλογή. Καθισμένοι αντικριστά, στο βαγόνι, κοιτούσαν ο ένας τον άλλον αμίλητοι, διαπιστώνοντας αμφότεροι πως ήταν κατάχλομοι.
Κατόπιν, κατέβηκαν από το βαγόνι και ξαναπιάστηκαν αγκαζέ, σαν για να ενωθούν μπροστά σε κάποια απειλή. Ύστερα από κάποια λεπτά βαδίσματος, σταμάτησαν, κάπως λαχανιασμένοι κι οι δυο, μπροστά στο σπίτι των Μποντέλ.
Ο Μποντέλ άφησε το φίλο του να περάσει, τον οδήγησε στο σαλόνι, όπου και φώναξε την υπηρέτρια λέγοντάς της: «Η κυρία είναι εδώ;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Πείτε της να κατεβεί αμέσως, σας παρακαλώ».
«Μάλιστα, κύριε».
Και, σωριασμένοι σε δύο πολυθρόνες, περίμεναν, με την κοινή λαχτάρα να το βάλουν στα πόδια το συντομότερο προτού κάνει την εμφάνισή του στο κατώφλι η γυναίκα-φόβητρο.
Ένα βήμα γνώριμο, ένα βήμα δυνατό ακούστηκε να κατεβαίνει τις σκάλες. Ένα χέρι άγγιξε την κλειδαριά, και τα μάτια των δύο αντρών είδαν να γυρίζει το μπρούντζινο χερούλι. Έπειτα, η πόρτα άνοιξε διάπλατα και η κυρία Μποντέλ κοντοστάθηκε, θέλοντας να δει προτού κάνει την είσοδό της.
Τότε κοίταξε, κοκκίνισε, άρχισε να τρέμει και οπισθοχώρησε μ’ ένα μικρό βήμα· ύστερα έμεινε ασάλευτη, με το αίμα να έχει βάψει τα μάγουλά της και τα χέρια στερεωμένα στους δυο τοίχους της εισόδου.
Ο Τανκρέ, πελιδνός σαν να επρόκειτο να λιποθυμήσει, σηκώθηκε, αφήνοντας το καπέλο του να κατρακυλήσει στο πάτωμα, Ψέλλισε:
«Θεέ μου….. Κυρία… εγώ είμαι….. νόμισα…. τόλμησα… Στενοχωριόμουν τόσο…»
Καθώς εκείνη δεν απαντούσε, ο Τανκρέ συνέχισε:
«Θα με συγχωρήσετε…. επιτέλους;»
Τότε, απότομα, κυριευμένη από μια παρόρμηση, προχώρησε προς το μέρος του τείνοντάς του τα χέρια και μόλις εκείνος πήρε, έσφιξε και κράτησε αυτά τα δυο χέρια, εκείνη, με μια φωνούλα συγκινημένη, ραγισμένη, ξέπνοη, μια φωνή που ο άντρας της δεν είχε ξανακούσει ποτέ, πρόφερε:
«Α! Καλέ μου φίλε… Πόσο χαίρομαι!»
Και ο Μποντέλ, που τους παρατηρούσε, ένιωσε να παγώνει από την κορυφή ως τα νύχια σαν να τον είχαν βουτήξει σε κρύο λουτρό.
13 Ιουλίου 1889
Περί απιστίας
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Guy de Maupassant
Εκδόσεις ΡΟΕΣ