τα κολλημένα στέρνα μας
ανάβλυζαν νερά
έπινα τον ιδρώτα σου
μαζί με τα φιλιά σου
το αχ σου
στη σκιά του πατζουριού.
Την ώρα που ανέβαινε
το άγριο μεσημέρι του τόπου
εφούντωνες και συ
με τα τρελά τσουλούφια σου
τα θεία τσίνορά σου,
το γέλιο σου πολύεδρο
μες στ’ αλμυρά πρίσματα του πάθους.»