25.4.24

ΤΖΕΗΝ ΕΫΡ, Charlotte Brontë.

«Μιλούσε θερμά και γλυκά. Όμως το βλέμμα τον δεν ήταν αυτό του εραστή που κοιτάζει την ερωμένη του, αλλά μάλλον αυτό του ποιμένα που καλεί το χαμένο πρόβατό του ή, καλύτερα, του φύλακα άγγελου που φυλάει την ψυχή που του έχει ανατεθεί. Όλοι οι ταλαντούχοι άνθρωποι, αδιάφορο αν είναι αισθηματίες ή αναίσθητοι, αν είναι ζηλωτές, φιλόδοξοι, αυταρχικοί –αρκεί να είναι ειλικρινείς–, έχουν τις υπέροχες στιγμές τους, όταν νικούν και επιβάλλονται. Ένιωσα ένα ισχυρό αίσθημα ευλάβειας προς τον Σαιντ Τζων, τόσο ισχυρό ώστε η ορμή του με παρέσυρε μεμιάς σ εκείνο το σημείο που απέφευγα τόσο καιρό• ένιωσα τον πειρασμό να πάψω να του αντιστέκομαι, ν' αφεθώ στον χείμαρρο της βούλησής του, να πέσω στην άβυσσο της ύπαρξής του κι εκεί να χάσω τη δική μου ύπαρξη. Ήμουν τώρα τόσο στενά κυκλωμένη απ' αυτόν, όσο ήμουν, μιαν άλλη φορά, μ' έναν άλλον τρόπο, από κάποιον άλλο. Και τις δυο φορές είχα αφρονήσει. Αν υπέκυπτα την πρώτη, θα διέπραττα σφάλμα αρχών. Αν υπέκυπτα τη δεύτερη, θα διέπραττα ένα σφάλμα κρίσης. Έτσι νομίζω τώρα, που αναπολώ την κρίση υπό το νηφάλιο πρίσμα του χρόνου. Τότε δεν είχα καθόλου συνείδηση της αφροσύνης μου».
Charlotte Brontë | ΤΖΕΗΝ ΕΫΡ