25.9.23

Αφιέρωμα στον Ανέστη Ευαγγέλου. Γράφει η φιλόλογος και συγγραφέας Τριάδα Εμμανουηλίδου-ΦΩΤΟ

Κάθομαι στον καναπέ στο σαλόνι του σπιτιού μου. Είναι μια ηλιόλουστη μέρα που όμως οδεύει στη δύση της. Στο τραπεζάκι μπροστά μου τα βιβλία του Ανέστη Ευαγγέλου. Η Ντίνα, η γυναίκα του μου τα χάρισε, προκειμένου να γνωρίσω τον δημιουργό και τον άνθρωπο και να γράψω αυτό το κείμενο. Δεν τολμώ να το ονομάσω κριτική. Έχοντας επίγνωση της αδυναμίας μου και αφήνοντας τον στίβο για άλλους, ικανότερους και πιο ριψοκίνδυνους αγωνιστές, όπως λέει και ο ίδιος ο Ευαγγέλου, δηλώνω ότι όσα θα ακούσετε είναι μια προσέγγιση ενός έργου που μου ήταν άγνωστο μέχρι χθες αλλά η επαφή με την ποίηση του Ανέστη Ευαγγέλου ήταν ένα χάδι στην ψυχή μου.

Το απογευματινό φως διαπερνά το τζάμι του παραθύρου πίσω μου. Ειρμός σκέψεων που καθεμιά τους συνδέεται με την επόμενη σαν τα βαγόνια τρένου. Πρέπει όμως να τις βάλω σε μια σειρά. Ρίχνω μια ματιά έξω από το παράθυρο. Λέω να ακολουθήσω την παραγωγική συλλογιστική πορεία, από το γενικό στο ειδικό.










Ας ξεκινήσω, λοιπόν, από την ανάγκη που έχουμε όλοι μας για επαφή με την τέχνη.

Η τέχνη δεν μας προσφέρει μόνο ευχαρίστηση. Μας απελευθερώνει. Αποτελεί μια ανάπαυλα από τη συνεχή προσπάθεια και ταλαιπωρία της καθημερινότητας. Η τέχνη επιτυγχάνει αυτόν τον άθλο απελευθερώνοντάς μας από τον εαυτό μας. Όταν δημιουργούμε ή θαυμάζουμε ένα έργο τέχνης τότε με μαγικό τρόπο απομακρύνεται η αχλή, η ψευδαίσθηση της ατομικότητας χάνεται. Ο Σοπενχάουερ βέβαια από την άλλη, πίστευε ότι η τέχνη- η καλή τέχνη- δεν είναι έκφραση συναισθημάτων. Ο καλλιτέχνης δεν μεταβιβάζει κάποιο συναίσθημα, αλλά μάλλον μια μορφή γνώσης. Ένα παράθυρο στην αληθινή φύση της πραγματικότητας. Είναι μια γνώση πέρα από τις απλές έννοιες και ως εκ τούτου, πέρα από τα λόγια.

Προχωρώντας τον συλλογισμό μου σε ένα πιο στενό μονοπάτι, αυτό της ποίησης θα δηλώσω απερίφραστα ότι θαυμάζω, αγαπώ τους ποιητές, αλλά τους φθονώ κιόλας. Φθονώ αυτή τη δύναμη που έχουν οι λέξεις, την ικανότητά τους να συμπυκνώνουν όσα ίσως ένας πεζογράφος θα χρειαζόταν σελίδες και σελίδες για να τα εκφράσει. Διδάσκω λογοτεχνία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση πολλά χρόνια τώρα και αισθάνομαι τυχερή που συναναστρέφομαι με παιδιά, αφουγκράζομαι τις αγωνίες τους, γίνομαι μέτοχος στη χαρά αλλά και στη στενοχώρια τους, παίρνω ενέργεια από τη δύναμη της νιότης και διαρκώς προκαλούμαι να ακολουθώ τον βηματισμό τους [S1] και να ανακαλύπτω καινούργια πράγματα κάθε μέρα. Όταν, ωστόσο, έρχεται η ώρα να διδάξω ποίηση νιώθω ότι τα παιδιά βαρυγγωμούν, ότι θεωρούν πως αυτό το είδος λόγου είναι πέρα και έξω από τα ενδιαφέροντά τους. Ευτυχώς, όμως, κάθε χρονιά θα υπάρχουν οι λίγες εξαιρέσεις που θα τους αγγίζει ο ποιητικός λόγος. Αυτά τα παιδιά μου δίνουν το κουράγιο να προσεγγίζω ποιήματα και να προσπαθώ να τους κάνω μέτοχους αυτής της εμπειρίας, να τους αποσπώ έστω για λίγο από τα social media και τους super star τους.

Ρουφώ μια γουλιά από τον καφέ μου που έχει πια κρυώσει και παίρνω ξανά στα χέρια μου το βιβλίο «Τα ποιήματα(1956-1993) του Ανέστη Ευαγγέλου. Το μάτι μου πέφτει στο αυτί του βιβλίου. Μια φωτογραφία του ποιητή στην ηλικία της ακμής , εκεί που ο θάνατος που τόσο έντονη παρουσία έχει στο έργο του έκοψε το νήμα της ζωής του. Η φωτογραφία δείχνει έναν γοητευτικό άνδρα που ατενίζει τον ανοιχτό ορίζοντα. Πηγαίνω στα περιεχόμενα στο τέλος του βιβλίου και ξαναδιαβάζω τους τίτλους των συλλογών, Νομίζω πως επιβεβαιώνεται η αρχική αίσθηση που μου δημιουργήθηκε όταν τα πρωτοδιάβασα, Δεν έπεσα έξω. Το χρώμα που κυριαρχεί στα ποιήματα του Ευαγγέλου είναι το μαύρο, με κάποιες όμως πινελιές από εκτυφλωτικό λευκό αλλά και κόκκινο του αίματος.

Λουκάς Βενετούλιας
Κύριε, ανάπαψέ τον με τους δίκαιους.
Το κόκκινο,
που τόσο αγάπησε, κι από τα χέρια του
παρήγορα έλαμψε ευγενέστερο των ρόδων
δεν ήταν μόνο της ιδέας που τον αξίωσε
αδελφικά να σμίξει με συντρόφους, φεύγοντας
- όσο αποφεύγεται με τέτοια, όσο ξορκίζεται -
την κοινή μοίρα.
Το κόκκινο που τόσο αγάπησε,
ήταν η αθώα καρδιά του που αγρυπνούσε
τις νύχτες που η αγαπημένη του Θεσσαλονίκη
γλυκοκοιμόταν, και μυστικά, δίχως παράπονο,
μάτωνε για τ' ανθρώπινα.
Κύριε, αν υπάρχεις,
κι ένα ολιγόπιστο μπορείς ν' ακούς, κατάταξέ τον
- ότι πολύ μαρτύρησε η ψυχή του για την ομορφιά
και στον τροχό οσιώθηκε το φτωχό σώμα-
κατάταξέ τον με τους δίκαιους κι ανάπαψέ τον.


Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι τα ποιήματα είναι σκοτεινά. Είναι όπως η ζωή. Δύσκολη και σκληρή αλλά με φωτεινά διαλλείματα, που σε κάνουν να θες να στραγγίξεις και την τελευταία γουλιά από την ουσία της. Ο Ευαγγέλου δεν είναι ο ποιητής της ήττας, που δέχεται τον θάνατο μοιραία. Και δεν τον ξεχνάει, ωστόσο. Ο θάνατος είναι πάντα εκεί, τον διαισθάνεται δίπλα του, ορατός, αόρατος, μόνιμος συγκάτοικος στην ποίησή του Τον αναφέρει αδιαλείπτως, γιατί τον έχει κάνει έμπειρο η ίδια η ζωή.

14. Ερήμωση
Είμαι ένας φτωχός και έρημος άνθρωπος πια
όμως με κρατάει ορθό η αγάπη του Θεού.
Το σώμα μου το κόψαν και το ράψαν
το φαρμακώσανε πολλές φορές
το έκαψαν
το τρύπησαν με μεγάλες βελόνες.
Άγγελος του Θανάτου με κεραύνωσε
σύντριψε την αλαζονεία μου
πήρε κομμάτια από σώμα και ψυχή.
Κύριε, εσύ που δέχτηκες
φτωχούς, τυφλούς και ανάπηρους
στον οίκο Σου
δέξου κι εμένα τώρα που το αξίζω.


Ξεφυλλίζω το βιβλίο και στέκομαι στα ποιήματα που ξεχώρισα, Εκείνα που άγγιξαν ευαίσθητες χορδές. Που είχα την αίσθηση πως χωρίς να έχω συναντήσει ποτέ τον ποιητή είναι σαν να με γνώριζε και να τα έγραψε για μένα
Η ποίησή του, ποίηση τρυφερή, λαγαρή και απροσποίητη, θαρρείς κομμάτι από την ίδια του τη σάρκα, φέτα της ψυχής του. Αυτό που θέλει να πει, δεν έχει ενδοιασμούς, το λέει καθαρά και με παρρησία. Έχει απόψεις ξεκάθαρες, αποκρυσταλλωμένες ιδέες, σταθερές θέσεις. Η σκέψη του είναι προσηλωμένη στα ιδανικά που πιστεύει, ο λόγος του σαφής, συγκροτημένος.

1.Ars Poetica
Όχι στη μαγεία των λέξεων
στη λάμψη και στα κουδουνίσματα που βγάζουν
όταν χτυπά η μια την άλλη -
όχι στην αλχημεία της γλώσσας
όχι στο λαβύρινθο των πολλαπλών παραπομπών
στην αναιμική ποίηση των σοφών εργαστηρίων
που βγάζουν δεκαπέντε στίχους
και τρεις σελίδες σημειώσεις για να τους στηρίξουν
ναι στις υπέροχες
στρογγυλές
πολυδύναμες
τέλεια σμιλεμένες από τον καιρό
λέξεις της γλώσσας μας
καθώς κροκάλες μαύρες στο Εμποριό
που βγήκαν λάβα φλογερή απ' τα σπλάχνα
της γης μας και τις ελείανε το κύμα
χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια
όσο νά 'ρθουν να λάμψουν από μέσα τους
και να δοξάσουν πάλι την τρομερή καταγωγή τους
όχι στη μεταφυσική με τη γραβάτα
στη Αγωνία της Ύπαρξης με κεφαλαία
στα μεγάλα συνθετικά ποιήματα
που γράφονται στις διακοπές τα καλοκαίρια
όχι στις ιδέες κοινής χρήσεως
στη ρητορεία της αδελφοσύνης
στα γλυκερά αισθήματα
στα φουσκωμένα λόγια
όχι στον ανώδυνο λυρισμό
ναι στα αιχμηρά πράγματα
στην απαράμιλλη λάμψη της απόλυτης γύμνιας
στους αδάμαντες των δακρύων
ναι στο ζεστό παντοδύναμο
κατακόκκινο αίμα.


Σε όλο του το ποιητικό έργο, σύμφωνα με την Ελένη Χωρεάνθη, βλέπεις την αγωνία του ποιητή για το μέλλον αυτού εδώ του τόπου και του ταπεινού λαού του. Από τους πρώτους στίχους της πρώτης του ποιητικής συλλογής, Περιγραφή εξώσεως, εικονογραφεί τη θέση του και τη σχέση με τον κόσμο που τον περιβάλλει. Ξέρει πού βρίσκεται. Έχει επίγνωση, γνωρίζει τι έχει στον σάκο των αποσκευών του, διατυπώνει σαφείς απόψεις, προβληματισμούς που χαρακτηρίζουν την εν γένει στάση του στη ζωή και στην Τέχνη. Πίσω από τους συμβολισμούς που ενέχουν οι λέξεις «άστεγος», «ακάλυπτος», «εξόριστος», «πρόσφυγας», νιώθει μόνος και ενδεής μέσα στο ίδιο του το σώμα, μετέωρος μέσα σ’ έναν κόσμο αδιάφορο, με θολό παρελθόν, με ένα διαρκώς μετακινούμενο παρόν και ένα δυσοίωνο μέλλον.

7. Το χρέος
Σιωπή τρομακτική του στερεώματος,
μην πουν πως δεν έκαμα το χρέος,
απόφυγα την αναμέτρηση μαζί σου.
Φωνές
χιλιάδες μέσα στη φωνή μου και χέρια
τεντωμένα μες στα χέρια μου, αίμα
μέσα στο αίμα μου, προγονικό, εδώ είμαι
δε σας πρόδωσα:
στην κόψη ετούτη του γκρεμού
από σας ανεβασμένος - με πόσο πόνο
αλλά και πείσμα αδάμαστο - χρέος
που το αποδέχτηκα και με περήφανο
πένθος το σηκώνω, που άλλη δεν ξέρω
έπαλξη, πιο άγρια, πιο μοναχική,
με νύχια και με δόντια κρατημένος καταμεσής
στο χάος για να βλέπω και να μαρτυρώ -
εδώ είμαι αδέρφια μου κι από το στήθος
τραγούδι βγάζω μ' όση δύναμη έχω
η ανθρώπινη φωνή για ν' ακουστεί
και το σκοτάδι για μια στιγμή να λάμψει
να ταπεινωθεί
ν' αντιλαλήσει η μαύρη νύχτα απ' την κραυγή μας.


Βρίσκεται πάντα στη μεριά των αδικημένων και των προοδευτικών ανθρώπων. Υπάρχει διάχυτη αγωνία, ένας διαρκής φόβος και πόνος για τον πρόσφυγα που δεν βρίσκει πουθενά απανεμιά, μια σταθερή παλάμη γης να ακουμπήσει, να σταθεί και να βρει συμπόνια, λίγη αγάπη, ανθρωπιά++++. Πόσο επίκαιρα και πόσο παρηγορητικά θα ακούγονταν και σήμερα οι στίχοι του για τους κατατρεγμένους συνανθρώπους μας και τις συμφορές που τους πλήττουν!

Σε ό,τι έχω γράψει ως τώρα
Σε ό,τι έχω γράψει ως τώρα, ό,τι έχω κάνει, ό,τι έχω πει,
κι εκεί ακόμα που είναι δύσκολο να ξεχωρίσει,
όπου, αντίθετα, δείχνομαι τόσο διαφορετικός,
μοναχικός και άγριος μες στις κραυγές μου,
απρόσιτος με τις μεγάλες μου φωνές μέσα στη νύχτα -
όχι μονάχα τώρα αλλ' από πάντοτε,
σ' όλο το δρόμο που έκανα, δεν ήταν ούτε μια στιγμή
που να μην είχα επίμονα, καρτερικά απλωμένα,
τα χέρια μου σε σένα, γείτονά μου και αδερφέ μου.


Μέσα σ’ αυτό το χάος που δημιούργησαν οι απανωτές συμφορές στη χώρα και στην οικογένειά του, αισθάνεται ο ίδιος σκόρπιος, μόνος κι έρημος, ψάχνει απεγνωσμένα τον πρώτο του εαυτό, το παιδικό, το μυθικό του πρόσωπο στα χρόνια της αθωότητας μέσα σ’ έναν ερειπωμένο, κατεστραμμένο κόσμο.

Παράξενο πουλί μου
Παράξενο πουλί μου, μαθημένο
στα σκοτεινά
σου στήσανε παγίδες, σε κυνήγησαν
σου 'κοψαν με γυαλιστερά στιλέτα τα φτερά
νόμισαν πως σε σκότωσαν.
Έσκυψα ταπεινά, με δάχτυλα που τρέμαν,
το στήθος μου άνοιξα κι ευλαβικά
σε πήρα κι σε απίθωσα βαθιά.
Η φωνή σου
θαυματουργά ραντίζει τώρα τις πληγές μου
γίνεται φίλτρο μαγικό
παράξενο πουλί, μαθημένο
στα σκοτεινά.


Όμως διεκδικεί και το δικαίωμα να ζήσει. Να ολοκληρώσει το ποιητικό του έργο , να μην αφήσει πίσω του εκκρεμότητες. Η ποίηση είναι η μεγάλη του αγάπη, η έγνοια του. Και προτρέπει τον θάνατο, που πολλές φορές τον έχει μακελέψει, να πάει αλλού με το κατάμαυρο φτερό του να μαυρίσει/ κι άλλες ψυχές.

4. Τελευταία λόγια
Τώρα που το καράβι βουλιάζει αύτανδρο στα σκοτεινά
και το νερό - το νιώθεις - ανεβαίνει,
προσπάθησε μες στις κραυγές του πανικού και την αλλοφροσύνη
να συναρμολογήσεις τα λόγια σου, να πεις
για το ναυάγιο αυτό και να το μνημονέψεις,
για την καταστροφή και για το μακελειό των χρόνων μας,
για όσα δε λεν οι επίσημες αναφορές,
και πιο πολύ να πεις για τους ενόχους,
βάζοντας όλη σου την αντοχή για νά 'βρεις τους ενόχους -
σαν να σ' ακούει κανείς μέσα σε τούτο το χαλασμό,
σαν νά 'χει τον καιρό, σαν να προφταίνει,
σαν να μην είναι να ρουφήξει η θάλασσα σε λίγο
και πλοίο κι εσένα και όλους τους συντρόφους.
  





                   Αναγνώσεις και θέσεις

Όμως σε αυτό το σημείο θα πρότεινα να δώσουμε τον λόγο στον ίδιο τον Ανέστη Ευαγγέλου μέσα από το έργο του Αναγνώσεις και θέσεις και να αφήσουμε αυτόν να μιλήσει για την τέχνη και τη ζωή του. Σε αυτό το βιβλίο, του οποίου την εισαγωγή και την φιλολογική φροντίδα έκανε ο Αλέξης Ζήρας, εκτός από τα καθεαυτό κριτικά του κείμενα έχουν συναθροιστεί οι συνεντεύξεις που έδωσε κατά καιρούς, οι οποίες είναι προεκτάσεις των σκέψεων του για τη λογοτεχνία και ενίοτε, απαραίτητα συνοδευτικά για την ίδια την ποίησή του.

Σταχυολογώ λίγα από τα πολλά και πολύ ενδιαφέροντα που διάβασα. Φωτο Ευαγγέλου

Καταρχάς για την ποιητική τέχνη και τι συνέβαλε στη διαμόρφωσή του ως ποιητή ο Ευαγγέλου εκμυστηρεύεται τα εξής:

Η ποίηση, για να μην επεκταθώ ανάρμοστα και σε ξένα, λίγο πολύ, χωράφια, από την ίδια της τη φύση(άκρα πυκνότητα του λόγου, αποσταγμένη σε φευγαλέο, απροσδιόριστο με τα σύνεργα της λογικής, κάλλος) ήταν πάντοτε το πιο απόκρημνο, στην προσπέλασή του, λογοτεχνικό είδος, Το κοινό της δεν υπήρξε ποτέ «ευρύ».

8. Μείνετε ποιήματά μου

Μείνετε, ποιήματά μου, στη σκόνη και στη σιωπή
του συρταριού, και συνηθίστε στο πυκνό σκοτάδι.
Έτσι κι αλλιώς,
θα ταξιδεύετε ολομόναχα μέσα στα χρόνια,
τα άνυδρα χρόνια που επελαύνουν σαν χιονοστιβάδα ,
έτσι κι αλλιώς,
πρέπει να ετοιμάζεστε: το σκότος προεκτείνεται παράξενα
μέσα στο φως, η σκόνη στη διαφάνεια κι η σιωπή
μέσα στον ήχο.
Έτσι κι αλλιώς,
στην άκρη υπομονετικά μας περιμένει
για να μας καταπιεί κι ανθρώπους και ποιήματα
η μαύρη νύχτα που όλους θα μας εξισώσει.


Στη διαμόρφωσή μου ως ποιητή, ουσιαστικό ρόλο έπαιξε η γνωριμία μου και επαφή με την ποίηση κάποιων σημαντικών ποιητών, δικών μας και ξένων. Ρίλκε, Καβάφης, Καρυωτάκης και οι ποιητές της Θεσσαλονίκης είναι μερικοί από τους κυριότερους δασκάλους μου. Τους οφείλω πολλά, ιδίως στον σοφό Αλεξανδρινό δάσκαλο και γεννήτορα ενός πολύ μεγάλου μέρους της νεοτερικής ποίησής μας.

Αν θα μπορούσε κανείς να επισημάνει μια υπαρξιακή διάσταση στην ποίησή μου, διάσταση που βρίσκει την έκφρασή της κυρίως στις δύο πρώτες συλλογές μου και στα πρώτα πεζογραφήματά μου, θα μπορούσε επίσης να προσθέσει άλλες δύο: την ερωτική και αυτήν της κοινωνικής συμμετοχής, της ένταξης, θέλω να πω, των ατομικών πληγών μέσα σε ευρύτερα πλαίσια, ένταξη που καταλήγει κάποτε ακόμα και στην πολιτική ‘στράτευση»


Από τις σχάρες
                Στον Τόλη Καζαντζή
Άρρωστα χρόνια
λύκοι φυλάν τα πρόβατα
κι όσο θυμάσαι
μέσα στη λάσπη πάντα κολυμπούσες
και πού να βγάλεις φωνή, δε βγαίνει
με το στόμα γεμάτο από σκατά
κι αν βγει
κανείς δε θα σ' ακούσει.
Αχ, πού μας οδηγούν
ποιοι και προς πού τα νήματα κινούνε,
βρώμικο, χοντρό παιχνίδι, στα καταγώγια του αιώνα,
τα μάτια μου προσπαθώ να καθαρίσω, να δω-
τίποτα:
στη Νέα Υόρκη, στη Μόσχα, στο Πεκίνο,
λύκοι φυλάν τα πρόβατα παντού.
Από τις σχάρες γαντζωμένος του υπόνομου
εδώ είμαι, αδέρφια μου, κι απόκριση ζητώ.

Ανακεφαλαιώνοντας, θα έλεγα ότι το άγχος, ο φόβος και η συνείδηση της υπαρξιακής ορφάνιας των πρώτων χρόνων, χωρίς να χάνονται, χωνεύονται λίγο λίγο και από συλλογή σε συλλογή μες την επίγνωση της κοινότητας της ανθρώπινης μοίρας και στις διαρκείς απόπειρες για την υπέρβασή της με όπλα τον έρωτα και την κοινωνική αλληλεγγύη- τη στράτευση ενάντια στην αδικία και την ποικιλόμορφη βία της εξουσίας.

Ιησούς εγκαταλείπει τον πατέρα του
Βρήκα χτες βράδυ το Χριστό,
ρακένδυτο, σε μια γωνιά να ζητιανεύει.
Ήταν ισχνός και κάτωχρος, μες στο δριμύ
ψύχος του φετινού χειμώνα, αξύριστος,
τα δόντια του χτυπούσαν, βήχας φριχτός
του ξέσκιζεν αλύπητα το στήθος.
Καθήσαμε σ' ένα παγκάκι κι έβγαλα
κονιάκ από το πανωφόρι μου και τού 'δωσα.
Μάλωσα με το γέρο μου, αδερφέ μου,
τα βρόντηξα όλα και όπως όπως τώρα
στου λιμανιού τα στέκια αυτά τη βγάζω,
μου είπε και μου ζήτησε τσιγάρο.


Όλα τα παραπάνω στοιχεία ή τάσεις δεν είναι φυσικά ποτέ χωρισμένα με αυστηρές διαχωριστικές γραμμές -πώς θα μπορούσε; - αλλά αλληλοδιαπλέκονται και διεισδύουν το ένα μέσα στο άλλο, κάνοντας την πλάστιγγα να γέρνει πότε από τη μία μεριά και πότε από την άλλη.

Στο Διάλειμμα ο έρωτας εισβάλλει τροπαιοφόρος, λαμπαδιάζει και φεγγοβολεί αναγεννητικά από την αρχή ως το τέλος. Στο πρώτο μέρος της συλλογής παρακολουθούμε την έλευση και τη νίκη του έρωτα πάνω στη σκοτεινή πλευρά της ζωής, στη φθορά και στον θάνατο.

Έλα να καούμε
Έλα να καούμε
να γίνουμε παρανάλωμα
να σε καταστρέψω και να με καταστρέψεις
είκοσι χρόνια περίμενα τη στιγμή αυτή
είκοσι χρόνια χωρις να το ξέρω ετοιμαζόμουν
χρόνια της πέτρας όμως στα ενδότερα
καιόμενος με σιγανή φωτιά,
κι εσύ να περιμένεις από τα γεννοφάσκια σου,
πιο πίσω ακόμα, απ΄τη μήτρα της μάνας σου,
σε κρύα δωμάτια, άξενα, λησμονημένη,
και να 'χεις γίνει έλασμα ως τον παροξυσμό
έλα να καούμε λοιπόν,
ακόμα πιο ψηλά, ακόμα λίγο,
να μπούμε μέσα στην καρδιά του ήλιου
να γίνουμε παρανάλωμα
να σε καταστρέψω και να με καταστρέψεις -
αλλιώς δεν είναι δυνατό να γίνει.


Στο δεύτερο μέρος της συλλογής βλέπουμε τη μεταμόρφωση του ερωτευμένου προσώπου, μεταμόρφωση που το συμφιλιώνει λυτρωτικά με τους ανθρώπους και με τα πράγματα του κόσμου τούτου ακόμα και με το αποτρόπαιο σκουλήκι του τάφου, ωσάν φανέρωμα και αυτό της αιώνιας και παντοδύναμης συνέχειας της ζωής. Γενικά το διάλειμμα, νομίζω, είναι το πιο φωτεινό βιβλίο μου, αυτό όπου η χαρά παίρνει για μια φορά τη ρεβάνς

Εγώ έγραψα μια ποίηση χωρίς απόκρυφες γωνίες, μια ποίηση που θέλησα να απευθύνεται στους ανθρώπους, που δεν χρησιμοποιεί ποτέ τεχνάσματα, που δεν μεταμφιέζεται. Προσπάθησα όλα αυτά τα χρόνια που γράφω, να ξεγυμνώσω όσο γίνεται πιο αδίστακτα την ψυχή μου, να την ξεφλουδίσω λίγο λίγο, σαν το κρεμμύδι, πιστεύοντας βαθιά ότι δεν υπάρχει τίποτα συγκλονιστικότερο απ’ την απόλυτη γυμνότητα μέσα σε αυτό το ανελέητο, κατακόρυφο ελληνικό φως.

7. Το χρέος
Σιωπή τρομακτική του στερεώματος,
μην πουν πως δεν έκαμα το χρέος,
απόφυγα την αναμέτρηση μαζί σου.
Φωνές
χιλιάδες μέσα στη φωνή μου και χέρια
τεντωμένα μες στα χέρια μου, αίμα
μέσα στο αίμα μου, προγονικό, εδώ είμαι
δε σας πρόδωσα:
στην κόψη ετούτη του γκρεμού
από σας ανεβασμένος - με πόσο πόνο
αλλά και πείσμα αδάμαστο - χρέος
που το αποδέχτηκα και με περήφανο
πένθος το σηκώνω, που άλλη δεν ξέρω
έπαλξη, πιο άγρια, πιο μοναχική,
με νύχια και με δόντια κρατημένος καταμεσής
στο χάος για να βλέπω και να μαρτυρώ -
εδώ είμαι αδέρφια μου κι από το στήθος
τραγούδι βγάζω μ' όση δύναμη έχω
η ανθρώπινη φωνή για ν' ακουστεί
και το σκοτάδι για μια στιγμή να λάμψει
να ταπεινωθεί
ν' αντιλαλήσει η μαύρη νύχτα απ' την κραυγή μας.


Το κύριο συστατικό της ποίησής μου είναι πάντα το σκληρό υλικό των δακρύων. Υλικά μου είναι το ζωντανό κορμί μου και τα πράγματα του κόσμου τούτου. Υλικά που υπόκεινται στη φθορά και στον θάνατο, ανθρώπινα, δικά μας. Με αυτά έχτισα τους στίχους μου και γι αυτό θα δείτε, ακόμα και στα ερωτικά ποιήματα που έχω γράψει, ακόμα και σε εκείνα που μοιάζουν εκ πρώτης όψεως να ξεκινούν από ιδέες, να βαραίνει πάντοτε στον πυθμένα τους καθοριστικά μια μικρή σκοτεινή λίμνη από δάκρυα: δάκρυα για το στιγμιαίο του έρωτα, για την ανθρώπινη ανημπόρια μας να κρατηθούμε ψηλά για πολύ, εκεί όπου ακμάζει η καθαρτήρια φωτιά της αγάπης, δάκρυα για την τραγική ανεπάρκειά μας, για τη δύναμή μας να συλλαμβάνουμε ωραίες, παρήγορες ιδέες, και να τα θαλασσώνουμε στην πράξη.

13, Υστερόγραφο

Όσο για μένα μην ανησυχείτε -
είμαι καλά, πολύ καλά.
Δεν έχω βέβαια,
τίποτα πια δικό μου, τά 'χασα όλα
με του καιρού το πέρασμα ένα ένα
όμως βολεύτηκα
σε τούτο το ετοιμόρροπο ξενοδοχείο κι οι μέρες μου
κυλούν ειρηνικά κι ασπρίζω δίκαια.
Τα βράδια, για να περάσει η ώρα, παίζω
χαρτιά με τους ρουφιάνους και τα πουτανάκια,
κλέβουμε ο ένας τον άλλο, τσακωνόμαστε,
όμως στο τέλος όλα μέλι γάλα. Κάποιος θα φέρει κόκκινο, φτηνό κρασί, άλλος
μεζέδες, κι αφού τα κοπανήσουμε για τα καλά
θα διασκεδάζουμε μ' αισχρά και βρωμερά
ανέκδοτα ώσπου να φέξει.
Άλλοτε πάλι,
κάποια γλυκά απογεύματα του Σεπτεμβρίου, την ώρα
που ο ήλιος γέρνει πίσω απ' τις οικοδομές κι ακούγεται
μέσα στο σούρουπο να κατεβαίνει ακροπατώντας μουσική
απόμακρη από φυσαρμόνικα,ο νους μας τρέχει
στα ευρύχωρα δωμάτια των παιδικών μας χρόνων
στα σπίτια που είδαμε για πρώτη
φορά το φως, πριν μας τ' αρπάξουνε και πριν
μας τα γκρεμίσουν και τότε
αγκαλιαζόμαστε όλοι και με φλογερά
δάκρυα που μουσκεύουνε τα φτωχικά
και παλιωμένα ρούχα μας κομμάτι
νιώθουμε το αίμα να κυλάει μια ιδέα πιο γρήγορα
στις παγωμένες φλέβες.
Λοιπόν, ας είμαστε ολιγαρκείς:
κουτσά στραβά ο καιρός περνάει και προσεγγίζουμε
επιπλέον και το τέρμα.
Ευλογημένο
ας είναι τ' όνομά Του. Να 'στε
Πάντα χαρούμενοι και ν’ αγαπάτε



Αλλά και για την λογοτεχνία γενικότερα:

Η άγρια μοναξιά του σημερινού Έλληνα λογοτέχνη, όταν παίρνει το μολύβι και στέκεται, ενώπιος ενωπίω, μπροστά στο άσπρο χαρτί. Για να επιβιώσεις εδώ σαν λογοτέχνης, χρειάζεται αφοσίωση ιεραποστολική στην υπόθεση της λογοτεχνίας, χρειάζεται αγώνας, επιμονή, αντοχή στις δοκιμασίες, καρτερία μέσα στη σιωπή και στην αγνόηση και , πάνω απ’ όλα, επίγνωση ότι η αληθινή τέχνη ακμάζει πέρα και πάνω από την εφήμερη τύρβη της επικαιρότητας.

12. Η επέμβαση
          Στον Κλείτο Κύρου
Ένα πρωί θα 'ρθούν, δε θα ξεφύγεις
- και ποιος, άλλωστε, ξέφυγε ποτέ -
άγγελοι μ' άσπρες μπλούζες, θα σε πάρουν
στα χειρουργεία τ' ουρανού, θα σε ξαπλώσουν
σε λευκά σεντόνια τρεις μέρες και τρεις νύχτες
να σου βγάλουν
το ανάπηρο πουλί που κατοικεί στην καρδιά σου,
μεθοδικά να σου λειάνουν τις γωνιές του εγκεφάλου
που σε ξεχώρισαν φρικτά μέσα στον κόσμο,
να σ' αποδώσουν
αρτιμελή και γιατρεμένο, χωρίς τα μαύρα
εκείνα στίγματα που σημαδεύουν το κορμί σου
να ενταχθείς κι εσύ επιτέλους και να ησυχάσεις
να ζήσεις το υπόλοιπο του βίου σου εν ειρήνη.

Για τη σχέση ανάμεσα στο πεζό και ποιητικό του έργο:
Ανάμεσα στα πεζά και στα ποιητικά κείμενα υπάρχουν δύο τουλάχιστον αντιστοιχίες. Η πρώτη θα έλεγα είναι τα κοινά σύμβολα, τα μοτίβα ή όπως αλλιώς θα ήθελε κανείς να τα πει, με κυρίαρχα εκείνα του σπιτιού και του ξενοδοχείου.

Η δεύτερη αντιστοιχία είναι η κρυστάλλινη διαύγεια των κειμένων μου, είτε αυτά είναι ποιητικά είτε πεζά. Τίποτα το σκοτεινό δεν υπάρχει εδώ, τίποτα το κρυμμένο, το ομιχλώδες, το διφορούμενο. Τα πράγματα λέγονται πάντα με το όνομά τους και το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα είναι να λάμψουν, όχι πια ντυμένα με λόγια, οσοδήποτε ωραία ή λυρικά ή δεν ξέρω τι άλλο, αλλά με την πιο απόλυτη, την πιο σπαραχτική και την πιο ανυπεράσπιστη γυμνότητά τους.

3.Οι αγαπημένοι μου
Δεν τα θυμούνται πια τα τραύματα, δεν έχουν μνήμη,
το σπαραγμό, το αίμα και την παραμόρφωση.
Βούλιαξαν όλα μαγικά και χάθηκαν.
Ήμερο φως, παρήγορο, φωτίζει τώρα τη μορφή τους
κι αχνό χαμόγελο, αράγιστο κι ωραίο.
Μοναχικοί, αλαφροϊσκιωτοι, σχεδόν παιδιά
Ίσως μόνο μ' έν' αδιόρατο παράπονο στα χείλη
κάτοχοι της πιο τέλειας ομορφιάς
οι αγαπημένοι μου κοιμούνται σε απρόσιτα άστρα.

Αν η ποίηση φωτίζει τα πράγματα καθεαυτά και τα προβάλλει σε ένα έντονο και σκληρό φως, διερευνώντας οδυνηρά τον εσώτερο πυρήνα τους, ο πεζός λόγος φωτίζει τις σχέσεις των πραγμάτων, τις αμοιβαίες εξαρτήσεις τους, τη σκοτεινή αλληλουχία τους.
Τεντώνομαι να ξεμουδιάσω. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Σκοτάδι. Η ώρα που τα πλάσματα της φύσης ηρεμούν. Εκτός από τον άνθρωπο. Η τεχνολογία συντέλεσε πολλοί από μας να κάνουν τη νύχτα μέρα με όποιες συνέπειες έχει αυτό στη διατάραξη του κιρκάδιου ρυθμού. Η οθόνη του υπολογιστή δεν συμβάλλει σε μια ομαλή μετάβαση για τον ύπνο, τον μεγάλο αυτό θεραπευτή. Ένα βιβλίο όμως! Θυμάμαι το βίντεο που είδα για τις ανάγκες της τάξης με τον Μανώλη Αναγνωστάκη. Η ποίηση, λέει ο Αναγνωστάκης, είναι σαν μια γλώσσα που δεν αφηγείται, δεν περιγράφει, δεν διδάσκει με αυτό τον χρηστικό τρόπο της διδασκαλίας αλλά τείνει στην όσο μεγαλύτερη συμπύκνωση, να βγάλει το απόσταγμα των πραγμάτων, μιλά με έναν κώδικα που δεν δέχεται νεκρές ζώνες. Αυτή η ποίηση έχει σαν εχθρό της τη φλυαρία, την πολυλογία, την περιττολογία. Σκέφτομαι πως όλη μας η ζωή θα ήταν πιο ουσιαστική αν πετούσαμε μακριά ότι περιττό μας βαραίνει

Σας ευχαριστώ!

Ο Ανέστης Ευαγγέλου (1937-1994) γεννήθηκε και έζησε στη Θεσσαλονίκη. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1960 με την ποιητική συλλογή Περιγραφή εξώσεως. Από τότε δημοσίευσε άλλα επτά ποιητικά βιβλία (Μέθοδος αναπνοής, 1966, Αφαίμαξη '66-'70, 1971, Ποιήματα 1956-1970, 1974, Διάλειμμα, 1976, Χάι κάι, 1978, Απογύμνωση, 1979, Η Επίσκεψη και άλλα ποιήματα, 1987, Το χιόνι και η ερήμωση). Το 1988 συγκέντρωσε σε έναν τόμο όλη την ως τότε ποιητική δημιουργία του, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παρατηρητής με τον τίτλο Τα Ποιήματα, 1956-1986. Έγραψε επιπλέον και δημοσίευσε τα πεζογραφήματα Το Ξενοδοχείο και το σπίτι 1966 (επανέκδοση, διευρυμένη με τον τίτλο, Το ξενοδοχείο και το σπίτι και άλλα πεζά, Νεφέλη, 1985), το βιβλίο Ανάγνωση και γραφή (Παρατηρητής, 1981), στο οποίο συγκέντρωσε κείμενα λογοτεχνικής κριτικής, και το δοκίμιο Εννέα εκδοχές για την ποίηση και την ποιητική (Παρατηρητής, 1990).
Τη χρονιά του θανάτου του, το 1994, κυκλοφόρησε η τελευταία του ποιητική συλλογή, Το χιόνι και η ερήμωση, από τις εκδόσεις Χειρόγραφα, καθώς και η ποιητική ανθολογία Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά 1950-1970, από τις εκδόσεις Παρατηρητής. Το 1995, κυκλοφόρησε πάλι η πρώτη του ποιητική συλλογή, Περιγραφή εξώσεως, από τις εκδόσεις Χειρόγραφα. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, πολωνικά, ρουμάνικα, ολλανδικά και σλοβενικά).


[S1]Ίσως είμαι σε μια διαρκή πρόκληση;