8.4.23

"ΕΣΥ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΘΑ ΡΩΤΑΣ". Το νέο βιβλίο του Γιάννη Τεκίδη.(Εκδόσεις ΜΑΤΙ) Η ομιλία της Σημέλας Ελευθεριάδου

"Μου κράτησε συντροφιά, το βράδυ που ο αέρας λυσσομανούσε στην πόλη. Δυο φορές, σταμάτησα να αποφορτιστώ από τα συναισθήματα που με κατέκλυζαν. Αφουγκράστηκα τον άνεμο που σφύριζε. Σαν να έφερνε ένα αχολόι από θρήνους
για το άδικο για τα χαμένα όνειρα. Εκείνη την ώρα, τούτη την ώρα, σε κάποιο κελί θα υπάρχει ένας Αχιλλέας που θα σκέφτεται τα "λεηλατημένα" χρόνια του, στα σκαλιά ενός έρημου σπιτικού θα κλαίει απαρηγόρητος ένας Φάνης, στο παραθύρι ξάγρυπνη θα στέκι με καρτερικό βλέμμα στον σκοτεινό δρόμο μια Ραχήλ, μια μάνα θα ψυχορραγεί με τον καημό του ξενιτεμένου της παιδιού, ένας γέρος κακός θα στριφογυρίζει μούσκεμα στον ιδρώτα από τον ίδιο εφιάλτη.

Άνθρωποι φτωχοί, οι ήρωες, που αγωνίζονται για την καθημερινή τους επιβίωση που ελπίζουν μετρημένα για ένα καλύτερο μέλλον, για μια μικρή ευτυχία. Άνθρωποι αλληλέγγυοι κόντρα σε εκείνους που ορίζουν ανελέητα τις ζωές τους. Άνθρωποι που υπήρξαν οι ίδιοι θύματα πριν γίνουν θύτες. Μα οι άνομες πράξεις τους ήταν βαριές αλυσίδες στην ψυχή τους. Γιατί δεν είχαν τη στόφα του φονιά ή του απατεώνα. Κι αρκεί ένα ζευγάρι μεγάλα μάτια, αθώα και φοβισμένα, ένα τρυφερό άγγιγμα, ένας ζεστός καφές σε καθαρό φλιτζάνι, μια θερμή καλημέρα για να ελπίσουν ξανά και να γίνουν σωτήρες. Κι έτσι, η ζωή πιάνει ξανά το νήμα, στο φως ενός αήττητου Ήλιου.

Σαν τέλειωσα την ανάγνωση μου ήρθε στον νου ο στίχος από το μοιρολόι του Παπαδιαμάντη «Σαν να ‘χαν τα πάθια και οι καημοί του κόσμου τελειωμό» .



Ο Έκτορας, ο Αχιλλέας, ο Φάνης, ο Πέτρος, ο Μανώλης, όλοι τους, αξίζουν της προσοχής και της συμπάθειας. Μα δεν αρκεί αυτό μόνο. Είναι κρίσιμο να δούμε κατάματα και να κατανοήσουμε την Αλήθεια τους, αυτήν που όπλισε το χέρι του συγγραφέα Γιάννη. "Να δούμε των φονιάδων την άλλη πλευρά την αθέατη / να βρούμε την απάντηση στο «γιατί». "Κανέν πράγμα δεν είναι ακριβώς ό,τι φαίνεται, αλλά παν άλλον – μάλλον το εναντίον" μας εφιστά την προσοχή ο Παπαδιαμάντης στην ιστορία του για την Φραγκογιαννού. Να κλείνουμε, λοιπόν, τα αυτιά μας στ' αλυχτήματα της αγέλης, να μην θαμπωνόμαστε από τις "εικόνες" που μας πλασάρει. Εμείς τον πολυάχτιδο Ήλιο να ρωτάμε που ποτέ δεν λαθεύει! Αυτό αποζητούν και οι ίδιοι τους ως λύτρωση! Αυτό θα λυτρώσει όλους μας. Στον καθένα μας μπορεί να τύχει ο "κλήρος ο λειψός"! Είναι αυτό που ονομάζουμε οι σύγχρονοι νεοέλληνες στείρα θεωρητικοί νεοέλληνες: η "ενσυναίσθηση". Μόνο έτσι θα γίνει αυτός ο κόσμος, ο "μικρός, ο Μέγας", πιο ανθρώπινος και πιο δίκαιος. Γιατί δεν γίνεται... Δεν είμαστε μόνοι μας, "είναι και οι Άλλοι. Και δεν γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα και δεν γίνεται μ' αυτούς χωρίς Εσύ" (Ελύτης_Άξιον εστί).

Τον Ήλιο να ρωτάμε! Τη λυκοποριά του να ακλουθούμε και να αποφεύγουμε τα σκοτεινά μονοπάτια του ψεύδους, της παθητικότητας και της παραίτησης! Να παίρνουμε δύναμη από το φως του, να αγωνιζόμαστε για όσους είμαστε σήμερα, για όσους θα είναι αύριο. Μικρές μπορεί να είναι οι νίκες μας, μα τα πάντα μπορούν να αλλάξουν! Κι αν η Αλήθεια μας, καταλήξει να ταξιδεύει σε μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών, πάντα βρίσκει τον τρόπο κι εκδικείται. Γι' αυτό, όσο αντικρίζουμε το φως της μέρας, να ελπίζουμε! "Η Κόλαση από τον Παράδεισο, ούτε μια ανάσα δρόμος. Κι αν η ριμάδα η ζωή δεν βάλει την τελευταία της υπογραφή, τίποτα δεν έχει τελειώσει!"


ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΓΙΑ ΤΗ ΡΙΤΑ

Σάκη με λένε! Στην πιάτσα με ξέρουν με το παρατσούκλι "αλαφροχέρης". Εκείνο το βράδυ στο μπαρ, μας άφησε το μωρό της να το προσέχουμε όσο θα έλειπε. Ε λοιπόν, θα σας φανεί παράξενο, αλλά ένα τσούρμο αποβράσματα της κοινωνίας, κανακεύαμε και φροντίζαμε τον μικρό. Μερικές φορές θυμόμαστε ότι είμαστε άνθρωποι. Οι ώρες περνούσαν και η Ρίτα πουθενά. Κείνο το βράδυ, ο μικρός κατέληξε σε ορφανοτροφείο. Μόνος επισκέπτης του, ο Σίμος ο Αρκούδας τον επισκεπτόταν. Στο ορφανοτροφείο, έκριναν ότι εξελισσόταν σε ένα ατίθασο και απροσάρμοστο παιδί. Με τιμωρίες και ξύλο, προσπαθούσαν να τον στρώσουν. Σαν έφτασε 12 χρονών, πήδηξε τη μάντρα, να γλιτώσει από το κολαστήριο κι έσμιξε με τον υπόκοσμο, τον μόνο που γνώριζε. Κάποτε αποφάσισε να αποσυρθεί από τα γνωστά στέκια, έκοψε παρτίδες με το σινάφι και μετακόμισε σε μια ήσυχη περιοχή. Οι νέοι του γείτονες τον ήξεραν σαν τον σκυθρωπό κι αμίλητο Έκτορα Σαράντη, τον έμπορο. Ένα μωρό αφημένο στην πόρτα του τον έκανε να συνειδητοποιήσει έκπληκτος ότι κουβαλούσε ακόμα στο στήθος του μια καρδιά. Είχε κάποιον να νοιάζεται και να φροντίζει. Είχε έναν σκοπό για πρώτη φορά στη ζωή του. Ξεχάστηκε βλέποντας τη μικρούλα Ρίτα. Μα δεν τον ξέχασε ο Σενιόρ! ... Για δες, όμως, που η μπαμπέσα η ζωή θαρρείς και έκανε συμφωνία με τον θάνατο για να του προσφέρει στο τέλος ό,τι πιο πολύ πόθησε στη ζήση του σε αυτόν τον άσπλαχνο ντουνιά.
ΛΕΗΛΑΤΗΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ

Δεν είχε τη στόφα του φονιά. Δεν ανήκε στα αποβράσματα, τις σκοτεινές ψυχές που είχα αντιμετωπίσει ως τώρα. Ήταν πάντα φιλότιμος, εργατικός, καλότροπος. Ο πατέρας του ένα κουμάσι, ακαμάτης και μέθυσος. Από την ώρα που μου τον φέρανε σιδηροδέσμιο στο Τμήμα μέχρι τα μεσάνυχτα, προσπαθούσα να τον κάνω να μιλήσει, να μου πει γιατί το έκανε. Ήλπιζα μήπως μου πει κάτι που θα ελάφρυνε τη θέση του. Μάταιος κόπος. Το βλέμμα του στο κενό, σαν να είχε κόψει παρτίδες με τον κόσμο. Έναν κόσμο που δεν ήθελε μπλεξίματα και κοιτούσε καθένας τη δουλειά του. Στη δίκη, κουβαλήθηκαν ένα σωρό μάρτυρες κατηγορίας. Μα διάολε, ούτε καν η μάνα του; Η κυρά Αλίκη που δεν ήθελε να δίνει δικαιώματα στον κοσμάκη για να πιάνει στο στόμα του τη φαμελιά της, ακόμα κι αυτή τελείωσε την κατάθεση ψελλίζοντας ένα επαναλαμβανόμενο «δεν έπρεπε». Παρατηρούσα τη μικρή. Δεν ήταν μόνο η αγωνία για την τύχη του αδελφού της, Είχε κάτι το βλέμμα της σαν ενοχή. Τον καταδίκασαν. Στη φυλακή μόνο η Καιτούλα τον επισκεπτόταν και κάθε φορά λυνόταν σε λυγμούς. Εκείνος, κάθε φορά επέστρεφε στο κελί του όλο και πιο ρημαγμένος από την άρνηση της μάνας του να τον επισκεφτεί. Πέρασαν χρόνια πολλά. Από ένα παιχνίδι της μοίρας μπλέχτηκε αργότερα με τον υπόκοσμο, μα ο συγχρωτισμός του μαζί του λίγο τον επηρέασε. Ποτέ δεν πίστεψε ότι, η ζωή του θα τελείωνε στην παρανομία. Αρνιόταν πεισματικά την εμπλοκή του με τα ναρκωτικά. Μέχρι που η συμμορία τον τιμώρησε σκληρά για την απειθαρχία του. Κι έτσι, έκανε σκοπό της ζωής του, να εξαρθρώσει το κύκλωμα που διέλυε νέους ανθρώπους. Άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι. Μάζεψε αρκετά στοιχεία φτάνοντας μέχρι την κορυφή των καθωσπρέπει υπεράνω υποψίας. Βρήκε έναν συνάδελφο κι έναν δημοσιογράφο, με το ίδιο πάθος με εκείνον, να μοιραστεί το τρελό όνειρο της αλήθειας να θριαμβεύει, του άδικου να νικιέται, της δικαιοσύνης να παίρνει τη ρεβάνς από την ασυδοσία και τον ζόφο της ατιμίας. Γιατί πάντα υπάρχουν άνθρωποι που όσο αντικρίζουν το φως της μέρας, ελπίζουν και παλεύουν τη σαπίλα που μας περιτριγυρίζει.

ΕΣΥ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΘΑ ΡΩΤΑΣ

Τον όρκισα να μην ξεχαστεί στα ξένα. Πέρασαν σαράντα χρόνια και δεν γύρισε. Μόνη μου παρηγοριά η Σμαρώ. Μαζί διαβάζαμε, ξανά και ξανά, τα λιγοστά του γράμματά και μοιραζόμασταν τον καημό της ξενιτιάς του.

Στην κοιλιά τον είχα, όταν, ο πατέρας του μου είπε «Δεν μπορώ Ιουλία μου να κάθομαι άλλο και να κοιτάζω τη βολή μας, την ώρα που καίγεται ο τόπος, που θυσιάζονται άνθρωποι, μήπως και αλλάξουν τα πράγματα για το φτωχολόι»

Σαν την Ανδρομάχη τον ικέτεψα να αλλάξει γνώμη. «Τι θα απογίνουμε εμείς Σταύρο μου? Τι θα πούνε οι συγγενείς και οι συγχωριανοί. Δεν θα αντέξω να σε κακολογούν. Κι ύστερα, αυτό εδώ τι θα απογίνει?» τον ρώτησα σε μια απέλπιδα προσπάθεια δείχνοντας την κοιλιά μου. «Αυτό είναι που διαφεντεύει την απόφασή μου." μου αποκρίθηκε. Θέλω όλα τα παιδιά του κόσμου να ζήσουν σε μια καλύτερη κοινωνία, δίχως κατατρεγμούς, διακρίσεις και ανέχεια». Στα χρόνια που ακολούθησαν, τα βουτηγμένα στο μίσος, την αδερφοσφαγή και τη θανάσιμη καχυποψία, μεγάλωσε ο Πετράκης μου. Κάποτε το κακό έπαψε και οι καρδιές μαλάκωσαν, μα όχι για εμάς. Ο Πετράκης μου, ψηλός κι όμορφος, με περήφανη περπατησιά, ευγενικός και καταδεκτικός, πρόθυμος να συντρέξει στην ανάγκη του διπλανού του. Ίδιος ο Σταύρος μου. Άριστος στα μαθήματα, μα τι να το κάνεις. Μας το ξέκοψαν ότι, δεν θα είχε προκοπή. Ο φάκελος στην ασφάλεια για τον πατέρα του δεν χωρούσε σε συρτάρι. Κι έφυγε στα ξένα για να δει άσπρη μέρα. Μα εμένα μαύρισε η ζωή μου. Βλέπω κι αυτό το καψερό τη Σμαρούλα να μαραζώνει και πιάνεται η ψυχή μου.

Ο ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟΣ

Εξουθενωμένος γύρισε εκείνο το βράδυ, από τη συνάντηση ο Μανώλης. Η πολυήμερη απεργία, δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Για την εργοδοσία ο άνθρωπος και οι ανάγκες του δεν ήταν τίποτα. Οι απολύσεις εξακολουθούσαν να κρέμονται σαν δαμόκλειο σπάθη κι αυτό που του ζητούσαν τώρα, ήταν σκληρό κι απάνθρωπο. Τον άκουσα από την κουζίνα, ξαφνικά να εκρήγνυται «Μπαίνει ρε γυναίκα στο ζύγι, ο πόνος και η δυστυχία? Ποιος υποφέρει λιγότερο από τον διπλανό του και ποιός περισσότερο?» Το πρωί, ξύπνησε κακόκεφος κι ανόρεχτα έπινε τον καφέ του. Ξάφνου, φωτίστηκε το πρόσωπό του στη θύμηση του στίχου, από ένα ποίημα : "Αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς κι εσύ, πως θα γίνουν τα σκοτάδια φως?". Και πήρε την απόφαση. Μια απόφαση, για την οποία μπορούσε μπορούσε να υπερηφανεύεται πως δίκαια λέγεται ΑΝΘΡΩΠΟΣ.