12.3.23

Κούλα Αδαλόγλου, Χρυσόσκονη

Το βράδυ τη βρήκε να κολυμπάει στα πλούσια σκεπάσματα της Δωροθέας, η ευωδιά από την αγάπη της και από τη λεβάντα της σιφονιέρας της ήταν το καλύτερο χαλαρωτικό για την περίπτωση.
Μεγαλώνουμε ποτέ; Χόρτασε τον ύπνο, ξημέρωνε και σκεφτόταν με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι. Πάντα ψάχνουμε μια αγκαλιά να χωθούμε, όταν βρούμε τα σκούρα. Πού απαγκιάζουν οι μεγαλύτεροι; Η μάνα μου, ας πούμε. Ή η Δωροθέα. Ίσως σε μας, τα παιδιά τους, θέλουν να χαϊδευτούν. Μόνο που εμείς συνήθως τρέχουμε, κλεινόμαστε στα δικά μας και δεν έχουμε ούτε χρόνο ούτε ζεστασιά να τους δώσουμε. Δεν ήρθα σε σένα, μητέρα. Δεν θα μου νανούριζες την ανησυχία. Στη γιαγιά Δωροθέα έτρεξα. Κάτι λέει αυτό. Αναρωτήθηκα πολλές φορές τι είναι ευτυχία. Είσαι ευτυχισμένη, μητέρα, με το γάμο σου, τον φαινομενικά ισορροπημένο; Δεν θέλησες ποτέ περισσότερη ένταση από τον πατέρα, που τόσο εύκολα υποτάχτηκε στη δύναμή σου; Κι ο πατέρας; Ευτυχισμένος άραγε που φόρτωσε όλες τις πρωτοβουλίες σε άλλον, πάντα χαλαρός, ή αναγκάστηκε και πιέζεται, θα ξεσπάσει κάποια στιγμή; ποιος ξέρει. Ακυρώθηκες, πατέρα, δεν μπορώ να βασιστώ πάνω σου, μόλο που βλέπω στα μάτια σου την κατανόηση. Πάρε με μια φορά κατά μέρος και πες μου μια λέξη «τράβα το» ή «σταμάτα τις κουταμάρες», από σένα θα έχει αξία, δεν έχεις εμπλακεί στις συμβάσεις της μαμάς, γιατί δεν το κάνεις; Γιατί δε με βοηθάς; Τι είναι αγάπη;
Έρωτας, λέμε στην αρχή, γίνεται ύστερα αγάπη και φιλία. Ωραία τα βολέψαμε, κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι, θρησκεία. Κι αν δεν είναι έτσι; Και κάποιοι έρωτες είναι αλλιώτικοι απ’ τους άλλους; Κι αν αξίζει να τους ζήσεις, έστω κι αν δεν γίνουν στη συνέχεια αγάπη; Και ποιος το ξέρει αν δεν μείνουν πάντα έρωτες. Θυμάμαι τον Κοσμά Πολίτη, όταν διάβαζα με μανία λογοτεχνία στην εφηβεία μου. Ο έρωτας, για να μη φθαρεί, πρέπει να μη γίνει ρουτίνα. Οι πραγματικά ερωτευμένοι πρέπει να χωρίζουν. Δε συμφώνησα, από τότε. Ωστόσο έχω πάντα σφοδρή την επιθυμία να επισκεφτώ το Λεμονοδάσος στον Πόρο, ένα τάμα στον έρωτα. Και τώρα μου φαίνεται θα ακολουθήσω την αντίθετη πορεία, πίσω στην πρώτη αγάπη που δεν έζησα. Μεγαλώνουμε ποτέ; Η Δωροθέα κοιμάται σαν πουλάκι, ασφαλής από την παρουσία μου στο σπίτι. Θα ετοιμάσω πρωινό και θα τη φωνάξω. Έχω μια μεγάλη αγκαλιά να της δώσω. […]


Γυρίζοντας στο διαμέρισμά της μετά την επίσκεψη στη γιαγιά Δωροθέα και τα όσα διαδραματίστηκαν εκεί, η Ειρήνη νόμιζε πως είχε πάρει τις αποφάσεις της. Άνοιξε τον υπολογιστή της και βρήκε, ανάμεσα σε δεκάδες βλακείες και σκουπίδια για βιάγκρα, βελτίωση της ερωτικής επιθυμίας, ρολόγια και αγορές ευκαιρίας, να την περιμένουν δύο μηνύματα: ένα του Χάρη και ένα του Τέλη.
Το μέιλ του Χάρη:
Ειρήνη μου, σε φιλώ και θέλω να σου πω πως θυμάμαι με πολλή αγάπη τις ωραίες στιγμές που περάσαμε στον Αρμενιστή. Φυσικά, με ξέρεις καλά, δε θα σου έγραφα μόνο γι’ αυτό. Πιστεύω πως η απόφασή σου να χωρίσουμε ήταν βεβιασμένη. Πόσο μάλλον που τα δεδομένα άλλαξαν. Η μαμά δε ζει πια. Λυπήθηκα πολύ, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Ξέρω ότι κι εσύ θα στεναχωρηθείς, γιατί είσαι καλός άνθρωπος. Μη με πάρεις μόνο για να με συλλυπηθείς. Τηλεφώνησε ή στείλε μου μήνυμα, γιατί μπορούμε τώρα να κάνουμε μια καινούρια αρχή. Μια ζωή για τους δυο μας, όμορφη ζωή, χωρίς έγνοιες. Θα κάνουμε το καλύτερο ο ένας για τον άλλο. Τίποτα δεν υπάρχει για εμπόδιο ανάμεσά μας. Σε παρακαλώ, δες το ξανά κι ας ανταμώσουμε να τα πούμε και να σχεδιάσουμε το μέλλον μας.
Το μέιλ του Τέλη. Είχε έναν επισυναπτόμενο φάκελο. Με ένα παραμύθι.
Η χρυσόσκονη που σκότωσε την πεταλούδα. Ζούσε μια φορά, σε έναν πολύ όμορφο κήπο μια πεταλούδα. Ήταν πολύ όμορφη με πολύχρωμα φτερά. Την είχε αγαπήσει όλη η οικογένεια που είχε το σπίτι με τον κήπο. Μα πιο πολύ την αγαπούσε το παλικάρι της οικογένειας, την είχε ερωτευτεί. Μια μέρα κατέβηκε στον κήπο κρατώντας ένα κουτάκι. Έλα, της είπε, κι εκείνη κάθισε πάνω στο χέρι του. Είσαι τόσο όμορφη, σου έφερα ένα δώρο. Άνοιξε το κουτάκι κι ο τόπος έλαμψε. Είχε φέρει χρυσόσκονη! Θα σε στολίσω να γίνεις ακόμα πιο ωραία, λαμπερή, αστραφτερή, το πιο πολύτιμο και όμορφο πλάσμα στον κόσμο. Και την πασπάλισε με χρυσόσκονη. Τα φτερά της πεταλούδας έλαμψαν κάτω από τον ήλιο.
Όμως, αν βάλεις κάτι ξένο πάνω στα φτερά της πεταλούδας, χάνουν την ελαστικότητά τους και καταστρέφονται. Η όμορφη πεταλούδα βάρυνε, μαράθηκε και ύστερα από λίγο πέθανε.
Στο κυρίως μήνυμα έγραφε:
Ρηνούλα, γιατί δε με πήρες τηλέφωνο και ρωτάς από δω κι από κει για μένα; Λοιπόν, σου έγραψα αυτό το παραμύθι. Συγχώρεσέ με για τα λάθη που μπορεί να έχει, τα γράμματά μου ως γνωστόν είναι μέτρια. Δεν είμαι πεταλούδα, δεν ταιριάζει μάλλον σε άντρα, δε θέλω τη χρυσόσκονη κανενός. Προτιμώ την ελευθερία μου, ας πούμε σαν το πουλί. Φεύγω στο Λίβανο, με μια μη κυβερνητική οργάνωση, την Technical Aid, για να βοηθήσω στην ανασυγκρότηση της περιοχής. Έγινε τόσο κακό εκεί, που χρειάζονται άμεση βοήθεια. Αν θελήσεις λοιπόν ξέρεις πού θα με βρεις.Εσύ ζηλεύεις τη χρυσόσκονη;
Σε φιλώ, Τ.




Για δες πώς έρχονται τα πράγματα, μονολόγησε. Σαν να σε σπρώχνουν εκεί, στο βόλεμα, στο κοινωνικά αποδεκτό της μαμάς. Τι καλύτερη εκδοχή από αυτή του Χάρη; Νοικοκυρεμένη, καθαρή, ευθεία, χωρίς επικίνδυνες στροφές.
Γεια σου, βρε Τέλη. Το μήνυμά σου είναι σαφές. Θα σε σκέφτομαι. Θα’ ταν καλά να ’ρχόμουν μαζί σου, αλλά αυτή τη στιγμή δε γίνεται. Πτυχίο, ύστερα αγροτικό, ειδικότητα… Πού να τα αφήσω; Τι θα γίνω μετά; Τι μου λες για το παραμύθι; Το παραμύθι μου είσαι εσύ. Το παλικάρι που πάει να περάσει τα εμπόδια. Εδώ είμαστε, σε αυτό το σημείο. Αν θα πάρει την πριγκιποπούλα, αν θα συνεχίσει να την αγαπά, αν δε βρει κάποια άλλη στο δρόμο του, αν κι αυτή τον περιμένει, αυτό ακόμα δεν το ξέρουμε. Θα δείξει του απάντησε στο δικό της μέιλ. Ύστερα έκανε delete στο μήνυμα του Χάρη.

Ένα μάθημα μού έμεινε για το πτυχίο. Έντεκα εβδομάδες καταλήψεις, αυτήν τη χρονιά, με πήγαν πίσω. Δεν τα βάζω όμως με τα παιδιά. Ξέρουν τι κάνουν. Διαδήλωσα μαζί τους, ξενύχτησα στη σχολή για την περιφρούρηση της κατάληψης. Ξύπνησε το κομμάτι αυτό του εαυτού μου που είχε γεννηθεί με το Μάριο και φαινόταν πως είχε κλείσει με το χωρισμό μας και με το, ας το πούμε, ατύχημά μου. Με καθυστέρησαν, αλλά είχα καιρό να σκεφτώ. Έβαλα πάλι στη ζυγαριά τα θέλω από τη μια και τα πρέπει από την άλλη. Οι προσδοκίες των γονιών μου και οι επιθυμίες οι δικές μου. Η παλιά μου αγάπη για τις κοινωνικές επιστήμες. Και για την έρευνα. Και πού μπορούν να συνδυαστούν. Και ο περίγυρος: η ελληνική πραγματικότητα.
Τα χρόνια αναμονής για την ειδικότητα. Αβάσταχτα πολλά. Χάνεις το δημιουργικότερο κομμάτι της ζωής σου, μίζερα και υποταχτικά. Αποφάσισα να δω τι παίζει στο εξωτερικό. Περνώ άπειρες ώρες στο διαδίκτυο αναζητώντας σχολές και προοπτικές. 
Τα δεδομένα συγκλίνουν για Αγγλία ή Σουηδία. Στη Σουηδία, μάλιστα, μια ειδικότητα που συνδυάζει την ιατρική με την κοινωνική προσφορά, η ειδικότητα του οικογενειακού γιατρού σε νέα διάσταση, με συνεπαίρνει. Δε θέλω να μείνω σε άλλη χώρα, κάποια χρόνια μόνο, ας μην το σκέφτομαι όμως αυτό τώρα, γίνεται τροχοπέδη… Λέω να ετοιμάσω τα χαρτιά μου. Αύριο κιόλας.

(απόσπασμα)

Κούλα Αδαλόγλου, 
σελ. 112-113 και 117-121. 
Από τη συλλογή διηγημάτων 
Βγήκε ένας ήλιος χλωμός, εκδ. 
Ταξιδευτής, 2012