Σπασμένο καράβι νάμαι πέρα βαθιά έτσι να ’μαι –με χώρις κατάρτια με χώρις πανιά να κοιμάμαι.
Νάν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική γύρω γύρω,
με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί που θα γείρω.
Νάν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκράέτσι νάναι! –
και τα βράχια κατάπληκτα και τ’ αστέρια μακριά να κοιτάνε…
Δίχως χτύπο οι ώρες και οι μέρες θλιβέςδίχως χάρη –
κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μες σε νύχτες βουβές το φεγγάρι.
………………………………………………..
Έτσι νάμαι καράβι γκρεμισμένο, νεκρόέτσι να ’μαι –
σ’ αμμουδιά πεθαμένη και κούφιο νερό, να κοιμάμαι…