19.9.22

Δύο ποιήματα της Χλόης Κουτσουμπέλη-φωτο

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΙΟ ΑΝΑΛΑΦΡΗ ΖΩΗ

Άφησε και κάτι να πέσει κάτω.
Ένα φτερό δεν ζυγίζει όσο πέντε κότες.
Μη ξεπουπουλιάζεις κάθε μέρα απ' το πρωί της.
Καλλιέργησε λάχανα,
φουντωτά χαμόγελα-μορφασμούς στον κήπο.
Όσο για τους φίλους κοίτα,
τόσο πολλοί και πάντα γελαστοί,
συνωστίζονται με γλυκά στην είσοδο,
μαλώνουν ποιος θα χτυπήσει το θυροτηλέφωνο,
κάνουν πυραμίδα ο ένας στην πλάτη του άλλου
για να φθάσουν στο μπαλκόνι,
στοιβάζονται μέσα στο ασανσέρ,
όπως πτώματα σε τάφο ομαδικό.
Και πάψε να φοβάσαι το Στόμα
που ανοιγοκλείνει τις νύχτες
κοντά στο μαξιλάρι.
Είσαι ο μόνος που βλέπεις την Οδοντοστοιχία.
Ο μόνος που ακούς το τρίξιμο Δοντιών.
Άλλωστε υπάρχουν τα ποιήματα.
Κάποιοι λεν πως αν γαντζωθείς απ' τα τοιχώματα
η Γλώσσα δεν σε αρπάζει.
Αγνόησε ότι η τούρτα κάθε χρόνο χάνει ένα κεράκι
ότι η ροζ της σάρκα τα αφομοιώνει
ότι η σαντιγί έχει γεμίσει λάκκους.
Και επιτέλους ασχολήσου με τη γυμναστική.
Μάθε να πηδάς πάνω απ' το κενό.





* * *




ΞΑΦΝΙΚΑ ΑΓΑΠΗΣΑ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ

Όταν το φεγγάρι ασπιρίνη
διαλύθηκε
όταν τα κόκκαλα του πατέρα
στην υδρία έτριξαν,
όταν τα επτά αδέλφια είχαν φυτευτεί
σε επτά λάκκους στον λαχανόκηπο
και ξεπρόβαλαν μόνο τα κεφάλια τους,
στο πατρικό έμεινα μόνη εγώ με την μητέρα.
Έτρεχα γύρω απ' το ίδιο δέντρο
ώσπου να λιώσουν
τα κίτρινα από βούτυρο παπούτσια μου
ενώ η μητέρα διατηρούσε παράνομη σχέση
με έναν νάνο που τον φώναζε χρόνο
γιατί χάραζε με ρυτίδες τις πατούσες της.
Την όγδοη μέρα του όγδοου μήνα
νοστάλγησα ξαφνικά το στήθος της
θέλησα να ρουφήξω το γάλα και το αίμα της.
Ο νάνος όμως έξω απ΄την κρεβατοκάμαρα
κρατούσε μια γυάλινη σφαίρα κι ένα σφυρί στο χέρι.
Πρώτον, μου είπε σοφά, πρέπει να σπάσεις τον κύκλο.
Δεύτερον, η μητέρα έφαγε μέσα απ' το βάζο
την παιδική σου ηλικία.
Τρίτον και σπουδαιότερο,
οι τρύπες που άνοιξαν τόσα χρόνια οι αρουραίοι στο χώμα
δεν καλύπτονται με μαρμελάδα σ' ένα ποίημα.