5.7.22

Ματωμένος Γάμος, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα....Απόσπασμα

ΛΕΟΝΑΡΔΟ
Είναι αργά τώρα . Σώπα! Γιατί μας κυνηγάμε, το βλέπεις, κι αλλιώς δε γίνεται. Άιντε, πάμε!
ΝΥΦΗ
Μα με το ζόρι θέλεις να `ρθω;
ΛΕΟΝΑΡΔΟ
Ποιο ζόρι; Ποιος κατέβηκε πρώτος στη σκάλα;
ΝΥΦΗ
Εγώ. Το ξέρω.
ΛΕΟΝΑΡΔΟ
Ποιος έβαλε καινούρια γκέμια στ` άλογο;
ΝΥΦΗ
Εγώ. Είν` αλήθεια.

ΛΕΟΝΑΡΔΟ
Ποια χέρια μου φόρεσαν τα σπιρούνια;

ΝΥΦΗ
Τούτα τα χέρια, που είναι δικά σου, μα σα σε βλέπω, θέλω με τούτα όλες τις φλέβες σαν τις γαλάζιες και το μουρμούρισμα τους να λιώσω. Σ` αγαπώ! Σ` αγαπώ! Αλλά φύγε! Γιατί αν μπορούσα να σε σκοτώσω, θα σε σαβάνωνα σε μια κάσα και θα κεντούσα το σάβανο σου με μανουσάκια και με βιολέτες. Αχ, τι κακό, τι φωτιά το κεφάλι μου ανάβει!

ΛΕΟΝΑΡΔΟ

Τι σπασμένα γυαλιά μου τρυπάνε τη γλώσσα! Γιατ` έχτισα να σε λησμονήσω πέτρινο τοίχο μπροστά στο σπίτι μου να με χωρίζει από το δικό σου. Αλήθεια λέω. Δεν το θυμάσαι; Κι όταν σε είδα από μακριά έριξα σκόνη μέσα στα μάτια μου. Μα σαν καβάληκα τ` άλογο μου εκείνο μ` έφερε μπρος στην πόρτα σου.
Τότε καρφίτσες μαλαματένιες μπήκαν στο αίμα μου κι έγινε μαύρο, κι άμα κοιμήθηκα το κορμί μου αγκάθια γιόμισε και τριβόλια. Αν φταίει κάποιος, δεν είμ` εγώ, αν φταίει κάποιος, είναι η γη κι η ευωδιά που ξεχύνεται από τα στήθια και τις πλεξούδες σου.

ΝΥΦΗ

Αχ, τι τρελή, τι τρελή! Στο λέω, να μοιραστώ δε θέλω μαζί σου ούτε κρεβάτι ούτε ψωμί, κι όμως δεν είναι μια στιγμή που να μπορώ να ζω μακριά σου. Γιατί με διώχνεις κι εγώ μένω, μου λες να φύγω, μα με σέρνεις σαν αχερόκλωνο του αγέρα. Σκέψου, παράτησα έναν άντρα μ` όλο το σόι του στη μέση, κι έφυγα πριν τελειώσει ο γάμος με το στεφάνι στο κεφάλι. Όμως εσένα θα σκοτώσουν, εσένα! Κι έρχονται.
Άσε με μόνη! 
Φύγε, φύγε!
 Κανείς δεν είναι να σε σώσει.

ΛΕΟΝΑΡΔΟ

Πουλιά της χαραυγής ξύπνησαν και φτερουγίζουνε στα δέντρα.
Η νύχτα αργοπεθαίνει τώρα πάνου στου λιθαριού την κόψη. Πάμε να βρούμε μια γωνιά όπου θα σ` αγαπώ για πάντα, και δε με νοιάζουν οι άνθρωποι με το φαρμάκι που χύνουν.

ΝΥΦΗ

Κι εγώ θα κοιμηθώ στα πόδια σου. για να φυλάω τα όνειρα σου. Γυμνή, κοιτάζοντας τον κάμπο,
σα σκύλα. Γιατί σκύλα είμαι!
Γιατί στα μάτια σε θωρώ κι η ομορφάδα σου με καίει.

ΛΕΟΝΑΡΔΟ

Η μια φωτιά βρίσκει την άλλη.
Η ίδια η φλόγα τα σκοτώνει μαζί δύο στάχυα αδελφωμένα. Πάμε! (Την τραβάει).

ΝΥΦΗ
Πού με τραβάς;

ΛΕΟΝΑΡΔΟ
Εκεί που δεν μπορούν να `ρθούνε
όσοι μας κυνηγάνε τώρα. Εκεί που θα μπορώ να σε κοιτάζω!

ΝΥΦΗ
Στα πανηγύρια να με γυρίζει
να `μαι ντροπή κάθε γυναίκας,
κι οι άνθρωποι να με κοιτάνε με τα σεντόνια του γάμου μου σα φλάμπουρα στον αέρα.

ΛΕΟΝΑΡΔΟ
Το ξέρω. Έπρεπε να σ` αφήσω αν είχα νου για να σκεφτώ.
Μα από κοντά σον δεν μπορώ να φύγω πια.
Κι εσύ, το ίδιο. Δοκίμασε. Καν` ένα βήμα.
Καρφιά τον φεγγαριού κάρφωσαν τη μέση μου με τους γοφούς σου.