"Είπαμε - ένας αέρας φυσούσε.
Η δημοσιά φιδοσέρνονταν ατέλειωτη - σαν μιά αιωνιότη - στον κάμπο. Εβούιζαν οι καλαμιές, κρύο έκανε.
Κι αυτός προχωρούσε.
Ήταν παραδομένος στο δρόμο του, σαν ο στραβός στο αιώνιο σκοτάδι· επήγαινε - όλο επήγαινε - σαν μια ψυχή μες' την ερημία του χρόνου.
Τον είχαν παρεξηγήσει οι ανθρώποι· η σκόνη τον είχε κάμει ολόασπρο, κι ο δρόμος - αχ θεέ μου - ο δρόμος ποτέ δε θα τέλειωνε. Δεν αιστάνονταν τίποτε· μήτε χαρά μήτε λύπη· αδιάφορος ήτανε κ' ήσυχος· γιατί; μήπως δεν ήταν η δημιουργία στη θέση της; ή μην είχε αντίρηση για το νόμο της έλξης; η σιωπή τον εγνώριζε, οι νύχτες τον ξέραν· ήταν της ερημιάς αυτός άνθος...
Ο κόσμος αργά· τα πράγματα αφημένα στο πάει τους· να δημιουργούνται οι ορίζοντες· να γεννιέται - μούλος - ο χρόνος· οι τόποι, οι εποχές να πηγαίνουνε. Ξέρετε πως περπατάνε στη γη; να, πηγαίνουν· τίποτ' άλλο· πηγαίνουν σε προυπαντάνε τα όρια σε ακολουθάν πίσω οι δρόμοι - οι πολιτείες - σου τραγουδάνε βαθιά. Έχει ένα χτύπο το χάος· έχει ένα σφυγμό το κενό· και μόνο οι ώρες σωπαίνουν· και μόνο οι καιροί δε μιλούν. Η αιωνιότη σε κοιτάζει και σκέφτεται· τα πλάτη, οι απόστασες, είναι αφιερωμένα στο βάδι σου· αναθυμιάζει μ' ευλάβεια κατ' απ' το βήμα σου η γη.
Έτσι πάνε· όλο ίσα και ντρίτα· άκρη άκρη στις σιδεροτροχιές, στα ποτάμια, άκρη-άκρη στους ωραίους γιαλούς· πάντα δημοσιά κι όλο κάμπο· δεν ανεβοκατεβαίνουν τα βήματα, δεν πάνε οι στράτες λοξά· για σένα δεξά ή ζερβά να διαβαίνουν τα όρη, να εξελίσσονται οι θάλασσες· ή καμπύλη, ή ευθεία, αλλά τι καμπύλη; Όση η γη. Και τι ευθεία; Όσο ατέρμονη είναι η πλήξη των όρνιων και το τέρμα των τραίνων που κουβαλάν το χιονιά... κι ο κόσμος αργά· η αιωνιότη πιστώνει. Η φυγόκεντρη δύναμη ας είναι ένα παραμύθι των κύκλων, και μόνο μια ψείρα νάσαι συ στις στροφές· έτσι· έτσι όπως πάνε οι δρόμοι μονάχοι τους έτσι όπως στέκουν τα βράχια.
Και αυτός προχωρούσε..."