13.12.21

Μάνος Ελευθερίου, "Ποιήματα"

ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΕΓΡΑΦΑ
Την ώρα που έγραφα το μαύρο τ’ όνειρο
της νύχτας
το λευκό χαρτί σιγά σιγά καιγότανε στην άκρη.
Σιγά σιγά κι από τη άκρη γίνηκαν κι όλα τ’ άλλα.
Ώσπου με πνίξαν οι καπνοί
κι έμεινα δίχως σπίτι.

(Τα όρια του μύθου, 1975)


Η ΓΡΙΑ ΓΟΡΓΟΝΑ
Πώς είναι μια γριά γοργόνα; Πώς είναι τώρα
που βαριέται να ρωτάει
που ξέρει το παιχνίδι του καιρού κι αναγνωρίζει
λάθη και συμβάσεις
και με φανταστικές κινήσεις εννοεί
ό,τι ρωτούσε πάντα;
Πάντα και πάντα ό,τι ρωτούσε και πώς είναι
όταν σε γύρευε μες στις σπηλιές του ύπνου
μες στα χαράματα του πόντου και στα τρελά νερά
παίζοντας με κόκαλα πνιγμένων
τυφλή, κουφή, ξεδοντιασμένη, με ρευματισμούς,
πώς είναι μια ζωή γονατισμένη
τώρα που η δίκαιη κλεψύδρα μένει ακίνητη
καρφωμένη μέσα στο χρόνο της που περιέχει
ή με τα δώρα κάποιου που γερνάει μόνος του στα καφενεία και στα πορνεία
κυνηγημένος από σένα κι από φιλιά φαντάσματα
μ’ ένα κορμί που το κατάντησες σαν λατομείο
και δεν ελπίζει να το κοιτάξεις
ή προς το βράδυ να ξεδιαλύνεις τον προσφυγικό του ύπνο
τώρα που σ’ αιχμαλώτισαν άλλοι καθρέφτες κι άλλα φώτα
και δεν υπερασπίζεις πια το σώμα σου·
ανακαλύπτεις τους καθρέφτες μες στο σώμα σου
ή σκουριασμένα σύνεργα ενός παλιού μηχανουργείου
και λες μεταμορφώσεις είναι, τίποτ’ άλλο.
Το ξέρει αυτός, ο συγγενής του κόσμου,
αυτός που είδε αμαρτίες κι αμαρτίες,
στρατούς, παραλυσίες και φυλές,
το ξέρει αυτός πως η ψυχή έχει δικές της αποφάσεις
κι άλλους δρόμους. Πώς δεν σ’ το δίδαξε;
Πώς είναι όμως δίχως φάρμακα ε κ ε ί ν η
ελπίζοντας μια κάμαρα σ’ ένα γηροκομείο
την Κυριακή επισκέψεις από γέρους ναυτικούς
γιατί πια τώρα το ’μαθε καλά
το άλλο μισό του ανθρώπου είναι
το παραμύθι αλλά κι εσύ γιατί να της παραφερθείς
αφού κοντά της βούλιαξες ολόκληρος
και μόνο το τραγικό σου χέρι φαίνεται
να κρατάει, σαν ψάρι, σπαρταρώντας,
την ψυχή σου.

Τ’ ΟΝΕΙΡΟ-ΓΥΑΛΙ

Σε τούτο το φριχτό πηγάδι
πέταξα τη μαύρη πέτρα
πριν γίνω τ’ όνειρο-γυαλί
γιατί τα σύμβολα σιγά σιγά ξεφτίζουν
κι οι αναμνήσεις έρχονται καιόμενες
γυναίκες.
Σε μια πατρίδα γονατισμένη
με τόσα ερείπια αισθήματα
τόση σπατάλη σε όρκους και υποσχέσεις
σε ξεπεσμούς ανθρώπων που λογάριασες
ένα κομμάτι γυαλί σπασμένο
είναι η γλώσσα μου.
Ό,τι να πει ματώνει.
(Το μυστικό πηγάδι, 1983)


ΕΠΑΡΧΙΑ
Ζω σε μια πόλη ξεπεσμένου ελληνισμού.
Αγγίζοντας κι εγώ το χρόνο κάποτε
μιας φονικής χαράς
τινάχτηκα σα ν’ άγγιξα ηλεκτροφόρα σύρματα.
Σ’ αυτό τον τόπο που τρέχουμε όλοι πανικόβλητοι
σαν τα παράνομα ζευγάρια σ’ ένα φλεγόμενο ξενοδοχείο.

(Αναμνήσεις από την όπερα, 1987)


Πηγή:
«Α. Ευαγγέλου - Γ. Αράγης, Δεύτερη Μεταπολεμική Ποιητική Γενιά (1950-2012) - Ανθολογία», εκδ. Gutenberg (β΄ έκδοση, συμπληρωμένη), Μάρτιος 2017.