Μέτρησε πόσοι ἐμείναμε!
Οἱ ἄλλοι πεθαμένοι
μὲς στὰ λαγκάδια σέρνονται
νεκροὶ καὶ λαβωμένοι!
ἂταφ᾿ ἀμοιρολόητα
σέπονται τὰ κουφάρια
στοῦ λόγγου τὰ χορτάρια.
Ὄρνια καὶ λύκοι ἐχόρτασαν
τὰ μαῦρα κρέατά μας.
Συγχώρεσε, συγχώρεσε,
Πλάστη, τὰ κρίματά μας!
Καὶ τώρα ποὺ θὰ νά ῾λθωμε
κ᾿ ἡμεῖς στὴν ἀγκαλιά σου,
δέξου μας σὰν παιδιά σου!
Καὶ κοίταξε τὰ χέρια μας
τώρα σ᾿ ἐσὲ σκωμένα
πῶς εἶν᾿ ἀπὸ τὸ ἄπιστο
τὸ αἷμα λερωμένα,
κ᾿ εὐχαριστήσου, Πλάστη μου,
καὶ πές: «Εὐλογημένοι,
πιστοί μου ἀνδρειωμένοι!»
Τώρα τὸ Σούλι ἀπέθανε.
δὲν ἔμειν᾿ ἕνα χέρι
ποὺ νὰ μπορῇ στὰ δάχτυλα
νὰ σφίξῃ τὸ μαχαίρι...
Πατέρα παντοδύναμε,
γενοῦ σ᾿ ἐμᾶς πατρίδα,
ἄλλη δὲν ἔχω ἐλπίδα.
Ἐκεῖ ψηλὰ στὸ θρόνο σου,
στὴν τόση βασιλεία,
δῶσε σ᾿ ἐμᾶς τοὺς δύστυχους
μικρὴ μία κατοικία,
νὰ μοιάζη μὲ τὸ Σούλι μας
καὶ δῶσε μου ἕνα βράχο
κ᾿ ἐκεῖ τὸ Κούγκι νά ῾χω.
Χῶμα στὸ Σούλι ἐλεύθερο
γιὰ νὰ ταφῶ δὲ μένει.
ἐλέησόν με, Πλάστη μου,
συγχώρεσε νὰ γένῃ
τὸ Κούγκι μου ἡ ἐκκλησιά,
τὸ Ἱερό σου Βῆμα
τοῦ Σαμουὴλ τὸ μνῆμα.
Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879): ἐπικολυρικὸς ποιητὴς καὶ πολιτικὸς
ἀπὸ τὴν Λευκάδα, ἐμπνεόμενος κυρίως ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καί ἀπό τή δημοτική ποίηση.