Μήπως η θλίψη δεν είναι παρά μετριασμένη κατάθλιψη; Δεν υπάρχει κατάπτωση, πτώση μέσα στη θλίψη. Ζήτημα διάθεσης, κατάστασης: η στάθμη της διάθεσης είναι χαμηλή. Ούτε καλή ούτε κακή. Επιδίδομαι στις ασχολίες μου, κενός.
Νεκρός χρόνος. Όσοι μισούν τις Κυριακές, τις «γιορτές», τους άδειους δρόμους, τα κατεβασμένα ρολά των μαγαζιών, τον βαρύ ουρανό.
Η θλίψη σκοτώνει τη φαντασία.
Μάλλον συγχέω τη θλίψη με την πλήξη, αυτές τις δύο μορφές άρνησης. Όταν είμαι θλιμμένος, σημαίνει ότι μου αρνήθηκαν κάτι. Όταν βυθίζομαι στην πλήξη (αν και προτιμώ τη σκέψη ότι αυτή με πλήττει), εγώ είμαι εκείνος ο οποίος αρνείται οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι δώρο.
Taedium vitae, χειρότερο κι από την αηδία: δεν έχω όρεξη για τίποτε. Γεύομαι τη ζωή, απολαμβάνω: καθεμιά αίσθησή μας μπορεί να γίνει όργανο απόλαυσης. Παραδόξως, οι ζωγράφοι νεκρών φύσεων είναι εκείνοι που αποκαθιστούν για χάρη μας την εφήμερη γεύση των πραγμάτων. Κι ο Βουιγιάρ, τη γεύση όλων εκείνων που μας περιβάλλουν.
Υπάρχει τίποτα πιο θλιβερό από ένα θλιμμένο παιδί; Ποιος του έκοψε τη φόρα;
Ένα παιδί πλήττει: σημαίνει πως έπαψε να πιστεύει στη δύναμη της αυταπάτης. Ξάφνου σταματά το παιχνίδι. Όχι όμως για να πάει να μελετήσει τα μαθήματα που απαιτεί το σχολείο. Όχι, τίποτα δεν το ελκύει. Προοιωνίζεται τον αργόσχολο άνθρωπο.
Jean-Bertrand Pontalis, «Παράθυρα», Εκδ. ΕΣΤΙΑ (απόσπασμα)
Πίνακας: Edouard Vuillard, The salon of madame Aron