17.10.21

Ν. Γ. Πεντζίκης – Ο λόγος ουσία και όχι σχήμα

Πόσο βαθιά είναι ριζωμένη μέσα μας η ψευδαίσθηση ότι ο νεκρός μπορεί ακόμα να νιώσει την αγάπη μας, ενώ αντίθετα είμαστε εμείς που νιώθουμε το ασήκωτο βάρος της ανυπαρξίας του! Η βασική επιδίωξη του έργου του Πεντζίκη...στο σύνολό του είναι ακριβώς η κατάργηση του θανάτου με την ανάσταση, η γεφύρωση του χάσματος και η αποκατάσταση της επικοινωνίας μεταξύ νεκρών και ζωντανών με την παραμυθία της ορθόδοξης πίστης που απάλυνε την αυστηρότητα του ιουδαϊσμού.

Ο Πεντζίκης δεν έγραφε μονάχα με το νου, αλλά με όλες τις αισθήσεις του. Από αυτές υπερτερεί αναμφισβήτητα στα κείμενά του η όραση, που έχει και τα πρωτεία. Εξάλλου, εκτός από λογοτέχνης, ο Πεντζίκης ήταν επίσης ζωγράφος και τεχνοκρίτης. Στον Πεθαμένο και την ανάσταση αναφέρει ότι την ώρα που σκέφτεται παρακολουθεί τη μύτη του μολυβιού του που «γράφει λιπαρά, μαύρα». Εκτός από μολύβι, χρησιμοποιούσε κονδυλοφόρο με πενάκι. Οι μακριές αλυσιδωτές σειρές των όρθιων, στρογγυλών γραμμάτων του, όπου περισσεύουν οι σπειροχαίτες της περισπωμένης και ξεχωρίζει το ιδιόμορφο π, θυμίζουν κέντημα. […]

Το ημιδιαπερατό διάφραγμα της βιτρίνας και της τζαμόπορτας του φαρμακείου του επέτρεπε μιαν όσμωση μεταξύ των διαδραματιζομένων στην Εγνατία (στην περιοχή υπήρχαν, εκτός των άλλων, ένα καφενείο, ένα βιβλιοπωλείο και δύο γραφεία τελετών) και του γραπτού λόγου που ο συγγραφέας αράδιαζε στο χαρτί. Πότε πότε η είσοδος ενός πελάτη διέκοπτε τη ροή της αφήγησης. Ένα από τα ζητήματα που τον απασχολούσαν τότε ήταν η ενσωμάτωση του τυχαίου περιστατικού στο ουσιώδες της αφήγησης. Το περιβάλλον, στο οποίο κάθε φορά δημιουργεί, διαπερνά πάντα τις σελίδες του Ν. Γ. Πεντζίκη. Το μυθιστόρημά του Ο πεθαμένος και η ανάσταση, γι’ αυτούς κυρίως που γνώρισαν τα μέρη όπου γράφτηκε, αποτελεί και την ανθρώπινη ιστορία και γεωγραφία τους και αφορά ένα κομμάτι της Θεσσαλονίκης. Με το Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης το σκηνικό αλλάζει. Βρισκόμαστε στην Κασσάνδρα, την πρώτη απόληξη της χερσονήσου της Χαλκιδικής, την οποία διασχίσαμε οι δυο μας σχεδόν ολόκληρη πεζή το 1953. Στον Πεντζίκη άρεζαν οι μετακινήσεις, οι πεζοπορίες και η διαμονή στην ύπαιθρο, κάτι που, ευτυχώς, το συμμεριζόταν και η γυναίκα του. Είχε βρει και σε μένα έναν φανατικό χρήστη του «αλόγου του Αγίου Φραγκίσκου», όπως αποκαλούν οι Ιταλοί τα πόδια. Για να τον συνοδέψω από τη Νέα Σκιώνη, όπου παραθερίζαμε, στη Βάλτα, όπου θα έπαιρνε το λεωφορείο για τη Θεσσαλονίκη και να γυρίσω, χρειαζόμουνα οκτώ με δέκα ώρες περπάτημα. Ευτυχώς το κασσανδρινό τοπίο είναι ιδιαίτερα απαλό. Τον Αύγουστο, όμως, η ζέστη ήταν αφόρητη και το νερό σχεδόν ανύπαρκτο, πηγαδίσιο και γλυφό. Οι μακρινές μας διαδρομές συνοδεύονταν από ατέλειωτες αγορεύσεις του Νίκου για ποικίλα θέματα, που αρχίζανε πάντα κατά κάποιο τρόπο από κτίσεως κόσμου και διαρκούσαν χιλιόμετρα κουραστικής πορείας από ανώμαλα μονοπάτια. Η αγάπη του για τον τόπο όπου ζει του προκαλεί την επιθυμία μιας σωματικής και πνευματικής ταύτισης με το τοπίο. Είναι κι αυτό μια προσπάθεια διαστολής και εκμηδένισης τού εγώ, που μας έκανε και τους δύο να πλησιάζουμε τη φύση με ταπεινοφροσύνη και ευλάβεια.

[…]

Ο Πεντζίκης αντίθετα απέρριπτε το αίσθημα, τις ιδεολογίες και τις ιδέες, που, ψευτοαγγλοπροφέροντας, τις αποκαλούσε περιπαικτικά «αηδίες». Όπως έλεγε και ο φίλος καρδιολόγος και ζωγράφος Άγγελος Καλογερόπουλος, η γενιά μας υπήρξε θύμα όλων των ιδεολογιών. Έπαιξαν, εκτός των άλλων, και το ρόλο ενός φοβερού Προκρούστη. Ο Πεντζίκης μισούσε τις αφηρημένες έννοιες. «Όταν ο Θεός καταντά ιδέα, του δίνεις μια κλωτσιά και τον βγάζεις απ’ τη μέση» έλεγε, περίπου, σε κάποια αντιιδεαλιστική του έξαρση. Από αυτή τη στάση απορρέει και η αγάπη του για τους αγίους, τα θαύματα, τις παραδόσεις, τη μεταφυσική όψη των πραγμάτων και της πραγματικότητας. Αποτελούν γι’ αυτόν χειροπιαστές αποδείξεις και οφθαλμοφανή επιχειρήματα αφανών αξιών και της εν Χριστώ αληθείας. Αυτό, ωστόσο, τον οδηγεί μοιραία, π.χ. στην Πραγματογνωσία, σε μιαν ανέλιξη του μύθου, που αρχίζει ρεαλιστικά, αλλά οδηγείται στην υπέρβαση, περιχαρακώνοντας και περιορίζοντας την αφηγηματική του δεινότητα.

Λιγότερο στον προφορικό και περισσότερο στον γραπτό του λόγο, ο Πεντζίκης προσπαθούσε να δώσει στις λέξεις μιαν υλική υπόσταση, έτσι ώστε να πάψουν να αποτελούν απλώς ένα flatus vocis και να καθίσταται ο λόγος ουσία και όχι σχήμα. Ωστόσο η έλλειψη συνεκτικού ιστού τον οδηγούσε συχνά σε ένα διασκορπισμό των στοιχείων, ιδίως του προφορικού του λόγου, ή σε μια ξερή παράθεση δεδομένων. Όταν προσπαθούσε να σου μεταδώσει τις απόψεις του, η επιμονή του ήταν συχνά περισσότερη από τα επιχειρήματα. Γενικά η ανάπτυξη των πεποιθήσεων, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως το πιστεύω του ή η κοσμοθεωρία του, δεν διέγραψε μια εξελικτική πορεία. […] Επιπλέον η τάση του, μιλώντας, να ξεστρατίζει και να απομακρύνεται από το θέμα αντί να το πλησιάζει, δεν εξασθενεί αλλά εντείνεται με τα χρόνια. […]

Ο Πεντζίκης δεν φιλοδοξούσε να αποκτήσει υλικά αγαθά. Δεν είχε σχεδόν κανένα προσωπικό αντικείμενο. Είναι αλήθεια ότι το φαρμακείο που κληρονόμησε απ’ τον πατέρα του τον βοήθησε σημαντικά στο ξεκίνημά του. Με την κακή του όμως διαχείριση το οδήγησε στη χρεοκοπία. Αδιαφορούσε για την κοινωνική καταξίωση όσο και για τη δημόσια προβολή. Τα χρήματα τα έβλεπε μονάχα σαν μέσο για να κάνει το κέφι του. Ήταν σπάταλος και γενναιόδωρος, αν και στα τελευταία χρόνια του κάπως ιδιόρρυθμος, όπως άκουσα, στις δοσοληψίες του. Δενόταν, έστω και μόνο προσωρινά, με ένα σωρό μικροπράγματα, χωρίς αντικειμενική αξία, αδιάφορα για κάθε τρίτο, που αποτελούσαν όμως γι’ αυτόν αφορμές, αν όχι πηγές έμπνευσης. […]

Ο Πεντζίκης έλεγε συχνά ότι δεν θεωρούσε τον εαυτό του έξυπνο. Είναι αλήθεια ότι, παρά την τεράστια μόρφωσή του, που περιελάμβανε, μάλιστα, ποικίλους τομείς, δεν ήταν ένας ταχυδακτυλουργός εννοιών. Οι συλλογισμοί του δεν ήταν σαφείς και ευθύγραμμοι, αλλά θολοί και δαιδαλώδεις. Έδινε ενίοτε την εντύπωση του τυφλού που φθάνει στον προορισμό του ψηλαφητά, ερευνώντας, σε κάθε βήμα, το έδαφος με το μπαστούνι του. Όμως αυτή η περιπλάνησή του είχε το προνόμιο της απόλυτα προσωπικής και ολότελα μη συμβατικής προσέγγισης και πορείας προς την εκάστοτε αλήθεια. […]

Ως συνομιλητής δεν επιδίωκε το διάλογο. Εκείνο που ουσιαστικά τον ενδιέφερε ήταν να σε καθηλώσει και να σε μυήσει στον κόσμο του με μιαν ατέλειωτη όσο και συχνά ανερμάτιστη επιχειρηματολογία. Μια παιδική παρορμητικότητα τον έκανε να μην ελέγχει πάντοτε αυτά που έλεγε. Του άρεζε να τραβάει την προσοχή, αδιαφορώντας για τον τρόπο. Μια ενδόμυχη ανασφάλεια τον καθιστούσε συχνά επιθετικό. Δεν υπήρχαν αναστολές και καθωσπρεπισμοί ικανοί να τον εμποδίσουν να πει τη γνώμη του. Είχε μεγάλη παρατηρητικότητα. Μια παρατήρησή του μπορούσε να σου ανοίξει τα μάτια, αλλά και να σε εξευτελίσει ή να σε πληγώσει. Ο εγωκεντρισμός του, η ζήλια του και ο ευέξαπτος χαρακτήρας του δημιουργούσαν καμιά φορά δυσάρεστες καταστάσεις. Δεν σήκωνε, όπως λένε, «μύγα στο σπαθί του». Ο έρωτας τον οδηγούσε σε παραλογισμούς και ακρότητες. Η αγάπη του μπορούσε να σε πνίξει. Με λίγα λόγια, δεν ήταν εύκολος χαρακτήρας. Όμως αυτά τα ελαττώματα υπερσκελίζονταν από τη γενναιοδωρία του, την πνευματική του πληθωρικότητα και το καλλιτεχνικό του ανάστημα, που όμοιά τους δεν έχω ξανασυναντήσει.

[…] Ο θάνατος, που αντιμετωπίζεται σήμερα ως ένα απλό περιστατικό, αποτελεί για τον Πεντζίκη ουσιαστικό στοιχείο της ζωής, η οποία μέσα από το πρίσμα του αποκτά μιαν άλλη, την πραγματική της υπόσταση. Και οι νεκροί, που εξακολουθούν να είναι παρόντες, καθιστούν περισσότερο σχετική και λιγότερο επώδυνη την ύπαρξή μας, απαλλάσσοντάς την από μιαν αδικαιολόγητη αγωνία με την παρήγορη αποδοχή των διδαγμάτων της ορθοδοξίας.

*Αποσπάσματα από άρθρο του Τσέχου την καταγωγή Καρόλου Τσίζεκ (1922-2013), ζωγράφου, μεταφραστή και λογοτέχνη, εξέχουσας καλλιτεχνικής φυσιογνωμίας της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης. Το εν λόγω άρθρο έφερε τον τίτλο «Δασκάλου μνήμη» και είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «διαβάζω» (τεύχος 407, Μάιος 2000).

Ο θεσσαλονικιός πεζογράφος, ποιητής και αυτοδίδακτος ζωγράφος Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (Ν. Γ. Πεντζίκης) γεννήθηκε στις 17/30 Οκτωβρίου 1908 και απεβίωσε στις 13 Ιανουαρίου 1993.