Θα πεθάνω μόνος
θαναι ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μεσα στην φθινοπωρινη μου κάμαρα
με τους γέρικους λερωμένους τοίχους
Αραγε στη ημιθανή αγωνία μου με το στήθος βαρύ
Θε ν’ ακούω τη βροχή και τους θόρυβους που σκορπά
ο επαρχιακός μας δρόμος και η στερνή ετούτη συφορά;
Σαν θα πεθάνω μόνος
θα ναι ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
ή θα ναι μήπως ένα παγερό μουγγό βράδυ Δεκέμβρη
σε ένα σπίτι κάπου μακριά απ το φαρμακείο του Δαμβέργη
θα ναι ανάμεσα σ’ έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία
η Θα με βρουν στο κρεβάτι μου, ο γιατρός, και μια κυρία
Θα με βάλουν σε σάβανο μέσα σ’να πορτοκαλί φορείο
Θα με θάψουν σαν άνθρωπο με μεικ απ και μνημείο;
Θα γινώ ένα σύννεφο δίχως ύλη και σώμα
Θα αγγίζω θα χάνομαι σαν τη σκόνη στο δώμα
Θα ναι Πέμπτη ή Σάββατο δεν το ξέρω ακόμα
Πριν έρθει ο Θάνατος τα πάντα φωνάζουν
μα σαν Φτάσει ο θάνατος τα πάντα θα σκάσουν
Θα ρωτήσουν οι φίλοι μου μα που χάθηκ’ εκείνος
Μια στιγμή θα κοιτάξουνε ο καθένας τον άλλον,
το κεφάλι περίλυπα θα κουνήσουν και σ άλλο
της ζωής τους περίφημα θα χαθούνν περιβάλλο
Μαύρη πέτρα πάνω σε μια μαύρη πέτρα
Θα πεθάνω στο πουθενά και θαναι παγωνιά
μια μέρα της οποίας την ανάμνηση ποτε δε θα έχω
Ο Καίσαρ Βαγιέχο πέθανε, γιατί έτσι θα με λένε
η μοναξιά, η βροχή, οι δρόμοι…
δεν θα κλαιν θα μιλούνε και θα σβήσω
σαν όλους μας στον μικρό στενό δρόμο
δίχως ύλη ταυτότητα και την αγάπη στο ώμο
Συλλογή: Κρατικό βραβείο
Πηγή:https://stratesfabbros.wordpress.com/