Αποφασιστικής σημασίας για την πιθανότητα να έχει οποιοδήποτε μέλλον το ίδιο το ελληνικό έθνος συνιστά το δημογραφικό ζήτημα. Με την κατάρρευση των γεννήσεων (οι θάνατοι το 2019 ξεπέρασαν κατά σχεδόν 40.000 τις γεννήσεις), η οποιαδήποτε ανάταξη του Ελληνισμού κινδυνεύει δραματικά από τη δημογραφική συρρίκνωση που απειλεί κυριολεκτικά να τον εξαφανίσει.
Στη δεκαετία του 1990, οι μεταναστευτικές εισροές πληθυσμών, εν πολλοίς ενσωματώσιμων πολιτισμικά στην Ελλάδα, απέκρυψαν προς στιγμήν το υπαρκτό ήδη δημογραφικό πρόβλημα. Όμως, στην αμέσως επόμενη περίοδο και κυρίως στη δεκαετία του 2010, αυτό γιγαντώθηκε, καθώς επαναπατρίστηκε, λόγω της κρίσης, ένας σημαντικός αριθμός μεταναστών από την Ανατολική Ευρώπη, κατέρρευσαν ακόμα περισσότερο οι δείκτες γεννητικότητας, μετανάστευσαν εκατοντάδες χιλιάδες νεαροί Έλληνες.
Πλέον, δε, οι μόνοι εισερχόμενοι μετανάστες αφορούν πληθυσμούς ασύμβατους με την ελληνική πολιτισμική ιδιοπροσωπία και μη ενσωματώσιμους οργανικά, ιδιαίτερα εάν αποτελούν μεγάλους αριθμούς. Και όμως, ένα σημαντικό μέρος των ελληνικών ελίτ θα συνεχίσει να βλέπει τη λύση του δημογραφικού σε αυτή τη μετανάστευση, έστω και με τίμημα την εξαφάνιση της ελληνικής ιδιοπροσωπίας μέσα σε ένα “πολυπολιτισμικό” μοντέλο – και με τον προφανή κίνδυνο της πολιτικής χρησιμοποίησης αυτών των πληθυσμών από την Τουρκία.
Ο Αντώνης Λιάκος (περιοδικό Lifo, 20 Φεβρουαρίου 2020) θα υποστηρίξει πως το δημογραφικό πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί παρά μόνο μέσα από μια μεγάλη μεταναστευτική εισροή: «Η Ελλάδα έχει ανάγκη τουλάχιστον ένα εκατομμύριο πρόσφυγες. Για να αντιμετωπίσει την πληθυσμιακή κατάρρευση». Ο Στάθης Καλύβας θα τον υπερκεράσει διατυπώνοντας ένα πληρέστερο (sic) θεωρητικό σχήμα, σε άρθρο με τον τίτλο “Εθνική και δημογραφική συνέχεια” (Καθημερινή, 3 Νοεμβρίου 2019). Θα υποστηρίξει πως δεν πρέπει να ματαιοπονούμε, προσπαθώντας να ανατάξουμε τα δημογραφικά δεδομένα, αλλά θα πρέπει να αποδεχτούμε το γεγονός πως «…στη μεγάλη διάρκεια… η πληθυσμιακή καθαρότητα και σταθερότητα είναι μύθοι… o πληθυσμός διαφόρων περιοχών μεταλλάσσεται συνεχώς».
Δημογραφικό και εθνομηδενισμός
Θα μας διαβεβαιώσει, πάντως πως, ακόμα και αν πάψουν να υπάρχουν οι Έλληνες, η Ελλάδα θα συνεχίσει να… κατοικείται: «Η Ελλάδα αποτελεί προνομιακό τόπο και στο κοντινό μέλλον θα τραβήξει ανθρώπους τόσο από πλούσιες χώρες… όσο και από φτωχές χώρες… εμείς, οι σημερινοί Έλληνες, έχουμε την ιστορική αποστολή, ως ένας κρίκος σε μια μακρά ανθρώπινη αλυσίδα που έζησε στον τόπο αυτόν, να μεταδώσουμε κάποιες πολύ σημαντικές αξίες μας στους ανθρώπους που θα μας διαδεχθούν στον τόπο αυτό, είτε συνδεόμαστε γονιδιακά μαζί τους είτε όχι».
Προφανώς, μια ανάλογη ιδεολογία χαρακτηρίζει όλες τις μεταμοντέρνες ελίτ της Δύσης, που επιθυμούν να εγκαταλείψουν τη στενοχωρία των εθνικών κρατών και ταυτοτήτων και να μεταβληθούν σε “πολίτες του κόσμου”. Με μια “μικρή διαφορά”. Ότι, εκεί, πρόκειται για χώρες ισχυρές, που δεν απειλούνται τουλάχιστον άμεσα στην ίδια τους την ύπαρξη, όπως συμβαίνει με την Ελλάδα. Γι’ αυτό και ο μεταμοντερνισμός των ελληνικών ελίτ καθίσταται πολύ πιο ακραίος και μετασχηματίζεται αναπόφευκτα σε εθνομηδενισμό, καθώς, εδώ, το έθνος, ο λαός και το κράτος απειλούνται στην ίδια την ύπαρξή τους.
Συναφώς, το δημογραφικό ζήτημα αποτελεί στην πραγματικότητα το υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα της Ελλάδας και θα πρέπει να απασχολήσει προνομιακά την ελληνική Πολιτεία: να επιδιώξει την επιστροφή ενός σημαντικού ποσοστού από τους νεαρούς Έλληνες που εγκατέλειψαν τη χώρα τα προηγούμενα χρόνια, όσο και να ενισχύσει τις γεννήσεις με σειρά γενναίων μέτρων κάθε είδους.
Πρότυπο η γενιά του ’30
Πάντως, με τον ένα ή άλλο τρόπο, μετά το τέλος του διχασμού έθνους και κράτους, που σηματοδότησε η άνοδος του Ανδρέα Παπανδρέου –και σφράγισε θετικά αλλά και αρνητικά τη μεταπολιτευτική περίοδο– εκκρεμεί μια νέα, ίσως ακόμα βαθύτερη, αλλαγή. Βαθύτερη γιατί είναι αρχέγονη και προηγείται ακόμα και της δημιουργίας του ελληνικού κράτους, η άρση της βαθιάς διχοτομίας ελίτ και λαού.
Αυτή, κατά περιόδους, όπως λίγο πριν το 1821, κατά την περίοδο 1880-1915, με τη γενιά του ’30 και τη γενιά της Αντίστασης, ακόμα και στην περίοδο 1960-1974, έμοιαζε εν μέρει να θεραπεύεται. Ποτέ όμως δεν έκλεισε ολοκληρωτικά, με αποτέλεσμα να επανεμφανίζεται ενδυόμενη νέες μορφές, έσχατη των οποίων, στην ύστερη μεταπολίτευση, η αντίθεση εθνομηδενισμού-λαϊκού σώματος. Η διχοτομία θα οδηγηθεί στο απόγειό της, καθώς η ελίτ αυτή βαυκαλίστηκε προς στιγμήν με την αυταπάτη ότι μπορεί πλέον να εγκαταλείψει κυριολεκτικώς αυτόν τον λαό και το έθνος του, που το ένιωθε σαν βρόγχο – αυτή την «τυραννία της πλειοψηφίας».
Ωστόσο με την πρόσφατη κρίση θα αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση, καθώς οι ηγέτιδες τάξεις της χώρας πιάστηκαν στο δόκανο της ιστορίας… και δεν “πρόλαβαν” να καταφύγουν μαζικά στη Δύση, παραχωρώντας τη θέση τους σε Γερμανούς συνταξιούχους και Αφγανούς εργάτες. Και εξακολουθούν να βρίσκονται σε μία χώρα που αναζητά μια έσχατη εθνοκεντρική στροφή.
Τελικώς, τηρουμένων των αναλογιών, η σημερινή Ελλάδα, αφήνοντας πίσω της το μετεμφυλιακό οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο που οδηγήθηκε σε καθολικό αδιέξοδο, θα χρειαζόταν να “επιστρέψει” στο πρότυπο που είχε αναδείξει η γενιά του ’30, και κατέστρεψε η Κατοχή και ο Εμφύλιος: εκείνο, μιας θαρραλέας και καθόλου συμπλεγματικής συνάντησης με το παγκόσμιο και το ευρωπαϊκό, επιστρατεύοντας τις εσωτερικές δυνάμεις και την παράδοση του Ελληνισμού. Παράγοντας επιτέλους αυτό που ονειρευόταν ο Γιώργος Σεφέρης μπροστά σε ένα πίνακα του Θεοτοκόπουλου, έναν «ελληνικό Ελληνισμό», έστω και ως κύκνειο άσμα. Είναι πλέον εφικτό κάτι τέτοιο;
Εδώ, ο ιστορικός έχει τελειώσει το έργο του. Και, όπως προανέφερα, η ιστορία δεν είναι πειραματική επιστήμη για να μπορούμε να συναγάγουμε ακριβή και βέβαια συμπεράσματα για το τι μέλλει γενέσθαι.
ΠΗΓΗ: ΑΡΔΗΝ ΚΑΙ ΡΗΞΗ