Πλαταμώνας, καλοκαίρι προς δευτέρα Λυκείου, ή και για τρίτη δεν είμαι τόσο σίγουρη πλέον, και η παρέα μας κάνει διαβουλεύσεις επί διαβουλεύσεων για το ποιοι από τα δέκα άτομα θα χωρέσουν σε ένα αυτοκίνητο για να πάνε στη «Μισέλ» στην Πλάκα Λιτοχώρου. Η ώρα περνούσε, η ένταση αυξανόταν· κανείς δεν υποχωρούσε μπροστά στο δέλεαρ του θρυλικού μαγαζιού που για χρόνια έμοιαζε για μας τους μικρούς άπιαστο όνειρο…
Τελικά, ήμουν ανάμεσα σε αυτούς που πήγαν· ξαπλωμένη πάνω σε άλλους τέσσερις στο πίσω κάθισμα με τα πόδια σχεδόν έξω από το παράθυρο να μου περνάει φευγαλέα από το μυαλό τι θα γινόταν αν οι γονείς μου μάθαιναν που ήμουν και που πήγαινα και εν τέλει να αδιαφορώ πλήρως… Θα μπορούσα, τώρα μετά από τόσα χρόνια, να πω ότι εκείνο το βράδυ ήταν η πρώτη μου μεγάλη σκανδαλιά, η πρώτη μου φορά που αγνόησα κανόνες και πλαίσια, η πρώτη μου μικρή επανάσταση. Και άξιζε. Η προσδοκία υπήρξε κατώτερη της εμπειρίας. Η «Μισέλ» ήταν όντως ένας προορισμός, μια εμπειρία διασκέδασης τόσο έντονη και αισθαντική που σε παρέσερνε, σε ρουφούσε…
Η «Μισέλ» – ο Μιχάλης Μαλαματίδης, ο ιδιοκτήτης του νυχτερινού μαγαζιού που επί μια 20ετία μεσουράνησε στη νυχτερινή διασκέδαση στα παράλια της Πιερίας, όταν βρεθήκαμε την περασμένη Πέμπτη στον Πλαταμώνα σχολίασε ότι εμείς οι Λαρισαίοι μόνο χρησιμοποιούσαμε θηλυκό γένος – υπήρξε αδιαπραγμάτευτα ένα φαινόμενο. Επί 16 συναπτά έτη μάγευε το κοινό του και όταν το 2000 το έκλεισε η Πολεοδομία, έκλεισε μαζί του ένα ολόκληρο κεφάλαιο στην ιστορία της καλοκαιρινής διασκέδασης που ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του ΄80.
Όσες φορές και να πήγα, πάντα προσπαθούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που το έκανε τόσο ξεχωριστό…
Η θέση του πάνω στα βράχια δίπλα στο κύμα;
Η επαφή με τη φωτισμένη θάλασσα;
Η αρχιτεκτονική του κτιρίου και το ντεκόρ που θύμιζε ελληνικό νησί;
Η μουσική;
Ο χορός;
Οι υπέροχες ανατολές τα ξημερώματα;
Οι νυχτερινές βουτιές στη θάλασσα; Το μικρό του μέγεθος που δημιουργούσε μια οικειότητα; Το δυσπρόσιτο της τοποθεσίας; Το ότι ήταν όλοι εκεί; Όλα αυτά μαζί; Ναι, όλα αυτά και κυρίως η ενέργεια που υπήρχε στη ατμόσφαιρα, αυτός ο αυθόρμητος ηλεκτρισμός που ένωνε το χώρο με το κόσμο και τον έκανε μια παρέα που σε έκανε να φλερτάρεις, να χορέψεις, να αφεθείς…
Το μαγαζί υπήρχε σαν οίκημα στη συγκεκριμένη τοποθεσία πριν γίνει το ή η «Μισέλ». Λεγόταν «2002» και εκεί δούλευε ο Μιχάλης Μαλαματίδης ως μπάρμαν. Τότε ήταν ένα χαλαρό μπαρ που μάζευε λίγο κόσμο και κυρίως τουρίστες.
Το μαγαζί υπήρχε σαν οίκημα στη συγκεκριμένη τοποθεσία πριν γίνει το ή η «Μισέλ». Λεγόταν «2002» και εκεί δούλευε ο Μιχάλης Μαλαματίδης ως μπάρμαν. Τότε ήταν ένα χαλαρό μπαρ που μάζευε λίγο κόσμο και κυρίως τουρίστες.
Το 1983 ο προηγούμενος ιδιοκτήτης αποφάσισε να αποχωρήσει και πρότεινε στο Μιχάλη να το πάρει εκείνος. Έτσι, την πρωτομαγιά της επόμενης χρονιάς ανοίγει για το κοινό υπό τη διεύθυνση του Μαλαματίδη, που για όλο τον κόσμο υπήρξε ο Μισέλ, εξ ου και το νέο όνομα του μπαρ.
«Ο αδερφικός μου φίλος και σύμβουλος μου, ο Σταύρος Κοροσίδης, ήταν αυτός που είχε την έμπνευση να φτιάξουμε τις καμάρες και να δώσουμε στο χώρο ένα νησιώτικο στυλ» μου λέει ο Μισέλ και μου εξηγεί ότι το καλοκαίρι του ΄84 άρχισε δειλά δειλά να έρχεται κόσμος, κυρίως από την Κατερίνη όπου ο Μισέλ έχει ένα άλλο μπαρ, και λίγοι Λιτοχωρινοί.
Ο πρώτος Λαρισαίος που ανακάλυψε την «Μισέλ» ήταν ο Γρηγόρης Κωνσταντινίδης, που πήγε ένα βράδυ με ένα φίλο του και μετά ξανά και ξανά. «Την τρίτη φορά που ήρθε είπα στο σερβιτόρο να τους πάει ένα μπουκάλι από το ποτό που πίνανε και έτσι γνωριστήκαμε. Άρχισαν να έρχονται ο Στέλιος Σακελαρίου, ο Θάνος Χατζηζογίδης, ο Δημήτρης Καραμπάτσας, ο Μαχούχας, ο Γιάννης Καντώνιας και πολλοί πολλοί άλλοι. Γίναμε φίλοι και κρατάω επαφές ακόμη με αρκετούς από αυτούς μέχρι σήμερα. Στις αρχές του ΄90 στο μαγαζί το 50% ήταν πλέον Λαρισαίοι. Μετά άρχισαν να έρχονται και Θεσσαλονικείς με γυαλιά ηλίου και φύγουν το πρωί…»
Τον μουσικό χαρακτήρα του μαγαζιού επιμελήθηκε ο Γιάννης Μητσοκάπας που μαζί με τον Κύρο Δαβιδόπουλο υπήρξαν οι βασικοί Djs. Ένα συνδυασμό νοσταλγικής μουσικής με τις επιτυχίες της εποχής.
«Ο αδερφικός μου φίλος και σύμβουλος μου, ο Σταύρος Κοροσίδης, ήταν αυτός που είχε την έμπνευση να φτιάξουμε τις καμάρες και να δώσουμε στο χώρο ένα νησιώτικο στυλ» μου λέει ο Μισέλ και μου εξηγεί ότι το καλοκαίρι του ΄84 άρχισε δειλά δειλά να έρχεται κόσμος, κυρίως από την Κατερίνη όπου ο Μισέλ έχει ένα άλλο μπαρ, και λίγοι Λιτοχωρινοί.
Ο πρώτος Λαρισαίος που ανακάλυψε την «Μισέλ» ήταν ο Γρηγόρης Κωνσταντινίδης, που πήγε ένα βράδυ με ένα φίλο του και μετά ξανά και ξανά. «Την τρίτη φορά που ήρθε είπα στο σερβιτόρο να τους πάει ένα μπουκάλι από το ποτό που πίνανε και έτσι γνωριστήκαμε. Άρχισαν να έρχονται ο Στέλιος Σακελαρίου, ο Θάνος Χατζηζογίδης, ο Δημήτρης Καραμπάτσας, ο Μαχούχας, ο Γιάννης Καντώνιας και πολλοί πολλοί άλλοι. Γίναμε φίλοι και κρατάω επαφές ακόμη με αρκετούς από αυτούς μέχρι σήμερα. Στις αρχές του ΄90 στο μαγαζί το 50% ήταν πλέον Λαρισαίοι. Μετά άρχισαν να έρχονται και Θεσσαλονικείς με γυαλιά ηλίου και φύγουν το πρωί…»
Τον μουσικό χαρακτήρα του μαγαζιού επιμελήθηκε ο Γιάννης Μητσοκάπας που μαζί με τον Κύρο Δαβιδόπουλο υπήρξαν οι βασικοί Djs. Ένα συνδυασμό νοσταλγικής μουσικής με τις επιτυχίες της εποχής.
«Η μουσική, το άκουσμα είναι πολύ σημαντικό πράγμα. Ενώνει τους ανθρώπους, τους φέρνει κοντά, τους κάνει μια παρέα. Η μουσική και ο παρεΐστικος χαρακτήρας του μαγαζιού ήταν αυτό που έκανε τη διαφορά. Και η τρέλα που είχαμε όλοι…» θυμάται ο Μισέλ.
Αυτή η τρέλα έβρισκε εκτόνωση και στα πάρτι που διοργανώνονται κάθε δεκαπέντε μέρες και πάντα Παρασκευή. Ο Μισέλ πήγαινε στη μοδίστρα στην Κατερίνη και έραβε στολές για όλο το προσωπικό· αρχαίοι έλληνες, γαλάτες, ινδιάνοι…
Το πάρτι όμως που άφησε εποχή ήταν ο γάμος… Στο ξενοδοχείο Λητώ που το είχε μια φίλη του Μισέλ, ντύσανε τον Μπάμπη Πιτσιώνη νύφη· ο Γιάννης Μητσοκάπας ήταν ο γαμπρός, ο Μισέλ ο παπάς, ο Κύρος Δαβιδόπουλος κουμπάρος… Στο μαγαζί υπήρχαν μουσικοί με κλαρίνα, μια καρέκλα κουρέα και ένας κουρέας που ξύρισε τον γαμπρό. Μέχρι να φτάσει η νύφη όλος ο κόσμος περίμενε έξω από τη «Μισέλ» και μόλις μπήκε στο μαγαζί δόθηκε το σύνθημα να μπουν όλοι μέσα και ένα ξέφρενο πάρτι ξεκίνησε!
«Θυμάμαι και μια βραδιά» μου λέει ο Μισέλ «που γινόταν το Φεστιβάλ Ολύμπου και μαζευόταν στην περιοχή πολλοί ηθοποιοί. Φτάνω στο μαγαζί και βλέπω μια κυρία να κάθεται στην άκρη ενός βράχου και να έχει τα πόδια της στη θάλασσα. Δεν βλέπω το πρόσωπό της. Την πλησιάζω και τη ρωτάω αν χρειάζεται κάτι. “Αυτό που ζω τώρα δεν το έχω ξαναζήσει ποτέ στη ζωή μου. Σας ευχαριστώ πολύ για αυτή την όμορφη βραδιά” μου είπε. Ήταν η Κάτια Δανδουλάκη».
Αυτή η τρέλα έβρισκε εκτόνωση και στα πάρτι που διοργανώνονται κάθε δεκαπέντε μέρες και πάντα Παρασκευή. Ο Μισέλ πήγαινε στη μοδίστρα στην Κατερίνη και έραβε στολές για όλο το προσωπικό· αρχαίοι έλληνες, γαλάτες, ινδιάνοι…
Το πάρτι όμως που άφησε εποχή ήταν ο γάμος… Στο ξενοδοχείο Λητώ που το είχε μια φίλη του Μισέλ, ντύσανε τον Μπάμπη Πιτσιώνη νύφη· ο Γιάννης Μητσοκάπας ήταν ο γαμπρός, ο Μισέλ ο παπάς, ο Κύρος Δαβιδόπουλος κουμπάρος… Στο μαγαζί υπήρχαν μουσικοί με κλαρίνα, μια καρέκλα κουρέα και ένας κουρέας που ξύρισε τον γαμπρό. Μέχρι να φτάσει η νύφη όλος ο κόσμος περίμενε έξω από τη «Μισέλ» και μόλις μπήκε στο μαγαζί δόθηκε το σύνθημα να μπουν όλοι μέσα και ένα ξέφρενο πάρτι ξεκίνησε!
«Θυμάμαι και μια βραδιά» μου λέει ο Μισέλ «που γινόταν το Φεστιβάλ Ολύμπου και μαζευόταν στην περιοχή πολλοί ηθοποιοί. Φτάνω στο μαγαζί και βλέπω μια κυρία να κάθεται στην άκρη ενός βράχου και να έχει τα πόδια της στη θάλασσα. Δεν βλέπω το πρόσωπό της. Την πλησιάζω και τη ρωτάω αν χρειάζεται κάτι. “Αυτό που ζω τώρα δεν το έχω ξαναζήσει ποτέ στη ζωή μου. Σας ευχαριστώ πολύ για αυτή την όμορφη βραδιά” μου είπε. Ήταν η Κάτια Δανδουλάκη».
Ο πρώτος Λαρισαίος που δούλεψε στη «Μισέλ» ήταν ο Δημήτρης Ζαμιανίτης. Πήγε πολλές φορές, μου λέει ο Μισέλ, και του ζητούσε να δουλέψει αλλά εκείνος έλεγε όχι. Αφού επέμεινε τόσο κάποια στιγμή πήρε τηλέφωνο τον Γιάννη Καντώνια και τον Καραμπάτσα να τους ρωτήσει ποιος ήταν αυτός. «Και δεν τον πήρες ακόμη;» του είπαν και οι δυο. Ο Ζαμιανιάτης ήταν εκεί στο μαγαζί και έπινε ποτό στο μπαρ. «Τον πλησιάζω και του λέω: μπες τώρα μέσα από το μπαρ και ξεκίνα να δουλεύεις. Από τότε γίναμε φίλοι και αδερφοί» μου λέει τις λεπτομέρειες ο Μισέλ.
Στα 21 χρόνια που είναι κλειστό το μαγαζί, ο Μισέλ πήγε μόνο μία φορά γιατί επέμενε μια φίλη. Κάθισε στην παραλία και κοιτούσε τη θάλασσα. «Δεν άντεχα να γυρίσω να το κοιτάξω. Καταλαβαίνεις; Τόσο πολύ στεναχωριέμαι ακόμη!»…
Από αριστερά: Μπάμπης Πιτσιώνης, Γιάννης Μητσοκάπας και Κύρος Δαβιδόπουλος στο περίφημο πάρτι..."γάμο", του Μισέλ !!! |
Ενα αφιέρωμα της Εύης Μποτσαροπούλου από το https://www.astratv.gr που μας έστειλε από τον Βόλο στο OlymposVoice.blogspot.com
ο φίλος μας επιχειρηματίας
ΣΑΚΗΣ ΤΖΗΜΑΣ