31.7.21

ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΕΣ. Η θειά η Κατίνκου. Του Θεόδωρου Τσιώτσιου.

Στα χωριά εκείνα τα χρόνια δεν είχαμε ούτε ραδιόφωνο, αλλά είχαμε τα δικά μας ανέκδοτα και αστεία που ότι και να λέγαμε δεν υπήρχε παρεξήγηση, ήταν μερικά ακόμα όμως που κάνανε το χωριό άνω κάτω, μια απο αυτές ήταν και η θειά η Κατίνκου με πολύ χιούμορ πάντα κάτι θα έβρισκε να πεί η να κάνει.
Ήρθε όμως ο πόλεμος και έφερε τα πάνω κάτω, κάψανε το χωριό οι Γερμανοί και αναγκαστικά όλοι μετακόμισαν πρός τα καμποχώρια, έτσι και η θειά η Κατίνκου βρέθηκε σε ένα χωριό παραθαλάσσιο που είχε όλες τις συγκοινωνίες, καράβι, λεωφορείο, και τρένο, ήταν πρώτη φορά που έφευγε από το χωριό και της φαινότανε όλα τόσο παράξενα, έτσι λοιπόν μιά μέρα σηκώθηκε πολύ πρωί βγήκε στο μπαλκόνι να απλώσει την κουβέρτα, αλλά γυρίζει τρομαγμένη και φωνάζει τον άντρα της, Βασίίίίλη σίκου σίκου, τρομαγμένος αυτός σου λέει κάτι κακό έγινε, τι είναι ΟΡΕ Κατίνκου κι μη λαχτάρσεις; Έλα όξου να ειδείς, ΈΡΧΙΤΗ ΈΝΑΣ ΟΛΌΚΛΗΡΟΥΣ ΜΑΧΑΛΑΣ (συνοικία) ΜΙ ΣΠΙΤΙΑ ΟΥΡΛΙΑΖΟΝΤΑΣ, ΚΙ ΕΡΧΙΤΗ ΙΣΙΑ ΚΑΤΑΔΏ, βγαίνει ο Μπάρμπα Βασίλης και τι να δεί ερχόταν το τρένο από Κατερίνη γιά Θεσσαλονίκη, άρα Κατίνκου αυτό είναι το τρένο, να σκλούσα του τρένου μη λαχτάρσειν είπα θα μας πάρει σβάρνα.
(Αυτά μας τάλεγαι η ίδια η θεία Κατίνκου με πολύ χιούμορ όπως πάντα).