22.6.21

Θεόδωρος Γρηγοριάδης, «Ο Άντρας που έκλαιγε»

 ...Γωνία Αγίας Φωτεινής κι Ελευθερίου Βενιζέλου στη Νέα Σμύρνη. Κανείς δεν τον βλέπει καθώς έχει χωμένο το κεφάλι του μέσα στο τηλεφωνικό κουβούκλιο. Μονάχα τα πόδια του πατάνε γερά στο γυρτό πεζοδρόμιο, που, καθώς... χαμηλώνει για τη διάβαση των πεζών, γίνεται κι αυτό ξαφνικά αδιάβατο από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Το ένα πόδι λυγίζει πάνω στο άλλο για να ξεκουραστεί, το κεφάλι του να μη βλέπει προς τα έξω, να έχει την ψευδαίσθηση ότι βρίσκεται κάπου απομονωμένος.

Μιλάει εδώ και ώρα, μόλις τελειώνει η μία κάρτα, βάζει την άλλη και σχηματίζει ένα μακρόσυρτο υπεραστικό νούμερο, εκείνο της πατρίδας του ή μάλλον της παρά λίγο πατρίδας του, ή ακόμη της ακυρωμένης. Τι σημασία έχει αν η πατρίδα του δεν είναι οριοθετημένη, η οικογένειά του τουλάχιστον σχηματίζει εκεί ένα πλαίσιο, μια φωλιά, τους πεθύμησε, τέσσερα χρόνια τώρα μακριά τους. Άσε που θέλουν να μιλήσουν όλοι μαζί του, τουλάχιστον όσοι βρίσκονται στο σπίτι εκείνη τη στιγμή. Η προστατευτική και ανήσυχη μάνα, ο πατέρας του, που τον αναγκάζει να θυμηθεί ότι δεν κατάφερε να υλοποιήσει τις υποσχέσεις του, τα αδέλφια του, τρία αγόρια, τέσσερα κορίτσια, μόνον η μία παντρεύτηκε, οι άλλες είναι μικρούλες. Την πιο μικρή την άφησε πεντάχρονη και τώρα εκείνη αρπάζει το ακουστικό –άραγε ποιος μπορεί να δει και από εκείνη την πλευρά της γραμμής;– και μιλάει μαζί του.
«Πότε θα ’ρθεις;» Αυτή είναι η επωδός. Ο άντρας δακρύζει κι ευτυχώς που το κεφάλι του είναι χωμένο στο τετράγωνο κουβούκλιο, δεν θέλει να τον βλέπουν ούτε να συγκινείται ούτε να προσποιείται άλλοτε τον χαρούμενο και άλλοτε τον πετυχημένο μετανάστη. Εδώ και μήνες συνειδητοποιεί ότι στην πόλη αυτή δεν έχει να πάρει τίποτε, κάτι περιστασιακά μεροκάματα, χαμηλά κι αυτά, εκμετάλλευση όλη μέρα, και να βαριέται ν’ ακούει τα ίδια και τα ίδια επιχειρήματα, ότι δεν υπάρχουν λεφτά ούτε για τους Έλληνες πια. Κανείς δεν τον πιστεύει από την εκεί πλευρά, στις αρχές τούς είχε στείλει –μέσω του «γραφείου» της Ομόνοιας– αρκετά ευρώ και καταχαρήκανε, τώρα βαριέται ακόμη και να δουλέψει, ξέρει πως ούτε και το ενοίκιό του δε θα μπορεί να πληρώσει στην τρελόγρια στο Μπραχάμι για το ερείπιό της, που του ζητάει τριπλάσια ποσά για τη ΔΕΗ, κι ας μην έχει παρά μόνο μια μικρή τηλεόραση στο δωμάτιό του.
«Πότε θα ’ρθεις να μου τραγουδήσεις;» φωνάζει η μικρούλα. Την έπαιρνε σφιχτά στην αγκαλιά του και κοιμόνταν μαζί, στη σειρά, τα οκτώ παιδιά, αυτός μεγαλύτερος και προστάτης. Η μικρούλα θυμάται ότι της τραγούδαγε μέσα στο αυτί μέχρι να την πάρει ο ύπνος, αλλά και για να την ξυπνήσει και για να την πειράξει καμιά φορά.
«Πες μου ένα τραγουδάκι» επιμένει.
Αυθόρμητα αρχίζει το τραγούδι, που τον συνεπαίρνει, καθώς, κλείνοντας τα μάτια, βλέπει τον εαυτό του πάνω σε ένα μιντέρι, αγκαλιά με τη μικρούλα, η σιωπή της σημαίνει ότι τον ακούει κι εκείνη και το χαίρεται. Ο νέος άντρας τραγουδάει στη γλώσσα του, ενώ μπορεί κάποιος να διέρχεται απ’ έξω, ένα αυτοκίνητο να ξεκινάει, η ζωή όσων τραγουδάνε μέσα στα δικά τους σπίτια να συνεχίζεται.
Κι όταν τελειώσει το μακρόσυρτο τραγούδι, θα βγάλει το κεφάλι του από το κουβούκλιο, ιδρωμένος, με υγρά μάτια, θα πετάξει τη ληγμένη τηλεφωνική κάρτα και θα κοντοσταθεί στη γωνία του δρόμου.
Πίσω του η ογκώδης εκκλησία της Αγίας Φωτεινής, το τραμ παρά λίγο να τον παρασύρει, καθώς δεν τον βλέπει. Κανένα μήνυμα πια γι’ αυτόν, καμιά χαρά. Παίρνει τον δρόμο προς τα πίσω, πίσω από τους λόφους της Άνω Νέας Σμύρνης, στις παλιές ρεματιές του Αγίου Δημητρίου, εκεί απ’ όπου κατηφόρισε ελπίζοντας να δει μια θάλασσα ή έστω μια έρημο.




Θεόδωρος Γρηγοριάδης, «Άντρας που έκλαιγε», Χάρτες, Πατάκης, 2007, σ. 114-11
6.