9.6.21

Μάρω Δούκα, Ουράνια Μηχανική

Τα παιδιά είχαν διακόψει το παιχνίδι από μόνα, ήξεραν πως είναι ώρα να μαντρωθούν. Μπήκαν στη σειρά για να πάρουν τον δίσκο με το φαΐ. Πλησίασε ο Στέλιος στο σύρμα με το τσιγάρο στο στόμα, ζήτησε φωτιά. Έμαθα για σένα, του είπε ο Ριχάρδος, κρίμα. Τι κρίμα; έκανε προκλητικά ο Στέλιος. Μια χαρά παιδί είσαι. Τώρα πλάκα μου κάνεις; φωτιά ζήτηξα. Άναψε ο Ριχάρδος τον αναπτήρα, έσκυψε ο Στέλιος. Αντίκα; Σιγά την αντίκα! Ο Στέλιος είπε ότι δεν έχει ξαναδεί τέτοιο πράμα. Παρ’ τον, πρότεινε ο Ριχάρδος. Ο Στέλιος αποτραβήχτηκε ενοχλημένος. Δεν σ’ τον ζήτηξα, σε ρώτηξα μόνο. Kι εγώ σ’ τον χαρίζω, κακό είναι; Να μου λείπει. Ο Ριχάρδος έβαλε τον αναπτήρα στην τσέπη. Γεια, είπε ο Στέλιος και μπήκε στην ουρά. Με γερτούς ώμους, σαν αθλητής, μπρατσωμένος. Μανία που την έχει με το σκάψιμο, έλεγε ο διευθυντής, κάθε μέρα, κι όταν ακόμη δεν χρειάζεται, αυτός πηγαίνει εκεί και ξεβοτανίζει και σκαλίζει, να δεις τι αυλάκια ανοίγει, σωστός γεωμέτρης, του φαίνεται πως είναι αγροτόπαιδο. Τον πλησίασε ενοχλημένος ο κυρ Μανόλης, ο αρχιφύλακας, κοιτάζοντας το επίχρυσο μπρασελέ του: τρεις ώρες ακόμη ως την αλλαγή βάρδιας. Ο Ριχάρδος έκανε πως φεύγει, φοβάται, σκέφτηκε, μήπως ξεμυαλίσω τους τρόφιμους. Όλο αποδράσεις, όλο εξεγέρσεις, του ’λεγε τις προάλλες, πάνε εκείνα τα χρόνια που ο φύλακας έκανε τη δουλειά του ανεμπόδιστος κι είχε τους κρατούμενους σούζα. Τώρα πέσανε από δίπλα οι δήθεν και τους χαλάσανε. Ποιοι δήθεν; τον είχε ρωτήσει. Οι πάντες: δημοσιογράφοι, δικηγόροι, κοινωνικοί λειτουργοί, υπουργοί και φαρισαίοι. Όλοι μιλούνε για τα δύστυχα που τα κρατούμε φυλακωμένα. Αλλά κανείς δεν κουνάει το δαχτυλάκι του. Έρχονται, τους ξεσηκώνουνε τα μυαλά, τους μιλούνε για δικαιώματα, ύστερα φεύγουνε κι αφήνουνε εμάς να βγάλουμε το φίδι απ’ την τρύπα. Είδες τον Παύλο; ρώτησε ο Ριχάρδος. Δεν είναι στο καφενείο; απόρησε ο κυρ Μανόλης, κάπου εδώ θα τριγυρίζει.

Πλησίασε και ο Νώντας. Τι νέα; πώς τα πάμε; Καλά, είπε ο Ριχάρδος. Τι ανάγκη έχει αυτός, αναστέναξε ο κυρ Μανόλης και τον έδειξε, αλίμονο σ’ εμάς, Νώντα, τα ’μαθες; συνέχισε πειραχτικά, το παλικάρι από ’δω σκοπεύει να λειτουργήσει το σχολείο. Μη μου πεις! γέλασε ο Νώντας, θα καλοπεράσει. Θα προσπαθήσω, απάντησε ο Ριχάρδος, αξίζει να προσπαθήσω. Βεβαίως, να προσπαθήσεις! και δεν μου λες, ιδέα του Καψάλη ή του Ακάκου; Ιδέα δική μου, απάντησε ο Ριχάρδος, πειραγμένος. Μπράβο σου, είπε ο κυρ Μανόλης, είσαι αξιέπαινος! Αλλά το είπε έτσι, που ακούστηκε περισσότερο σαν ειρωνεία. Ποιος τη χάρη μας, Μανόλη, κορόιδεψε ο Νώντας, βιβλιοθήκη, σχολείο, μπασκέτες, αυτό θα πει φυλακή, όχι σαν τα καημένα τα παιδιά μας που δεν έχουνε ούτε την υδρόγειο για δείγμα στο σχολείο που πάνε. Χαμογέλασε φιλικά ο Ριχάρδος, δεν ήθελε να τους αφήσει με την ιδέα ότι πειράχτηκε. Δεν καταλαβαίνετε πως η δουλειά σας θα γίνει πιο ευχάριστη, αν οι συνθήκες βελτιωθούνε; Πώς, το βλέπουμε, ειρωνεύτηκε ο Νώντας. Από τότε που κουβαλήσανε ’δω τον Ακάκιο βιβλιοθηκάριο, οι μούλοι ξεμουρίσανε, συμπλήρωσε ο κυρ Μανόλης. Δεν είναι έτσι, αντέδρασε χλιαρά ο Ριχάρδος, καιρός να ξεφύγουμε απ’ τον Μεσαίωνα. Μεσαίωνα τον είπες; γέλασε ο Νώντας. Φάνηκε από μακριά ο Παύλος με τον δίσκο στο χέρι να πηγαίνει προς τα σπιτάκια των Ιεχωβάδων. Θα μου φέρεις έναν μέτριο; παρακάλεσε ο Ριχάρδος. Έγινε, φώναξε το παιδί. Τα λέμε, είπε και τους άφησε.

Κι όπως κατευθυνόταν προς τα γραφεία, ήξερε ότι ο Νώντας και ο κυρ Μανόλης θα τον σχολιάζουν. Απ’ την αρχή δεν τον είχαν δει με καλό μάτι. Ούτε τον Ακάκιο, τον βιβλιοθηκάριο, χώνευαν. Φυσικό είναι, σκέφτηκε, άλλο φύλακας μόνιμος, άλλο βιβλιοθηκάριος επί συμβάσει. Όποιος δεν ανήκει στον μικρόκοσμό τους είναι ξένος, είναι ο άλλος που τους απειλεί. Μπήκε απ’ την εξωτερική πόρτα στο δωμάτιο όπου στεγαζόταν το λογιστήριο και η κοινωνική λειτουργός. Δίπλα ακριβώς το γραφείο του διευθυντή. Έφτασε ο καφές, άναψε αμέσως τσιγάρο, κάθισε στο μεταλλικό γραφειάκι, που του είχαν προσωρινά παραχωρήσει, κάμποσα στυλό διαρκείας με δαγκωμένα ή σπασμένα καπάκια, το φτηνιάρικο επιτραπέζιο ημερολόγιο, Τρίτη, 4 Ιουλίου 1995, κόλλες αναφοράς, μια γραφομηχανή, παμπάλαιο μοντέλο της Ολιβέτι, καρμπόν, μπλάνκο ξεραμένο στο στόμιο, άγγιξε το μπουκαλάκι του διαλυτικού, άδειο. Πριν κλείσει τα μάτια, είδε καφετιές πιτσιλιές στον ασβεστωμένο τοίχο απέναντί του, επάνω απ’ τον γεωφυσικό χάρτη της Ελλάδας, πιάστηκε η ψυχή του με τα βουνά. Αν μπορούσε να δει τον εαυτό του έστω και για μια στιγμή μόνο ορειβάτη. Αν μπορούσε να ταξιδέψει στον χρόνο, να βρεθεί στην Αλάσκα, στη Σιβηρία, μέσα στο απέραντο άσπρο να σκάβει βαθιά στο χιόνι για να ζεσταθεί. Να υπολογίσει ανθρώπους που δεν θα συναντήσει ποτέ, σταθμούς και τρένα, τον τάρανδο που καλπάζει σε απάτητες τούνδρες, τον σκίουρο που μετρά τα φουντούκια του, την καμήλα που μηρυκάζει στην έρημο. Άνοιξε τα μάτια, ξανάδε τους λεκέδες απέναντι. Άρπαξε άραγε, πάνω στα νεύρα του ο Σωτήρης ένα κύπελλο φραπέ και το εκσφενδόνισε στον τοίχο; Σκέψου να ρίζωνε για πάντα εδώ. Εξασφαλισμένη στέγη στις βιλίτσες του κτήματος, καθισιό και χαβαλές, σιγά τις ευθύνες, για να ’χεις ευθύνες, πρέπει να ’χεις κι ενδιαφέρον. Ποιος ενδιαφέρεται εδώ μέσα; Αρκεί να γυρίζουν οι δείκτες, να δουλεύει το ρολόι. Ακόμη και ο διευθυντής, ο Κώστας Καψάλης, το παραδέχεται. Αλλιώς είχε ξεκινήσει και αυτός, με σχέδια, ώσπου αηδίασε πια με την αδιαφορία των ιθυνόντων. Έτσι είστε; […] δεν θα σκάσω. Αλλά είναι και τα καθημερινά. Ριχάρδε, αυτά δεν μπορείς να τ’ αγνοήσεις. Είναι στιγμές που μου ’ρχεται να τα βροντήξω και να πάω στην Καλαμπάκα να βόσκω αγελάδες. Τα βλέπεις; Μου τα στέλνουνε ’δω και δεν ξέρω πώς να τα βολέψω. Θέλω να τους μάθω μια τέχνη, να τα βοηθήσω να βρούνε τον δρόμο τους. Προσπάθησα να βάλω σε λειτουργία τον φούρνο, όλο τον Αλμυρό θα μπορούσα να τροφοδοτώ με ψωμί, να ανοίξω τα εργαστήρια που μένουνε κλειστά, να δώσω ζωή στη φυλακή, τόσα στρέμματα ακαλλιέργητα, βρήκα μια που ‘ξερε από προγράμματα, καθίσαμε και φτιάξαμε τον φάκελο, τον έστειλα στο Υπουργείο να τον εγκρίνουνε πρώτα, δεν ήθελα να κάνω του κεφαλιού μου, περίμενα, περίμενα, και τι έμαθα ύστερα από έξι μήνες; Ο φάκελος είχε πεταχτεί στον κάλαθο. Τι Ευρωπαϊκή Ένωση και κουραφέξαλα, μου ’πε ένας φαρισαίος του Υπουργείου, δεν γίνονται αυτά, διευθυντής φυλακής είσαι, δεν είσαι πρύτανης σε πανεπιστήμιο. Κατάλαβες; Είχα καλέσει μια φορά έναν υπουργό, όνομα και μη χωριό, όλο φιγούρα στην Αθήνα, όλο μεταρρυθμιστικά φούμαρα στην κεφάλα του, τον είχα καλέσει να ’ρθει εδώ και να μείνει όχι πολύ, μια βδομάδα μόνο, να δει με τα μάτια του, να συλλάβει το θέμα. Γελούσε, σαν να του ’λεγα αστείο. Με θεωρούνε, βλέπεις, ψώνιο, το δικό τους ψώνιο. Ο αγνός πασόκος που θα αναστήσει τα περασμένα μεγαλεία. Ποιος νοιάζεται για το μέλλον αυτών των παιδιών; ποιος ενδιαφέρεται; πες, ρωτούσε τον Ριχάρδο. Ο Ριχάρδος κουνούσε απλώς το κεφάλι. Και σου λένε μετά Σωφρονιστικό Κατάστημα Ανηλίκων, τι σωφρονιστικό;

Κοίταξε το ρολόι του. Ώρα να του δίνει. Σηκώθηκε, τακτοποίησε τα χαρτιά του, τα κλείδωσε στο συρτάρι. Το φανταζόταν ότι θα καταλήξει άνθρωπος χωρίς αρμοδιότητες στον στάβλο; Απ’ το πρωί προσπαθούσε να συντάξει ένα κείμενο για την παρούσα κατάσταση του σωφρονιστικού ιδρύματος. Επιλεγμένα απ’ τον διευθυντή τα στοιχεία. Στην αρχή είχε κλοτσήσει μέσα του, εδώ πρόκειται για παραποίηση της πραγματικότητας, τι για καλλιέργειες, τι για παραγωγές δημητριακών, τι για νέες πτέρυγες, τι για χωρισμό των κρατουμένων σε ηθικές τάξεις, τι για προσκόπους και άλλα μεγαλόσχημα, τι για κελιά! Πήγε να ρωτήσει τι είναι όλα αυτά, ότι παραχαράσσουν την αλήθεια. Τη δουλειά σου εσύ, τον αποπήρε ο Σωτήρης, ο φροντιστής, θα τα γράψεις όλα όπως πρέπει να τα γράψεις, το μόνο που υπάρχει είναι αυτό που πρέπει να υπάρχει, κατάλαβες; […]

Στεκόταν στην είσοδο αναποφάσιστος. Να χαιρετούσε ή όχι τον διευθυντή; Άντεχε να τον ανεχτεί για άλλο ένα ακόμη συναδελφικό τσιγάρο; Ως εκεί που έφτανε το μάτι του τα χωράφια της Κασσαβέτειας. Αχ, τι μου θυμίζεις, αναστέναξε ο παππούς του, όταν του ανακοίνωσε ότι θα πιάσει δουλειά στη φυλακή. Σκούπισε τον ιδρώτα απ’ το μέτωπο. Πρέπει να τον βάλω να μου τα πει όλα. Υπάρχουν τα βιβλία, σύμφωνοι, αν θες, όλα τα βρίσκεις, ψάχνεις και τα μαθαίνεις, αλλά η φωνούλα του παππού σου δεν ξαναγίνεται. Σε ποιο βιβλίο θα βρεις για τον έρωτα της Πηνελόπης που την έθαψε ζωντανή, λένε, ο πατέρας της, επειδή αγάπησε κολλήγο; Σε ποιο βιβλίο θα βρεις την ιστορία της Χριστίνας που έφτασε πεντάρφανη στον Αλμυρό απ’ τη μακρινή Αγχίαλο και τη σπίτωσε ο γιος του Αθανασιάδη; Πού θα διαβάσεις για την αρχοντοπούλα Ασπασία και το τραγικό τέλος της; Φονικά και βασανισμοί. Τι ήταν τότε όλη η περιοχή; Δυο χωριά, το Αϊδίνι και το Άκετσι. Το ένα του Κασσαβέτη και το άλλο του Τοπάλη. Τρώγλαι ατάκτως διεσπαρμέναι, ακαθαρσία, δυσωδία και μιάσματα. Κάτοικοι ωχροί και κατεσκληκότες. Έσκυψε να χαϊδέψει τον βουλλάτο κοπρίτη που τον τριγύριζε.

Φάνηκε ο Καψάλης: Παύλο, ρε Παύλοοο, φέρ’ τον καφέ. Είδε τον Ριχάρδο και ξεφύσησε, κάνοντας αέρα με τα χέρια, ζέστη κι αυτή σήμερα, χάλασε και το μαραφέτι ο ανεμιστήρας, έλα μέσα για ένα τσιγάρο. Ο Ριχάρδος κοίταξε το ρολόι του επίτηδες, κανονικά είχε σχολάσει. Πότε θα βγούμε; τι λες για κάνα κρασάκι, η Αντωνία θα χαρεί πολύ. Όποτε θέλετε, είπε ο Ριχάρδος. Εμείς πάντα θέλουμε, εδώ είμαστε, μαντρωμένοι, εσύ ’σαι ο Βολιώτης που πας κι έρχεσαι. Ο Ριχάρδος γέλασε. Ο Καψάλης τον κοίταξε λοξά. Αν δεν σε συμπαθούσα, θα σου ’λεγα εγώ, έχω πολλά παράπονα μ’ εσάς, τους Βολιώτες, ούτε που θέλετε να ξέρετε ότι δίπλα σας υπάρχει η Κασσαβέτεια, πόσες φορές δεν ζήτησα τη συμπαράσταση του Δημάρχου, πέρα βρέχει αυτός, μόνο στην όπερα έχει τον νου του, να βοηθήσει τα δυστυχισμένα δεν καταδέχεται. Ο Ριχάρδος ξαναγέλασε, ποια όπερα; ρώτησε. Καλέ, μη μου κάνεις τον βλάκα, ξέρεις τι σου λέω, πολύ της κουλτούρας ο δήμαρχός σας, πού να κοιτάξει εμάς, τους παρίες, τι θα του κόστιζε να φέρει μια Κυριακή πρωί εδώ την ορχήστρα του να παίξει στα παιδιά; γελάς; αστεία-αστεία, αλλά θα δεις ότι έχω δίκιο, άμα το καλοσκεφτείς, κάθε χρόνο ανεβάζει τόσες θεατρικές παραστάσεις, Βιέννη τον έκανε τον Βόλο, κακό θα ’τανε να φέρει τον θίασό του να παίξει και για μας; σε ρωτώ; Συμφωνώ, είπε ο Ριχάρδος, δεν το ’χα σκεφτεί έτσι, αλλά τώρα που το λες, πολλά θα μπορούσαν να γίνουνε. Πρέπει όλοι να το καταλάβουνε, συνέχισε ο Καψάλης, η Κασσαβέτεια δεν είναι συνηθισμένη φυλακή, πρόκειται για εφήβους που περιμένουνε απ’ τους απέξω, και μη με περάσεις για κανέναν ρομαντικό, μόνο ένας στους πενήντα μπορεί να ξεφύγει απ’ τον κακό δρόμο που πήρε, αλλά γι’ αυτόν τον έναν αξίζει να προσπαθήσουμε.

Μάρω Δούκα, Ουράνια Μηχανική, Κέδρος, Αθήνα 1999, σ. 47-54.