Απόσπασμα από το βιβλίο
Οι ποικιλίες βίας στη σύγχρονη κοινωνία
Το γεγονός ότι μια αθώα κυρία, μετά από κάποια απόφαση αγνώστων απάγεται, φέρνοντας τη δυστυχία σ’ολόκληρη οικογένεια, θεωρείται – τελείως δικαιολογημένα – σαν ανυπόφορη βία. Το γεγονός, αντίθετα, ότι ένα ολόκληρο εργοστάσιο με χιλιάδες εργάτες κλείνει με απόφαση γνωστών ατόμων θεωρείται σαν μοιραίοι συμβάν.
Κάποια βρώμα αναδύεται απ’το χώρο των καλών αισθημάτων. Είναι αλήθεια πως, όπως θα μπορούσε να παρατηρήσει ένας άνθρωπος με κοινή λογική – ίσως απ’αυτούς που γκρινιάζουνε γιατί ο Ντάριο Φο ήτανε πολύ σκληρός όταν έγραψε το έργο για τον κακόμοιρο το Φράνκο – οι απαγωγείς ατόμων ενεργούν γιατί ποθούν τα πλούτη, ενώ αυτοί που απολύουν εργάτες ενεργούν από ανάγκη (γιατί ποθούν τη φτώχεια ίσως;). Αυτός ο παράλογος συλλογισμός μου φέρνει στο μυαλό όσα έγραφε ο Edoardo Sanguineti την περασμένη Κυριακή (στην εφημερίδα «Il Giorno»), ότι δηλαδή λυπάται πολύ που μερικοί γυρνάνε στους δρόμους με το όπλο παραμάσχαλα, αλλά ακόμη περισσότερο λυπάται που μερικοί άλλοι, και σε πλατιά κλίμακα, κάνουν εμπόριο όπλων. Έτσι, θυμίζοντας τον Μπρεχτ, εκφράζει την υποψία ότι το μεγαλύτερο έγκλημα είναι η ίδρυση μιας τράπεζας και όχι η διάρρηξή της.
Πέρα απ’αυτές τις παραδοξολογίες, αναγκαίες καμιά φορά για να ταραχτεί ο συνομιλητής και να κοιτάξει τα πράγματα πιο προσεκτικά, είναι βέβαιο ότι αυτές τις μέρες γίνανε τρομερές πράξεις εγκληματικής και πολιτικής βίας: ακόμη κι αν ψυχολόγοι και κοινωνιολόγοι ξέρουν ότι αυτό είναι το τίμημα που πληρώνει η κοινωνία μας επειδή δεν έχουμε πόλεμο και ότι η σποραδική βία είναι σαν βαλβίδα ασφαλείας απ’όπου εκτονώνεται η τάση για γενικευμένη βία, το γεγονός πάντως δεν μας παρηγορεί. Και πρέπει να ενεργήσουμε αμέσως για να σταματήσουν οι απαγωγές παιδιών και οι δολοφονίες γονέων.
Διαφορετικά, παρατηρεί σωστά ο Sanguineti, έχει κανείς την εντύπωση ότι η πρόσφατη έκφραση ανησυχίας για την «καταναλωτική» βία χρησιμεύει για να σκεπάσει μια πιο μελετημένη και λεπτή βία, συγχέοντας την οργανωμένη μαύρη βία με τη σποραδική βία του αλητόκοσμου και αποσιωπώντας, επομένως, την πρώτη από αυτές.
Αρκεί να διαβάσετε το βιβλίο Sangue romagnolo για να καταλάβετε πόσο φυσικό ήταν κάποτε να μπει κανείς σ’ένα σπίτι και να δολοφονήσει γιαγιά κι εγγονό για τέσσερα πεντόλιρα. Αρκεί να διαβάσετε μια ιστορία των σταυροφοριών για να δείτε με πόση λαμπρή δεξιοτεχνία σπάγανε το κρανίο μερικών χιλιάδων Εβραίων, για σπορ και ληστεία, κάθε φορά που διασχίζανε μια νέα πόλη πηγαίνοντας στον Άγιο Τάφο. Αρκεί να διαβάσετε μιαν ιστορία της δράσης των ληστών του περασμένου αιώνα για να δείτε τ΄΄ι ήταν οι απαγωγές τον καιρό ου οι καλοί νότιοι Ιταλοί δεν έπασχαν ακόμη από την καρκίνο του καταναλωτισμού. Αρκεί να διαβάσετε μια καλή ιστορία των θρησκειών και να υπολογίσετε τον αριθμό των ανθρώπων που τεμαχίστηκαν με τα μαχαίρια τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου ή κατά την πτώση του Munster.
Και γιατί λοιπόν μπρος στις ατομικές ή ομαδικές βιαιότητες του παρελθόντος και μπρος στις μαζικές βιαιότητες του παρόντος (τί γίνεται στην Αγκόλα; και στην Ουγκάντα; τι γίνεται στη Ροδεσία;) είμαστε σχεδόν αδιάφοροι και εκφράζουμε τόση απέχθεια, φόβο, ανησυχία, ομαδικές τύψεις για κλοπές και αγριότητες στη χέρα μας; Μήπως πρόκειται για ξέσπασμα κακής συνείδησης που προσπαθεί να κρύψει πίσω απ’το δάχτυλο της κοινής εγκληματικότητας άλλες τύψεις κι άλλες ευθύνες; Μήπως η ομαδική καταγγελία της εγκληματικής παραφροσύνης που έδειξε η Doretta Graneris, για παράδειγμα, χρησιμεύει για να ξεχάσουμε ότι δεν έγινε ακόμη η δίκη για τα γεγονότα της πιάτσα Φοντάνα;
Όπως πάντα, όταν κάτι δεν πάει καλά, ψάχνουμε να βρούμε έναν αποδιοπομπαίο τράγο: στις καλύτερες επιχειρήσεις, όταν ο διευθυντής κάνει λάθος επενδύσεις, απολύεται ο προϊστάμενος του κλάδου πωλήσεων. Σήμερα, τρομοκρατημένο από τη βία που αναδύει απ’αυτό το ίδιο, το καπιταλιστικό σύστημα ανακαλύπτει ότι φταίνε τα βίαια κόμιξ, ο κινηματογράφος με τα έργα Κουνγκ Φου και τις καυτές θείες, η διαφήμιση που κεντρίζει τις ξέφρενες επιθυμίες για καταναλωτικά αγαθά («rerum novarum cupiditas»)
Κανένας δεν αναρωτιέται ποιος χρηματοδότησε τους σκηνοθέτες και παρήγγειλε τις διαφημίσεις. Το πως λειτουργεί ο εκβιασμός μας το λένε ακριβώς οι πιο ευαίσθητοι διαφημιστές που γίνανε νευρωτικοί απ’τη δισυπόστατη κατάστασή τους σαν δημιουργοί αξιών και , ταυτόχρονα, πιστά μεγάφωνα της κερδοσκοπίας.
Έτυχε πριν από δεκαπέντε μέρες να πάρω μέρος σε μια δημόσια συζήτηση γύρω απ’τη διαφήμιση και τη βία που οργάνωσε το περιοδικό «Η διαφήμιση αύριο». Ένα περιοδικό στο οποίο από καιρό μια ομάδα από δημοκράτες διαφημιστές κάνουν μιαν υπεύθυνη κριτική εξέταση των ορίων, των ελαττωμάτων, της μοίρας του επαγγέλματός τους. Μπρος στο απρόσμενο ξέσπασμα απόδοσης ευθυνών για τη βία, μπρος στην αυτοκατηγορία που η καταναλωτική κοινωνία φαίνεται ότι άρχισε δημόσια, οι διαφημιστές διερωτήθηκαν, σ’αυτήν τη συζήτηση, ποια είναι η μερίδα ευθύνης που τους πέφτει. Και σ’αυτό το σημείο μου φάνηκε απόλυτα αναγκαίο να τους καθησυχάσω. Όχι από επιείκεια, αλλά για να μην αφήσω τη δίκη των αποτελεσμάτων να καλύψει τη δίκη των αιτιών.
***
Τι έκανε για χρόνια η διαφήμιση με παραγγελιά του συστήματος;
Ερέθιζε τις επιθυμίες. Κάνοντάς το όμως δεν ώθησε απλά τον κόσμο να θέλει, αλλά του είπε τι να θέλει και τι ήταν καλό να θέλει. Αν το σκεφτούμε καλά θα δούμε ότι πέτυχε δύο αποτελέσματα από «αντικειμενική» άποψη επαναστατικά (οι προθέσεις δε μας ενδιαφέρουν εδώ). Οι συντηρητικές κοινωνίες και οι αντιδραστικοί παιδαγωγοί δήλωναν πάντα με σοφό τρόπο ότι οι υπερβολικές επιθυμίες είναι κακό πράγμα και ότι κατ’αρχήν δεν πρέπει να δίνουμε στους φτωχούς την εντύπωση ότι μπορούν να αποκτήσουν τα πράγματα των πλουσίων. Το ότι οι βασιλιάδες μετατοπίζονταν με τη φορητή πολυθρόνα ήταν απόδειξη ότι αυτό το σκεπαστό πολυτελές φορείο ήταν βασιλικό πράγμα: κανείς άλλος δεν μπορούσε να το θέλει.
Η διαφήμιση, μεταφράζοντας τη φορητή πολυθρόνα σε «αυτοκίνητο», είπε ακόμη και στον άνεργο ότι μπορούσε να επιθυμεί αυτοκίνητο, ότι όλοι μπορούσαν να το αποκτήσουν και ότι περισσότερο από δικαίωμα ήταν υποχρέωση να το επιθυμούν. Το ίδιο έγινε και για το σαπούνι με γαλλικό άρωμα και για το διαμέρισμα, για τη γραβάτα και για το μηχανάκι.
Μια επιθυμία, ερεθισμένη κι ανικανοποίητη, μπορεί να πάρει δύο δρόμους : την ατομική εξέγερση (την εγκληματική πράξη για παράνομη ιδιοποίηση των αγαθών άλλου) και τη συλλογική επανάσταση (τον κοινωνικό αγώνα για σωστότερη διανομή του κοινού πλούτου). Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι ένα από τα αποτελέσματα της καταναλωτικής προπαγάνδας υπήρξε και η αύξηση της κοινωνικής αγωνιστικότητας για την κατάκτηση μιας ευδαιμονίας που παρουσιαζόταν σαν δυνατή για όλους και που τελικά ήταν σχεδόν άφταστη. Η καταναλωτική προπαγάνδα είναι αναμφίβολα υπεύθυνη για την παράλογη απόφαση να απαχθεί ένα παιδί για να αγοράσει ο απαγωγέας βίλα, αλλά είναι επίσης και υπεύθυνη για την κατάληψη σπιτιών από ανθρώπους που νιώθουν αποκλεισμένοι από αγαθά που διαφημίζονται σ’όλες τις γωνιές των δρόμων.
Και να που η κοινωνία, αφού πρώτα ερέθισε τις επιθυμίες για όλα τα πράγματα, τρομοκρατείται γιατί ο κόσμος απαιτεί τουλάχιστον ένα μέρος χωρίς να πρέπει αναγκαστικά να εγκληματήσει. Είναι σαν να έλεγε το σύστημα στους υπηκόους του: «Έπρεπε να θέλετε να ξοδέψετε όλο το μισθό σας, και το δέκατο τρίτο και το δέκατο τέταρτο, αλλά τώρα το παρακάνατε: τώρα θέλετε και αύξηση μισθού! Το παιχνίδι δεν ήταν έτσι. Μην υπερβάλλετε, και σκεφτείτε τα αγαθά της λιτότητας». Αυτό είναι, περίπου, το νόημα της έκκλησης του προέδρου της δημοκρατίας. Και τώρα που ο κόσμος επιθυμεί υπερβολικά πράγματα ποιος φταίει; Η διαφήμιση, για παράδειγμα, που πρέπει να προκαλεί επιθυμίες για ψυγεία (και αλίμονο αν δεν πουληθούν αρκετά, θα κλείσουν τα εργοστάσια). Αλλά αν για να αγοράσει ο κόσμος ψυγεία απαιτεί νέα συλλογική σύμβαση εργασίας, τότε κάτι δεν πάει καλά. Συναγερμός, οι πολίτες καταναλώνουν πολλά, ζητούν πολυτέλειες.
Πως να δικαιολογηθούν γι αυτό; Κατηγορώντας στην τύχη, παράλογα. Γιατί ο κύκλος είναι φαύλος, η βία βρίσκεται στην ίδια την ιδέα του κέρδους, είναι παλιά ιστορία: πρέπει να επιθυμείς αυτά που σου προσφέρω, όχι αυτά που έχω εγώ, διαφορετικά όλα τέλειωσαν. Πράγματι τέλειωσαν: η βία είανι αποτέλεσμα, όχι αιτία αυτής της κατάστασης.